Η συζήτηση για το αγροτικό ζήτημα επαναφέρει στο προσκήνιο την αξία της ελληνικής υπαίθρου, ενός χώρου που εξακολουθεί να είναι καθοριστικός για τη χώρα, παρότι η σύγχρονη ελληνική κοινωνία έχει απομακρυνθεί αισθητά από το αγροτικό της παρελθόν. Η αστικοποίηση, ο εκσυγχρονισμός και η καταναλωτική στροφή των τελευταίων δεκαετιών απομάκρυναν τα μεσαία στρώματα από τις ρίζες τους, μετασχηματίζοντας παραγωγικές και κοινωνικές δομές που για δεκαετίες στήριξαν την οικονομία. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση άνοιξε τον δρόμο για σημαντικούς πόρους, αλλά και για ένα περίπλοκο πλαίσιο κανόνων, αναδιαρθρώσεων και περιβαλλοντικών υποχρεώσεων. Η Ελλάδα, διαρκώς μεταξύ κρίσεων και ανακάμψεων, συνέχισε να κινείται αμφίθυμα ανάμεσα σε εκσυγχρονισμό και στασιμότητα. Ετσι προέκυψε μια χώρα που μεν μεταμορφώθηκε, αλλά συχνά μέσα από αντιφάσεις και παράδοξα που οδήγησαν σε παλινωδίες και οπισθοδρομήσεις.
Οπως επισημαίνει ο Peter Burke στο πρόσφατο βιβλίο του «Η Ιστορία της Αγνοιας», ζούμε σε μια εποχή υπερπληροφόρησης, αλλά και «εκούσιας άγνοιας». Η ελληνική πραγματικότητα το επιβεβαιώνει. Παρότι είναι γνωστό ότι οι αγρότες δικαιούνται σημαντικές ενισχύσεις μέσω στοχευμένων πολιτικών για τη γεωργία και την ύπαιθρο, η δημόσια συζήτηση εγκλωβίζεται σε στερεότυπα, απλουστεύσεις και τη γνώριμη ρητορική των «επιδοτήσεων». Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις ανάγονται συχνά στο ζήτημα της απορρόφησης κονδυλίων, ενώ η κατάσταση θολώνει ακόμη περισσότερο από σκάνδαλα, όπως αυτό του ΟΠΕΚΕΠΕ. Η τήρηση κοινοτικών κανόνων ή η αποκατάσταση ζημιών παρουσιάζονται ως «εθνική επιτυχία», απλώς και μόνο επειδή ο κρατικός μηχανισμός κάνει το αυτονόητο. Σπανίως συζητείται ότι κάθε «αναδιάρθρωση» στον αγροτικό τομέα αφήνει πίσω της μικρούς καλλιεργητές που εγκαταλείπουν τη γη τους, ενώ οι μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις διευρύνονται. Αυτές οι μεταβολές δεν συνοδεύονται από πολιτικές που στηρίζουν τις τοπικές κοινωνίες. Το αποτέλεσμα είναι μια ύπαιθρος που γερνά, υποδομές που παραμένουν ανεπαρκείς, ευκαιρίες εργασίας που λιγοστεύουν και νέοι που συνεχίζουν να φεύγουν.
Για να κατανοήσουμε ουσιαστικά τις σημερινές αγροτικές κινητοποιήσεις, πρέπει να υπερβούμε τα στερεότυπα της επίσημης πολιτικής και να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει. Οι αγρότες – γεωργοί, κτηνοτρόφοι, αλιείς, μελισσοκόμοι και άλλοι παραγωγοί – δεν διαμαρτύρονται απλώς για το κόστος παραγωγής ή για ένα ακόμη σκάνδαλο. Εκφράζουν την αγωνία μιας περιφέρειας που αισθάνεται εγκαταλελειμμένη και που, εδώ και δεκαετίες, υφίσταται τις συνέπειες διαρθρωτικών αδυναμιών, φυσικών καταστροφών και πολιτικής ασυνέπειας. Τα συσσωρευμένα προβλήματα της υπαίθρου, με έναν τρόπο, «αντεπιτίθενται» μέσω των αγροτών, συγκροτώντας ένα κοινωνικό μέτωπο που στηρίζεται στη διάχυτη δυσαρέσκεια της περιφέρειας απέναντι στο κεντρικό κράτος.
Η επίπλαστη ασφάλεια της αστικοποίησης και της τουριστικοποίησης δεν αρκεί για να καλύψει τα διαχρονικά, δομικά προβλήματα που έχουν παραμεριστεί – και τα οποία σήμερα αποκαλύπτουν τη βαθιά απαξίωση του αγροτικού τομέα και την αδυναμία οικονομικής επιβίωσης στην ύπαιθρο. Οπως και στο παρελθόν, οι κινητοποιήσεις των αγροτών υποτιμήθηκαν, λοιδορήθηκαν και παρουσιάστηκαν ως «άνθη του κακού» που δήθεν απειλούν την κοινωνική ειρήνη και την εύθραυστη συνοχή που διατηρήθηκε μετά τη μακρά περίοδο της οικονομικής ύφεσης. Ωστόσο, τίθεται το ερώτημα: μέχρι πότε η συστηματική «επιλεκτική άγνοια» για τους αγρότες και την ύπαιθρο θα εξακολουθεί να διαπερνά τη διοίκηση, την πολιτική και μεγάλο μέρος της κοινωνίας;
Το «πέπλο άγνοιας» που διαμορφώθηκε μέσα από κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες μπορεί – και πρέπει – να παραμεριστεί, ώστε να αναγνωριστεί η ουσιαστική συμμετοχή και συνεισφορά των αγροτών και της υπαίθρου στην ποιότητα ζωής και την ανάπτυξη της χώρας. Η συνεχής υποτίμηση της οικονομίας της υπαίθρου έχει σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό κόστος – και πλέον είναι ορατό σε όλους.
*Ο κ. Απόστολος Γ. Παπαδόπουλος είναι καθηγητής Γεωγραφικής και Κοινωνικής Ανάλυσης του Αγροτικού Χώρου, Τμήμα Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.



