Ο Τέρενς Σταμπ σχεδόν ποτέ δεν χαμογελούσε στις ταινίες του, επομένως δε μου είχε προκαλέσει εντύπωση που στον «Εγγλέζο», ένα κινηματογραφοφιλικό θρίλερ του Στίβεν Σόντερμπεργκ, που συνδέεται με την ταινία «Οχι δάκρυα για την Τζόι» του Κεν Λόουτς στην οποία ο Σταμπ επισης πρωταγωνιστεί, οι άκρες των χειλιών του ποτέ, ή σχεδόν ποτέ, δεν παίρνουν κλίση προς τα πάνω.
«Σοβαρά; Προσωπικά δεν το πρόσεξα ποτέ», επρόκειτο να «δικαιολογηθεί», όταν του το ανέφερα στη σύντομη συνάντησή μας στο φεστιβάλ των Καννών όπου έκανε πρεμιέρα ο «Εγγλέζος» το 1999.
Μια κουβέντα που θα έκλεινε μέσα σε μόλις είκοσι, αξέχαστα –για μένα- λεπτά. «Για να είμαι ειλικρινής», συνέχισε ο Σταμπ, «δίνω μεγάλο βαθμό στο χιούμορ μου… Δυο, ας πούμε;» Δεν γέλασε.
Από όσα είχα διαβάσει ή ακούσει αλλά και από το φλεγματικό, σχεδόν απαθές και φυσικά… αγέλαστο ύφος του, καταλάβαινα ότι μπορεί και να μην ψευδόταν.
Και είναι αλήθεια ότι αρκετά χρόνια πίσω, στην δεκαετία του 1960, ο Τέρενς Σταμπ, θεωρούνταν μεγάλο «πειραχτήρι» στον κύκλο του.
«Προσέξτε τον, είναι αρκετά πονηρός» προειδοποίησε ο Σόντερμπεργκ στην συνέντευξη Τύπου του «Εγλέζου», μια ταινία που τότε, επανέφερε τον Σταμπ σε «πρώτο πλάνο». Τα sixties ήταν η «χρυσή εποχή» του λονδρεζου ηθοποιού, τότε που μαζί με τον Μάικλ Κέιν, τον Ρίτσαρντ Χάρις, τον Αλμπερτ Φίνεϊ, τον Ολιβερ Ριντ και τον Ντέιβιντ Γουόρνερ, συνέθεταν την ομάδα των «οργισμένων νιάτων» του βρετανικού κινηματογράφου, ανανεώνοντας τις βάσεις του.
«Ω, ναι ,αυτή ήταν η μεγάλη εποχή», θα πει κοιτώντας στο πουθενά, αναπολώντας την «άγρια αθωώτητα» όπως αποκάλεσε εκείνες τις μέρες. Τότε, που ο εξηντάρης Σταμπ την εποχή που τον συνάντησα, με την άτακτη λευκή τούφα μαλλιών, αλώνιζε το ένα πάρτι μετά το άλλο, γευόμενος την επιτυχία που μόνον στα πιο παράξενα όνειρά του, ένα φτωχό παιδί από το Ηστ Εντ του Λονδίνου θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει πως θα ζούσε.
Ο Σταμπ εγκατέλειψε το φτωχικό σπίτι του νωρίς και όταν το έκανε, δεν θέλησε ποτέ να αποκτήσει καινούργια φωλιά. Ανέκαθεν κυνηγούσε κορίτσια και δεν σταμάτησε να το κάνει, παραμένοντας ανύπαντρος. Για την ακρίβεια ,το μόνο παράπονό του ήταν ότι «ενώ οι περισσότεροι εργένηδες μπορούν να κάνουν τα …πάντα, δύσκολα βρίσκουν κάποιον για να εκφραστούν ως παιδιά» (το 2002 παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ Ο’ Ρουρκ από την οποία χώρισε το 2008).
Ισως γι’αυτό να μην επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να ξεχάσει τους γονείς του.
Εφόσον η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την περίοδο της νιότης του, ζήτησα την γνώμη του Σταμπ για μια από τις πιο περίεργες φράσεις που ακούγονται στον «Εγγλέζο», όταν ο Πίτερ Φόντα (που παίζει έναν διεφθαρμένο μουσικό παραγωγό, «απομεινάρι» των sixties) κάπου λέει «στην πραγματικότητα, το κίνημα των sixties, ξεκινά το 1966 και κλείνει στα μέσα του 1967».
Προτού μου απαντήσει με ρώτησε πόσο χρονών είμαι και όταν άκουσε ότι είχα τα μισά περίπου χρόνια του, χαμογέλασε με κατανόηση. «Δεν νομίζω ότι όσοι από εμάς ήταν τότε νέοι, είχαμε αντιληφθεί, μέχρι το 1966, το μέγεθος του τι ακριβώς συνέβαινε. Οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι τα sixties αφορούσαν προσωπικά τους ίδιους και χρειάστηκε να γίνει το φεστιβάλ του Μοντερέι, το 1967 –αν θυμάμαι καλά, που ήταν και η πρώτη μαζική συγκέντρωση νέων εκείνης της εποχής. Οι από κοινού εμπειρίες, η μαριχουάνα, το L.S.D. , η ροκ μουσική, η ελευθερία του σεξ, διαμόρφωσαν τη γνώση μας και το συλλογικό ασυνείδητο έγινε συλλογική συνείδηση. Ημουν στην Καλιφόρνια εκείνη την εποχή και μπορώ να πω ότι έμοιαζε με επίγειο παράδεισο. Οταν επέστρεψα εκεί δυο χρόνια αργότερα, ο κόσμος ήταν απολύτως συνειδητοποιημένος για το τι γινόταν. Κατά μια έννοια η μαγεία είχε χαθεί.»
Χάθηκε και ο Σταμπ μαζί της. Κάτι συνέβη στα seventies και ο γοητευτικός ηθοποιός ταινιών όπως «Ο συλλέκτης», «Θεώρημα» και «Μακριά από το αγριεμένο πλήθος» παράτησε τις ταινίες για να βρεθεί στην Ινδία, φανατικός οπαδός φιλοσόφων όπως ο Γκιόρκι Γκούρτζιεφ. Αυτή η απουσία δεν διήρκησε λίγο. Θα περνούσαν αρκετά χρόνια για να ξαναβρεθεί στην επικαιρότητα παίζοντας στον «Σούπερμαν» και αργότερα στο «Συμβόλαιο με τον θάνατο» (1984) του Στίβεν Φρίαρς, μια ταινία που σηματοδότησε τη μεγάλη επιστροφή του σε δευτεραγωνιστικούς κυρίως ρόλους που όμως προκαλούσαν εντύπωση.
Ετσι, ξεκίνησε μια νέα καριέρα, με εμφανίσεις γκεστ, ή αργότερα, τολμώντας απρόβλεπτους ρόλους όπως της τραβεστί με τη χρυσή καρδιά στις «Περιπέτειες της Πρισίλα, βασίλισσας της ερήμου». Που και που ταινίες όπως ο «Εγγλέζος» όμως, μας θύμιζαν ποιος ήταν στην πραγματικότητα.
Και ποιος, επί της ουσίας, παρέμεινε ως το τέλος του.



