Η πρόσφατη συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας στις Βρυξέλλες στο περιθώριο του Συμβουλίου Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, αναφορικά με τη διαχείριση των εκκρεμών υποθέσεων του Κανονισμού «Δουβλίνο ΙΙΙ» σε συνδυασμό με την επικείμενη ενεργοποίηση του πρώτου κύκλου του μηχανισμού αλληλεγγύης, όπως αυτός προβλέπεται στο νέο «Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο» (PACT), συνιστάπραγματικό ορόσημο στις διμερείς σχέσεις των δύο κρατών.

Ίσως είναι η πρώτη φορά τα τελευταία έτη και ειδικά μετά την μεταναστευτική κρίση του 2015, που οι δύο χώρες ευθυγραμμίζονται πολιτικά,και συνακόλουθα διπλωματικά, φτάνοντας στο σημείο να αλληλοϋποστηρίζονται όσον αφοράστην εφαρμογή δομικών σημείων της εφαρμογής του PACT.

Χωρίς να παραβλέπεται το γεγονός ότι αμφότερες αντιπροσωπεύουν δύο ισχυρούς πυλώνες της διαχείρισης της παράνομηςμετανάστευσης με γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες, διαφορετικές επιχειρησιακές προσεγγίσεις και αντίρροπα, μερικές φορές, εθνικά συμφέροντα, έχουν καταφέρει μέσω των «ζυμώσεων» των τελευταίων μηνών να πετύχουν μία ώσμωση, που αν αφήσουμε στην άκρη τους μηδενιστές, απηχεί τα θέλω όλων των υγιώς σκεπτόμενων εμπλεκομένων πλευρών.

Η Ελλάδα που εδώ και χρόνια αντιμετώπιζε σε διπλωματικό επίπεδο τη “δαμόκλειο σπάθη” της επιστροφής όλων εκείνων που με παράνομο τρόπο εγκατέλειψαν την ελληνική επικράτεια μεταβαίνοντας σε άλλο Κράτος Μέλος, καταφέρνει πλέον να απαλλαγεί από αυτό το «βραχνά» σβήνοντας μονοκοντυλιά όχι μόνο τα βάρη εκ της έναρξης ισχύος του Κανονισμού«Δουβλίνο» αλλά και τις εν δυνάμει επιστροφές που θα έπρεπε να αποδεχτεί για όσους μετανάστες θα καταφέρουν, αν εισέλθουν στην Ευρώπη μέσω της χώρας μας, να βρεθούν στη Γερμανία έως και τις 12/6/2026.

Πόσες όμως είναι οι υποθέσεις αυτές; Και επιπλέον πόσες εξ αυτών που προσφέρονται για μεταφορά στη χώρα μας είναι ρεαλιστικάυλοποιήσιμες προς επιστροφή; Η απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι αδύνατον να δοθεί με ακρίβεια. Μόνο εικασίες και εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν. Ωστόσο, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα συνιστά χώρα transit για τη συντριπτική πλειοψηφία των παρανόμως εισερχομένων. Αυτό σημαίνει ότι ήδη από το 2015 και μέχρι σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες τρίτων χωρών εγκατέλειψαν την Ελλάδα και συνεχίζουν να το πράττουν αν και σύμφωνα με τον Κανονισμό Δουβλίνο όφειλαν να παραμείνουν στη χώρα μας έως ότου τελεσιδικησει το αίτημα ασύλου τους. Εκμεταλλευόμενοι την γενναιόδωρη πολιτική των Γερμανών για αρκετά χρόνια σε συνδυασμό με τη νομολογία των ομοσπονδιακών δικαστηρίων τους, οι περισσότεροι εκ των παραπάνω κατάφεραν να παραμείνουν τελικά σε γερμανικό έδαφος και να αποφύγουν την επιστροφή τους.

Το φαινόμενο, όμως, είναι δυναμικά εξελισσόμενο και τα ανώτατα γερμανικά δικαστήρια έχουν πλέον ανατρέψει τις προηγούμενες αποφάσεις τους που βασίζονταν στην υποτιθέμενη αδυναμία των Ελληνικών Αρχών να διασφαλίσουν τις στοιχειώδεις παροχές στους αιτούντες άσυλο που διαμένουν στη χώρα. Με τις ευλογίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των συναφών εγγράφων της, οι Γερμανοί πλέον αντιμετωπίζουν δικανικά την Ελλάδα ως κράτος μέλος όπου οι μετανάστες δύναται να απολαμβάνουν τα προς το ζην: bread, bed and soap. Ως εκ τούτου ο βασικόςανασταλτικός παράγοντας για τη μη μεταφορά στην Ελλάδα όσων δεν δικαιούνται να βρίσκονται στη Γερμανία έχει καμφθεί.

