Ο γάμος του Τζεφ Μπέζος στη Βενετία, ένα παραμύθι στη σκιά μιας παγκόσμιας πολεμικής απειλής. Λίγες μέρες πριν ζούσαμε την ευκολία με την οποία το δράμα ενός καταστροφικού πολέμου γινόταν «κάτι το αστείο» ένα παίγνιο στα χέρια των πλανηταρχών.
Την ίδια στιγμή στη Βενετία συντελείται η μεταμόρφωση ενός τόπου. Η ρομαντική πόλη της αξεπέραστης και ιαματικής τέχνης μεταμορφώθηκε σε ντεκόρ μιας ιδιωτικής φαντασίωσης. Ενα υπερθέαμα πολυτέλειας και χλιδής που άμεσα ξέφυγε από την ιδιωτική σφαίρα και εντάχθηκε στο κοινωνικό και ψηφιακό «γίγνεσθαι». Μικρογραφία του σύγχρονου πολιτισμού: Το κιτς μπλέκεται με την κουλτούρα των ελίτ, ο ρομαντισμός με την εμπορευματοποίηση και η ιδιωτική ζωή γίνεται υλικό δημόσιου σχολιασμού. Η εικόνα αυτονομείται από την εμπειρία. Δεν έχει σημασία αν ήσουν στον γάμο• αρκεί να τον είδες, να τον «ένιωσες» μέσα από την οθόνη σου. Αρκεί να φαντάστηκες, να αφέθηκες για λίγο στη δύναμη της επιθυμίας σου. Κλείνεις τα μάτια, είναι τόσο ζωντανά όλα. Σαν να είσαι κι εσύ εκεί!
Με άλλα λογία η παντοδυναμία της εικόνα συναγωνίζεται την παντοδυναμία του Μπέζου και γίνεται βούτυρο στο ψωμί του ανώνυμου τηλεθεατή. Ιδού η γενναιοδωρία της εικόνας! H αυτονόμηση της από την εμπειρία σου. Η εικόνα σε κατέχει και την κατέχεις. Για μια στιγμή δικαιούσαι να φαντάζεσαι ότι είσαι κι εσύ στη Βενετία. Άλλωστε, τον προσωπικό σου μύθο δεν κατασκευάζεις κι εσύ με κάθε ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα; Επιμελείσαι το ντεκόρ, προσθέτεις πόλεις που δεν πήγες ποτέ, ανθισμένους κήπους, ντύνεις την έρημο με δροσερό χορτάρι. Στο πι και φι με φίλτρα και παραφίλτρα και αρχιερέα τον ΑΙ κατασκευάζεις στιγμιότυπα μιας ζωής που δεν έζησες. Εκδοχές ζωής προσωρινά προστατευμένες από πολέμους και φυσικές ή οικολογικές καταστροφές.
Μια ονειρώδη πραγματικότητα υπόσχεται για τον καθένα μας ο ανεξάντλητα επινοητικός ψηφιακός πολιτισμός. Δεν υπάρχει τέλος σε αυτά που μπορεί να σου προσφέρει. Ζούμε στην εποχή του «όλα είναι δυνατά» Από την καταστροφή του πλανήτη σε λίγα (και πολλά λέω) λεπτά, έως την υπόσχεση μιας αδιατάρακτης, μετά την καταστροφή, αιωνιότητας. Η Αθανασία μας κλείνει το μάτι.Σε ολόγραμμα ο νεκρός μπορεί να παρίσταται στην εξόδιο ακολουθία του. Δεν έχει πεθάνει!
Όμως ο γάμος του Μπέζος ήταν πραγματικός. Συνέβη. Τον είδες, τον λαχτάρησες, ή σε έκανε να θυμώσεις, τον περιγέλασες, τον θαύμασες, τον υποτίμησες, τον χλεύασες, αδιαφόρησες. Όλα μαζί. Στο «όλα μαζί» άλλωστε δεν κολυμπάμε;
Κι έπειτα στις παρυφές του σκηνικού εμφανίστηκαν οι ακτιβιστές. Με πανό, με φωνές, με συνθήματα. Με πλαστικές κούκλες, όμοιες με τον γαμπρό να επιπλέουν, ως ναυαγοί, στα σκοτεινά νερά των καναλιών. Η παρέμβαση λειτουργεί ειρωνικά. Οι ακτιβιστές αναδεικνύουν τη σκιά πίσω από το υπερθέαμα. Τη σιωπηρή βία του πλούτου, τη περιβαντολλογική κρίση, τη δυσφορία μέσα στον πολιτισμό. Είναι η επιστροφή του απωθημένου. Αυτό που προσπαθούμε να αποκλείσουμε, το τραύμα, η φθορά, η αδικία, επιστρέφει στο προσκήνιο, τη στιγμή μάλιστα που ηγεμονεύει η φαντασίωση της παντοδυναμίας.
