Συχνά το προσπερνάμε στη σχετική συζήτηση αλλά το ζήτημα της ψήφου των εκτός επικρατείας Eλλήνων αποτελεί και συνταγματική πρόβλεψη. Ήδη το Σύνταγμα του 1975 όριζε στο άρθρο 51, παρ. 4 ότι «Νόμος δύναται να ορίζει τα της ασκήσεως του εκλογικού δικαιώματος υπό των εκτός της Επικρατείας ευρισκομένων εκλογέων».

Στην αναθεώρηση του 2001, η ίδια παράγραφος έγινε πολύ πιο συγκεκριμένη: «Νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια. Ως προς τους εκλογείς αυτούς η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν κωλύει την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον η καταμέτρηση και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διενεργείται όποτε αυτό γίνεται και σε ολόκληρη την Επικράτεια.»

Μάλιστα επί μη ύπαρξης νομοθεσίας για την ψήφο των ελλήνων του εξωτερικού είχε υπάρξει και προσφυγή στο Ευρωπαϊκών Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Οι προσφεύγοντες είχαν υποστηρίξει ότι η παράλειψη της ελληνικής νομοθεσίας να κάνει πράξη τη σχετική συνταγματική πρόβλεψη συνιστά παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπων (ΕΣΔΑ).

Η απόφαση του τμήματος του ΕΔΔΑ που βγήκε στις 8 Ιουλίου του 2010, είχε δικαιώσει τους προσφεύγοντες όμως η τελική απόφαση στις 15 Μαρτίου 2012 έκρινε ομόφωνα ότι η παράλειψη του Έλληνα νομοθέτη να θεσπίσει διαδικασίες συμμετοχής των Ελλήνων κατοίκων εξωτερικού στις εθνικές εκλογές δεν συνιστά παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο εγγυάται το δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές.

Ωστόσο, το ανοιχτό ζήτημα της προτροπής για νομοθέτηση της ψήφου των ελλήνων εκτός Επικρατείας που θέτει το άρθρο 51, παρ. 4 του Συντάγματος εξακολουθεί να υπάρχει. Το ζήτημα θα αποκτήσει ξεχωριστή επικαιρότητα μετά το νέο κύμα μετανάστευσης από την Ελλάδα που καταγράφηκε στα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων.

Οι δυσκολίες της νομοθέτησης

Το ζήτημα της ψήφου των εκτός επικρατείας ελλήνων, έχει διάφορες διαστάσεις που εξηγούν και τη δυσκολία του. Υπάρχει καταρχάς το θέμα του ορισμού αυτών που αφορά το δικαίωμα αυτό. Αυτό δεν αφορά τόσο το τυπικό μέρος της υπόθεσης εφόσον όλα τα κόμματα συμφωνούν στο να είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους, αλλά το ουσιαστικό. Είναι το ερώτημα εάν αυτό αφορά οποιανδήποτε και οποιονδήποτε είναι στο εξωτερικό και είναι στους εκλογικούς καταλόγους ανεξαρτήτως των ετών που απουσιάζει και του εάν είναι πρώτης ή δεύτερης γενιάς μετανάστης.

Το ερώτημα αυτό δεν αφορά μόνο τη χώρα μας και έχει συζητηθεί και σε άλλες χώρες. Ως προς αυτό από διάφορες πλευρές υποστηρίζεται ότι είναι θεμιτό να υπάρχει χρονικός περιορισμός ως προς την απουσία από τη χώρα όπως και κάποια ενέργειας που να συνιστά το ενδιαφέρον: π.χ. η διαδικασία εγγραφής στους ειδικούς καταλόγους των κατά τόπους προξενείων.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά το τι εκλέγουν οι εκτός επικρατείας εκλογής.

Είναι το ερώτημα εάν συμμετέχουν στις αντίστοιχες εκλογικές περιφέρειες στις οποίες είναι εγγεγραμμένοι, ή εάν η ψήφος τους θα μετράει απλώς στο σύνολο και θα εκπροσωπείται μέσω του ψηφοδελτίου Επικρατείας, ή εάν θα υπάρχουν βουλευτές που θα εκπροσωπούν τους εκτός επικρατείας εκλογείς.

Το τρίτο ερώτημα αφορά το πώς θα προσμετράται η ψήφος των εκτός επικρατείας εκλογέων στο τελικό εκλογικό αποτέλεσμα. Εδώ υπάρχουν δύο λογικές: είτε να προμετράται κανονικά, στο πλαίσιο και της ισότητας της ψήφου, είτε να μην προσμετράται με το σκεπτικό ότι είναι ορθή  εξασφάλιση της αντιπροσώπευσης, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να είναι καθοριστική η ψήφος ανθρώπων που έχουν χρόνια να έρθουν στην Ελλάδα ή δεν διαθέτουν οργανικό δεσμό με τη χώρα.