Όμως, και ο έτερος παράγοντας, δηλαδή ηεπίσημη γερμανική πολιτική βούληση, μετά τις βερμπαλιστικές αφέλειες του παρελθόντος, έχει εξίσου διαφοροποιηθεί και υπό την πίεση τηςγερμανικής κοινής γνώμης και την σταδιακήδημοσκοπική άνοδο του AfD, οι εταίροι μας φαίνονται περισσότερο αποφασιστικοί από ποτέ ως προς την υλοποίηση των σχετικών επιστροφών. Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια η πρώην Καγκελάριος, κα. Μέρκελ, έχει αποδομηθεί από τα στελέχη του του κόμματός της αναφορικά με την επίσημη πολιτική που επέλεξε να ακολουθήσει το 2016 ανοίγοντας κυριολεκτικά τα σύνορα στις ανεξέλεγκτες ροές ενώ ενδεικτικό του επικρατούντος κλίματος στη Γερμανία είναι ότι η κουβέντα για τις επιστροφές δεν περιορίζεται μόνο στο Δουβλίνο αλλά καταλαμβάνει απελάσεις σε χώρες που μέχρι πρότινος θεωρούνταν μεταναστευτικό ταμπού όπως το Αφγανιστάν και η Συρία.

Συνεπώς, οι συνθήκες τη δεδομένη χρονική στιγμή υπήρξαν εξαιρετικά επιβαρυντικές για την ελληνική πλευρά ιδιαίτερα εάν συνεκτιμήσουμε την γενικότερη αλλαγή κλίματος παγκοσμίως αναφορικά με τη διαχείριση της μετανάστευσης και την προτεραιοποίηση της ενεργητικής αποτροπής, της φύλαξης των συνόρων και των επιστροφών έναντι της ένταξης και της προώθησης νόμιμων διαύλων Μετανάστευσης.

Διερωτάται, όμως, κανείς γιατί ενώ ο άνεμος είναι στα πανιά της Γερμανίας, αυτή δέχεται να «χαρίσει» στην Ελλάδα τις συγκεκριμένες υποθέσεις στερώντας από τον εαυτό της ουσιαστικά μια σημαντική δεξαμενή επιστροφών και ταυτόχρονα να στερηθεί ένα επικοινωνιακό τρικ έναντι των ακροδεξιών του AfD?

Η απάντηση όσο και αν κάποιοι εντός των ελληνικών συνόρων επιχειρούν να την ερμηνεύσουν με όρους μικροπολιτικήςσκοπιμότητας (όπως είθισται να συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις) κάνοντας λόγο για κρυφές ατζέντες και colpi grossi, είναι πολύ πιο απλή. Η Γερμανία όπως κάθε σοβαρό κράτος κοιτάει το μέλλον βλέποντας το «δάσος» που δεν είναι άλλο από το νέο Σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο. Στην ουσία έχει αποδεχτεί ότι η παρελθούσα κακή διαχείριση από την πλευρά της με την προώθηση πολιτικής ανοιχτών συνόρων επέφερε τις συγκεκριμένεςμακροχρόνιες συνέπειες, τις οποίες είναι πρόθυμη να υπομείνει καθότι αντιλαμβάνεται ότι η κατάσταση όσον αφορά στο παρελθόν είναι μη αναστρέψιμη.

Αυτό που τη νοιάζει είναι η επόμενη ημέρα και για το λόγο αυτό ο Γερμανός υπουργός εσωτερικών, Αλεξάντερ Ντόμπριντ,ενδιαφέρεται να κερδίσει τις σχετικές εγγυήσεις περί της εφαρμογής του νέου Συμφώνου. Δέχεται να θυσιάσει αυτές τις δεκάδες χιλιάδες επιστροφές σε Ελλάδα προκειμένου να βρει συνοδοιπόρους στην προσπάθεια μίας επανεκκίνησης που στο επίκεντρο δεν θα είναι η επιδοτούμενη αδιάκριτη, μαζική μετανάστευση αλλά η συντεταγμένη διαχείριση με όρους πρωτίστως Εθνικής ασφάλειας και δευτερευόντως οικονομικής ανάπτυξης.