Η ξαφνική μπόρα που ξέσπασε με την άφιξη των λαμπρών καλεσμένων ήταν μια σταγόνα στιγμιαίας ενόχλησης. Μια μικρή ρωγμή στην πανοπλία της παντοδυναμίας. Η ειρωνεία της φύσης που αρνείται να γίνει κομμάτι του θεάματος. Κάπου, κάπως, κραταιό ως θάνατος, παραμονεύει το ατίθασο, το μη ελεγχόμενο, το απρόβλεπτο. Μια σταγόνα βροχής, μια σύντομη βροχή. Μια μικρή αντίσταση στην αυταπάτη της παντοδυναμίας. Υπενθύμιση του ορίου.
Ο Θάνατος στη Βενετία. Η μαγικά μελαγχολική πόλη. Η πόλη του Τόμας Μαν και του Βισκόντι, του μεσόκοπου Ασενμπαχ και του δεκατετράχρονου Τάτζιο. Η πόλη που ενσωμάτωσε στην απαράμιλλη ομορφιά της, τη φθορά του χρόνου, την παρακμή, την επικρεμάμενη απειλή του θανάτου. Η πόλη που ενσαρκώνει την αληθινότητα της μεγάλης τέχνης, πόσο αλώβητη μπορεί να μένει σήμερα;
Α rose is a rose, is a rose
Η μήπως όχι; Mια πόλη ήδη ευάλωτη, τόσο κυριολεκτικά, λόγω της κλιματικής κρίσης και της ανόδου της στάθμης των νερών, όσο και μεταφορικά. Μια πόλη, μουσειακό κατάλοιπο ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια. H πόλη δεν ανήκει πλέον στους κατοίκους , αλλά στους επισκέπτες της. Οι ντόπιοι εκτοπίζονται οι τιμές αυξάνουν, η πόλη χάνει τη βιωσιμότητα της. Μια πόλη σύμβολο ένας μετά-κοσμικού κενού. Αμετάβλητος μέσα στο χρόνο υψώνεται ένας ιστορικός ναός της τέχνης, η πινακοθήκης της Ακαδημίας της Βενετίας.

Ένας πίνακας του Giovanni Bellini, του εμβληματικού ζωγράφου της πρώιμης Αναγέννησης, απρόσκλητα «παρεμβαίνει» στον φαντασμαγορικό γάμο. Ονομάζεται “Fortuna Melancholia” . Παριστάνει μια γυμνή γυναικεία μορφή, αινιγματική, αφαιρετική, σχεδόν μεταφυσική. Αγγίζει μια σφαίρα στο κέντρο ενός κόσμου χωρίς σαφή χωρικά όρια. Είναι η θεά τύχη. Αυτή που ανέβαζε και κατέβαζε βασιλείς. Η μήπως είναι η Μελαγχολία η στοχαστική στιγμή του πεπερασμένου; H μορφή της δεν κοίτα κανέναν . Δεν υπόσχεται. Δεν απειλεί. Απλώς είναι. Σε αντίθεση με την γαμήλια φαντασμαγορία η εικόνα υπενθυμίζει τη ρευστότητα της μοίρας, την αστάθεια κάθε επιτεύγματος, την απουσία ενός απόλυτου νοήματος.
Ο Bellini απεικονίζει την αβεβαιότητα, τη σιωπή μπροστά στο μυστήριο της ζωής. Ο Μπέζος, αντίθετα φαντάζει σαν κάποιος που έχει εξουδετερώσει την Τύχη. Όμως εκεί γεννιέται μια νέα μορφή μελαγχολίας-όχι της απώλειας, αλλά του κενού.
Ο πίνακας του Bellinι δεν είναι σχόλιο είναι καθρέφτης. Μας παροτρύνει να αναρωτηθούμε
-Τι χάνουμε όταν πιστεύουμε ότι δεν εξαρτόμαστε πια από την τύχη;
-Τι μορφή παίρνει η εξουσία χωρίς σιωπή, χωρίς όρια, χωρίς θνητότητα;
Mήπως τελικά πίσω από την Τύχη καραδοκεί η Μελαγχολία, όχι ως πένθος αλλά ως αναπόδραστο τέλος κάθε απολυτής επιθυμίας;
O γάμος του Μπέζος, όπως ο πίνακας του Βellini, δεν ανήκει πια στα πρόσωπα, ανήκει σε μια εποχή που δεν αναρωτιέται. Δεν αμφιβάλλει. Αρκείται. Και που ίσως γι’ αυτό το λόγο γίνεται όλο και πιο αινιγματικά μελαγχολική.