Πέραν των τυπικών ζητημάτων υπάρχει και το ουσιαστικό ερώτημα. Πώς ορίζουμε το εκλογικό σώμα; Θα οριστεί με βάση μια έννοια του ελληνισμού που υπερβαίνει κατά πολύ τα σύνορα και θα επεκταθεί στην ομογένεια ακόμη και εάν μιλάμε για ομογενείς δεύτερης και τρίτης γενιάς; Ή πρέπει να οριστεί με βάση τους έλληνες πολίτες που ζουν στη χώρα ή έχουν πρόσφατα μετακομίσει στο εξωτερικό αλλά διατηρούν οργανικούς δεσμούς με την πατρίδα τους;

Η ανακίνηση του θέματος

Το θέμα της ψήφου των εκτός επικρατείας εκλογέων είχε τεθεί έντονα τα τελευταία χρόνια. Κυρίως η πίεση ήταν από την παρουσία πολλών χιλιάδων πρόσφατων ελλήνων μεταναστών στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης που διαμαρτύρονταν επειδή δεν απολάμβαναν τις ίδιες δυνατότητες ψήφου με άλλους μετανάστες άλλων χωρών.

Το αίτημα αυτό έδειχναν να αγκαλιάζουν όλα τα κόμματα, ενώ η ΝΔ που μάλιστα είχε καταθέσει και σχετική πρόταση νόμου κατηγορούσε στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ότι δεν προχωρούσε στην άμεση νομοθέτηση της ψήφου των αποδήμων.

Από τη μεριά της η προηγούμενη κυβέρνηση είχε προχωρήσει στη σύσταση ειδικής επιτροπής υπό τον τότε γενικό γραμματέα του υπουργείου Εσωτερικών Κώστα Πουλάκη. Στα πορίσματα εκείνης της επιτροπής βασίζεται και η τωρινή πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ.

Η πολιτική αντιπαράθεση

Η πολιτική αντιπαράθεση κυρίως ξεκίνησε από τον τρόπο που ο πρωθυπουργός, μιλώντας κιόλας σε ομογενειακό κοινό, φάνηκε να υπόσχεται δικαίωμα ψήφου και μάλιστα με επιστολική ψήφο σε όσους έχουν την ελληνική ιθαγένεια.

Η αντιπαράθεση προέκυψε από το ότι την ελληνική ιθαγένεια έχει ή μπορεί να διεκδικήσει πολύ μεγάλος αριθμός ελληνικής καταγωγής πολιτών άλλων χωρών. Θυμίζουμε ότι την ελληνική ιθαγένεια μπορεί να αποκτήσει οποιαδήποτε και οποιοσδήποτε έχει έναν τουλάχιστον γονέα με ελληνική ιθαγένεια (είναι το λεγόμενο «δίκαιο του αίματος»).

Οι άνθρωποι με ελληνική ιθαγένεια ή που μπορούν να αποκτήσουν μετά από σχετική αίτηση (αποδεικνύοντας ότι έχουν έλληνες προγόνους) είναι πάρα πολλοί διεθνώς. Γεννήθηκε έτσι η ανησυχία ότι μέσω και της επιστολικής ψήφου θα διευρυνθεί πάρα πολύ το σώμα των δυνητικών εκλογέων. Αυτό, με τη σειρά του γέννησε το φόβο, ότι θα αλλοιωθεί το εκλογικό σώμα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα υποστηρίζει ότι η ΝΔ προσβλέπει στην ψήφο των ομογενειακών κοινοτήτων σε χώρες όπως οι ΗΠΑ που τείνουν να έχουν πιο συντηρητικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά, κάτι που θα ευνοούσε την κεντροδεξιά.

Χαρακτηριστική και η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα μετά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό: «Δεν επιθυμούμε να μετατρέψουμε τους Έλληνες του εξωτερικού σε αντικείμενο ψηφοθηρίας ή να χωρίσουμε τους ομογενειακούς τους συλλόγους, ανάλογα με το κόμμα που υποστηρίζουνε. Η πρόταση που μου παρουσίασε προφορικά ο κος Μητσοτάκης, δυστυχώς εκεί κατατείνει.»

Σε κάθε περίπτωση οι βασικές αρχές της ΝΔ είναι ψήφος σε όλους όσους μπορούν να εγγραφούν σε εκλογικούς καταλόγους, προσμέτρηση στο τελικό αποτέλεσμα και δυνατότητα επιστολής ψήφου.

Γι’ αυτό το λόγο και ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στη δική του πρόταση. Προτείνει ένα «κλειστό σύστημα», δηλαδή τη συγκρότηση εκλογικής περιφέρειας Επικρατείας αποδήμων για την εκλογή 3 – 12 βουλευτών, ανάλογα με το πόσοι θα εγγραφούν στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους εξωτερικού. Προβλέπει επίσης την αυτοπρόσωπη συμμετοχή στις εκλογές, σε ειδικά εκλογικά τμήματα εξωτερικού, και απορρίπτει την επιστολική ψήφο καθώς δεν εγγυάται το αδιάβλητο. Επιπρόσθετα επιμένει η ψήφος των εκτός επικρατείας εκλογέων να μην προσμετράται στο τελικό αποτέλεσμα.