Ελλάδα και Ιταλία αντιλαμβάνονται εξίσου από την πλευρά τους ότι η Γερμανία όλα αυτά τα χρόνια μέσω των δευτερογενών ροών, αν και σε μεγάλο βαθμό με δικής της υπαιτιότητά,επιβαρύνθηκε δυσανάλογα και για το λόγο αυτό έχουν αποφασίσει να αποτελέσουν μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος. Η ανέξοδη τακτική της ρίψης της «μπάλας στην κερκίδα», δηλαδή αφήνουμε τις παράνομες ροές να έρθουν και στη συνέχεια να διασχίσουν τη χώρα ευελπιστώντας ότι θα καταλήξουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον τελικό προορισμό(Γερμανία) όπου και θα παραμείνουν λόγω της διοικητικής αδυναμίας των Γερμανών να υλοποιήσουν τις επιστροφές, εξαντλείται. Και την ίδια στιγμή οι χρηματοδοτικές κάνουλες της Κομισιόν με τα ευρωπαϊκά κονδύλια που προορίζονται για τη δημιουργία συνθηκών υποδοχής και προοπτικών ένταξης στις χώρες πρώτης εισόδου αρχίζουν και κλείνουν αφού όλοι αντιλαμβάνονται ότι η χρηματοδότηση του υπάρχοντος τρόπου διαχείρισης της παράνομης μετανάστευσης στην ουσία λειτουργεί ως μαγνήτης και επιταχυντής των δευτερογενών ροών.

Οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου έχουν και θα έχουν το δίκιο με το μέρος τους καθότι η γεωγραφική τους θέση τις καθιστά αυτομάτως ευάλωτες σε ροές και ευεπίφορες σε μελλοντικές μεταναστευτικές πιέσεις. Δικαιούνται να φωνάζουν για περαιτέρω έμπρακτη αλληλεγγύη,μετεγκαταστάσεις, αναλογική ανακατανομή των αφίξεων και πρόσθετη οικονομική ευρωπαϊκή στήριξη. Εκτός όμως από τα εύλογα αιτήματα και τις φωνές διαμαρτυρίας, έχουν και υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διεθνείς συμφωνίες που έχουν υπογράψει και τις συμβάσεις τις οποίες κύρωσαν.

Εν κατακλείδι, καθίσταται σαφές ότι η πρόσφατη ελληνογερμανική δήλωση αμοιβαίας κατανόησης δεν αποτελεί μια απλή διπλωματική συνεννόηση, αλλά ένα κομβικό διμερές βήμα με σημαντικές προεκτάσεις αναπροσαρμογής της ευρύτερης ευρωπαϊκής μεταναστευτικής αρχιτεκτονικής. Η Ελλάδα απαλλάσσεται από χρόνιες δυσμενείς πιέσεις που υπονόμευαν την αποτελεσματικότητα της εθνικής της πολιτικής ασύλου, ενώ η Γερμανία προκρίνει πλέον έναν ρεαλιστικό προσανατολισμό που υπερβαίνει το πολιτικό κόστος του παρελθόντος, επενδύοντας στη βιώσιμη εφαρμογή του νέου Συμφώνου. Σε ένα ασταθές, λοιπόν, γεωπολιτικό περιβάλλον αυξανόμενων προκλήσεων και συνεχώνανακατατάξεων, η συνεργασία αυτή αποδεικνύει ότι υπάρχει έδαφος για ευρωπαϊκές win-winλύσεις, για να συμβούν όμως αυτές χρειάζονταιευελιξία, θάρρος, συνεννόηση και προσήλωση σε κοινό όραμα.

Ο Μάριος Καλέας είναι Διοικητής της Ελληνικής Υπηρεσίας Ασύλου και Αντιπρόεδρος του ΔΣ του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Άσυλο

Disclaimer: Το παρόν άρθρο αντικατοπτρίζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος και σε καμία περίπτωση δεν εκφράζει την επίσημη πολιτική και τις διοικητικές πρακτικές του Ελληνικού Κράτους, των Ελληνικών Αρχών ή της EUAA.