Ψάχνεις πίσω από τις παλαιστινιακές σημαίες που ανεμίζουν. Τα συνθήματα που δονούν τον αέρα. Τα συντρίμμια της αντίληψης πως στα campus των αμερικανικών πανεπιστημίων με τα επιβλητικά κτίρια και το φροντισμένο γρασίδι όλα είναι ήσυχα, καθαρά και τακτοποιημένα. Αλλά και της άποψης πως αυτή η γενιά είναι υπερβολικά απασχολημένη με τον εαυτό της – ακόμα χειρότερα, με την προβολή του εαυτού της στην οθόνη ενός κινητού – για να πάρει χαμπάρι τι συμβαίνει γύρω της.

Ψάχνεις και τι βρίσκεις; Ενα αίτημα δικαίου. Οχι γενικώς και αορίστως. Αν το αίσθημα της αδικίας φούντωσε στον προνομιούχο κόσμο του Columbia και των υπόλοιπων campus είναι επειδή αυτό που κρίνεται είναι η απονομή της δικαιοσύνης. Τι σόι δικαίωμα στην άμυνα είναι αυτό που εκβάλλει στα «παιδάκια της Γάζας»; Τι δικαιοσύνη μπορεί να είναι αυτή που αποδίδεται με τόσο κυνισμό και τέτοια βαρβαρότητα;

Πίσω από κάθε σημαία που ανεμίζει βρίσκεται ένα αίτημα δικαίου. Και πίσω από κάθε αίτημα δικαίου χάσκει ένα ηθικό δίλημμα. Στα πεδία πολέμου της Μέσης Ανατολής και στα «αντιπολεμικά κάμπινγκ» της Αμερικής. Στο Μάτι που περίμενε έξι ολόκληρα χρόνια τη δικαίωσή του για να μην τη βρει και στα Τέμπη που τρέμουν πως θα μείνουν αδικαίωτα.

Σε κάθε, μα κάθε περίπτωση είναι η ηθική που απαιτεί την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Αυτή εξεγείρεται είτε όταν μια πολεμική μηχανή σκοτώνει παιδιά είτε όταν οι υπεύθυνοι μιας τραγωδίας που άφησε πίσω της 104 νεκρούς δικάζονται με τους νόμους του πλημμελήματος και καταδικάζονται με εξαγοράσιμες ποινές.

Είναι πραγματικά αναπόφευκτη αυτή η σχέση; Την εποχή που στα πανεπιστημιακά campus της Αμερικής επικρατούσε η συνηθισμένη ηρεμία και τα νερά τάραζαν μόνο οι ακαδημαϊκές διαλέξεις που γέμιζαν ασφυκτικά τα αμφιθέατρα, το Χάρβαρντ έβρισκε έναν από τους πιο δημοφιλείς «ταραξίες» του στο πρόσωπο του Μάικλ Σαντέλ, ενός από τους πιο επίμονους ανατόμους της έννοιας της δικαιοσύνης των καιρών μας. Ο Σαντέλ διοχέτευσε τις παρατηρήσεις του σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Δικαιοσύνη: Τι είναι το σωστό;» (στα ελληνικά από τις εκδ. Πόλις). «Η δικαιοσύνη», γράφει σε ένα σημείο, «μας επιβάλλει την ανάγκη να κρίνουμε». Ενώ σε ένα άλλο παρατηρεί πως «η δικαιοσύνη αφορά την ορθή αξιολόγηση των πραγμάτων».

Τίποτε από αυτά δεν είναι απλό. Είναι όμως σαφές πως ο κόσμος πορεύεται έτσι, ακροβατώντας πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί όπου χτυπά διαρκώς η ώρα της κρίσης. Η κρίση – ή η ανάγκη της, όπως λέει ο Σαντέλ – είναι πανταχού παρούσα. Στην κοινωνία και στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην πολιτική και τους θεσμούς της Δημοκρατίας. Και γι’ αυτό τα κριτήρια που κρίνει κανείς δεν τα βρίσκει μόνο στους ποινικούς κώδικες και τα υπόλοιπα κείμενα που ρυθμίζουν τους κανόνες και λύνουν τις διαφορές της κοινής μας ζωής.

Με άλλα λόγια, δεν είμαστε όλοι δικαστές. Τα δικά μας κριτήρια πατούν πάνω σε έναν κώδικα αξιών, εκφράζουν το χιλιοτραγουδισμένο κοινό περί δικαίου αίσθημα που ως τέτοιο φλερτάρει ακόμα και με την επιλεκτική ευαισθησία. Καμία ηρεμία δεν διασαλεύτηκε, για παράδειγμα, στα campus όταν η Χαμάς μετέτρεψε ένα μουσικό φεστιβάλ σε ένα απέραντο σφαγείο. Ούτε τα ονόματα των νεκρών της πυρκαγιάς γράφτηκαν με κόκκινη μπογιά όπως εκείνα των νεκρών του σιδηροδρομικού δυστυχήματος.

Το αίτημα δικαίου δεν διατυπώνεται για κάθε αδικία του κόσμου, σημαίες της Ουκρανίας για τα παιδιά της δεν ξεδιπλώθηκαν ποτέ στο Columbia. Ετσι, ακόμα και αυτοί οι κρίνοντες κρίνονται. Και δεν είναι μόνο οι δικαστές. Είμαστε όλοι μας.