Οι διαχωριστικές γραμμές του ΚΚΕ

Το ΚΚΕ έχει κάνει μια σαφή τοποθέτηση, χαρακτηρίζοντας αναχρονιστικό το «δίκαιο του αίματος» για την ιθαγένεια και υποστηρίζει ότι πρέπει η επέκταση του δικαιώματος να αφορά ανθρώπους που εξακολουθούν να έχουν ουσιαστικούς δεσμούς με τη χώρα, π.χ. με το να φορολογούνται, να υπάρχει περιορισμός στα χρόνια απουσίας από τη χώρα (μέχρι 30) και αποκλείει την επιστολική ψήφο.

Η πρόταση του ΜέΡΑ25

Ο σχηματισμός του οποίου ηγείται ο κ. Γιάνης Βαρουφάκης έχει επιμείνει πολύ στο θέμα της ψήφου των ελλήνων του εξωτερικού. Και εδώ έχουμε απόρριψη της επιστολικής ψήφου, όμως έχουμε επιμονή σε εκλογικές περιφέρειες εξωτερικού, που να εκπροσωπούνται με βάση το συνολικό αριθμό εγγεγραμμένων σε αυτές. Μάλιστα, το ΜέΡΑ 25 θεωρεί ότι σε αυτές τις περιφέρειες πρέπει να μεταφερθούν όροι ήδη είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους και όσο ομογενείς έχουν την ιθαγένεια και ολοκληρώσουν τη σχετική διαδικασία πολιτογράφησης και άρα εγγραφής σε εκλογικούς καταλόγους.

Η προσπάθεια σύγκλισης ΝΔ και ΚΙΝΑΛ

Δεδομένης της ρητής συνταγματικής πρόβλεψης για υπερψήφιση από τουλάχιστον 200 βουλευτές η κυβέρνηση προσπαθεί να διαμορφώσει μια ευρύτερη συναίνεση. Σε αυτό το πλαίσιο το ζήτημα μιας «γρήγορης» μετάβασης από την ιθαγένεια στην ψήφο έχει τεθεί στο περιθώριο και μιλάμε για όσους είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους.

Σε αυτό το πεδίο φαίνεται να αναδεικνύεται μια πρώτη σύγκλιση μεταξύ της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ. Το Κίνημα αλλαγής έχει θέσει τις ακόλουθες τέσσερις αρχές:

1. Δικαίωμα ψήφου στους Έλληνες του εξωτερικού που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους.

2. Θέσπιση επιστολικής ψήφου, που θα δίνει την δυνατότητα σε όλους να ψηφίζουν-ακόμη και αν δεν μπορούν να ταξιδέψουν.

3. Οι Έλληνες του εξωτερικού να έχουν δική τους εκπροσώπηση.

4. Να συνυπολογίζεται το αποτέλεσμα της ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα.

Η δυσκολία της εύρεσης συναίνεσης

Είναι σαφές ότι το ζήτημα αυτό έχει μπει στη δίνη της πολιτικής αντιπαράθεσης, τουλάχιστον στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι πρέπει να χαράσσει διαχωριστικές γραμμές. Αυτό επιτείνεται στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει ότι η ΝΔ έχει σαφή βούληση αλλοίωσης της σύνθεσης του εκλογικού σώματος υπέρ της και όχι απλώς επιθυμία διευκόλυνσης των ελλήνων του εξωτερικού.

Από την άλλη, οποιαδήποτε θεσμική ευόδωση του συγκεκριμένου ζητήματος απαιτεί πλατύτερη κοινοβουλευτική συμφωνία. Αυτές οι παράμετροι θα χαρακτηρίσουν τη συζήτηση του σχετικού θέματος.

Οπως φάνηκε από τις συναντήσεις της Παρασκευής, η κυβέρνηση κέρδισε επικοινωνιακά -ενδεχομένως και ουσιαστικά- μια νίκη. Αναδείχθηκε ένα μέτωπο των κομμάτων που θέλουν τη μεγάλη και αυτονόητη αυτή μεταρρύθμιση ενώ από την άλλη εμφανίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ απομονωμένος να κάνει ανέξοδη αντιπολίτευση.

Κι ενώ πρόκειται για ένα θέμα που η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου το θεωρεί δεδομένο ότι πρέπει να κλείσει, στην αξιωματική αντιπολίτευση δεν ξέρουν γιατί κάνουν κριτική.
Διότι είναι ακατανόητη η θέση «η ΝΔ διχάζει την ομογένεια». Οπως ακατανόητο είναι και γιατί 4 χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε πράξη αυτό που έπρεπε να έχει γίνει εδώ και χρόνια.

Ο υπουργός Εσωτερικών, Τάκης Θεοδωρικάκος άφησε περιθώρια ελιγμών και αλλαγών στην πρόταση της κυβέρνησης, θέλοντας έτσι να φέρει πιο κοντά τα άλλα κόμματα και να απομονώσει εκ νέου τον ΣΥΡΙΖΑ.

Και μην ξεχνάμε κι έναν άλλον παράγοντα. Την συναίνεση για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Ενδεχομένως μια συμφωνία για την ψήφο των αποδήμων να σημάνει και μια ευρύτερη προσπάθεια να τα «βρουν» τα κόμματα ως προς την επιλογή ενός προσώπου που θα ενώσει τη Βουλή.