«Στο τελευταίο κελί, υπήρχαν δύο κρεβάτια στη σειρά και μία κουκέτα. Κοίταξα από τα αριστερά προς τα δεξιά. Ενα μονό κρεβάτι άδειο, ένα μονό κρεβάτι με έναν κρατούμενο που διάβαζε κάτι, το κάτω κρεβάτι της κουκέτας άδειο και στο πάνω ο Θεόφιλος Σεχίδης κοιμόταν ανάποδα. Τα πόδια στο προσκεφάλι, το κεφάλι εκεί που θα έπρεπε να είναι τα πόδια. Ισως ήθελε να βλέπει έξω. Αν θυμάμαι καλά, υπήρχε ένα παράθυρο στο κελί που έβλεπε προς το προαύλιο. Ισως θυμάμαι λάθος. Το κεφάλι του ήταν ελαφρώς γυρτό προς το πλάι, κι έτσι μπόρεσα να τον αναγνωρίσω. Τα μούσια του ήταν πια λευκά. Ο ίδιος σίγουρα 20-30 κιλά περισσότερα από τότε που τον γνωρίσαμε. Φαινόταν πολύ βρώμικος».

Απόσπασμα από ρεπορτάζ, που είχε δημοσιευθεί πριν από τέσσερα χρόνια στο site oneman. gr, από το ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, στο οποίο περιγραφόταν η καθημερινότητα την τελευταία 25ετία του 46χρονου κατά συρροήν δολοφόνου Θεόφιλου Σεχίδη που άφησε το πρωί της Τρίτης – και ενώ είχε μεταβεί με υπαλλήλους στα ντους για την ατομική του καθαριότητα – την τελευταία του πνοή. Με τον θάνατό του να αποδίδεται σε καρδιακή προσβολή.

Τα τελευταία 21χρόνια φαινόταν να ακολουθεί «βαριά» φαρμακευτική αγωγή λόγω ψυχικών νοσημάτων και ήταν σε διαρκή καταστολή, με ελάχιστη επικοινωνία με το περιβάλλον. Το μοναδικό θέμα που φερόταν να τον απασχολεί στις ελάχιστες συνομιλίες του ήταν εκείνο της περιουσίας του (σ.σ:. υπολογίζεται σε 4-5 εκατ. ευρώ, αφού εμφανιζόταν και ιδιοκτήτης ακινήτων).

Ο πρώην φοιτητής της Νομικής είχε σκοτώσει – τον Μάιο του 1996 στη Θάσο – πέντε μέλη της οικογένειάς του, τον θείο του, τον πατέρα του, τη μητέρα του, την αδελφή του και τη γιαγιά του, σε ένα έγκλημα που είχε καταγραφεί ως το πλέον φρικιαστικό στα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά.

Ο Θεόφιλος Σεχίδης πέρασε τη νύχτα του φόνου στο σπίτι του, με τα πτώματα των συγγενών του. Από ορισμένα μάλιστα αφαίρεσε τμήμα του εγκεφάλου και το τοποθέτησε στο ψυγείο, για «μεταγενέστερη μελέτη», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Την επόμενη ημέρα τα τεμάχισε, τα έβαλε σε σακούλες σκουπιδιών και τα πέταξε σε χωματερή του Δήμου Καβάλας. Μόνο το πτώμα του θείου του βρέθηκε τελικά από την Αστυνομία. Στους αστυνομικούς υποστήριξε ότι «σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνωμοσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου έλεγαν την αλήθεια. Ηθελαν όλοι τους να με σκοτώσουν αλλά τους πρόλαβα εγώ».

Στη συνέχεια υπήρξαν και αναφορές για περιουσιακές διαμάχες (χωρίς όμως κάτι τέτοιο να φαίνεται ότι είχε σχέση με την πραγματικότητα). Ακόμη σε παλαιότερες τηλεοπτικές εκπομπές είχαν παρουσιαστεί δηλώσεις αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. από τη Θάσο ότι «οι κινήσεις του Σεχίδη είχαν πιθανόν σχέσεις με σατανιστικές τελετές» και ότι είχε τέτοιου είδους αναζητήσεις. Χωρίς και πάλι να επιβεβαιωθεί κάτι τέτοιο στη συνέχεια.

Ο Θεόφιλος Σεχίδης είχε αρχικά εγκλειστεί σε σωφρονιστικά ιδρύματα της Κομοτηνής αλλά και στον Κορυδαλλό, αφού τότε δεν υπήρξε σαφής ιατροδικαστική γνωμάτευση για ψυχική νόσο από την οποία έπασχε. Επειτα από πολύμηνη παρακολούθηση της συμπεριφοράς του από δύο ψυχιάτρους, του αποδόθηκε «σχιζότυπη διαταραχή» αλλά του καταλογίστηκε «πλήρης ευθύνη και επίγνωση των πράξεών του». Σε μια αμφιλεγόμενη γνωμάτευση που είχε προκαλέσει πολυποίκιλες αντιδράσεις και προκαλούσε σενάρια για «άγνωστο κίνητρο» των δολοφονιών της Θάσου. Με τους εν λόγω ψυχιάτρους όμως να είχαν αναφέρει τότε ότι «η ψυχική νόσος του Σεχίδη ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ανιχνευθεί, δεν ήταν παράφρων και εμφανιζόταν να έχει λογικούς ειρμούς».

Τον Νοέμβριο του 1998, όταν είχε καθίσει στο εδώλιο στο Εφετείο Κομοτηνής (καταδικάστηκε σε 5 φορές ισόβια), είχε προχωρήσει σε δηλώσεις ότι στις φυλακές δεν τον άφηναν να ακούει την κλασική μουσική που του άρεσε και ούτε να ζωγραφίζει, όπως φαινόταν να είναι το χόμπι του. Ακόμη είχε ζητήσει τμήμα της περιουσίας του να δοθεί σε κοινωφελή ιδρύματα.

Επειτα όμως από επεισόδια που προκάλεσε – σε στιγμές κρίσης – και τη διαπίστωση ότι πολλές φορές δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον, αποφασίστηκε το 1998 ο εγκλεισμός του στο Ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού. Τελικώς την περίοδο 2005-2010 υπήρξαν νεότερες γνωματεύσεις του γιατρού των φυλακών και άλλων ψυχιάτρων περί «παρανοϊκού τύπου σχιζοφρένειας», προς τούτο τού δινόταν μηνιαία φαρμακευτική αγωγή. Παρόμοιες γνωματεύσεις για την ψυχική νόσο του υπήρξαν το 2005 και το 2010 από έμπειρους ψυχιάτρους.

Τα τελευταία χρόνια είχε υποβάλει αιτήματα αποφυλάκισης που δεν είχαν γίνει δεκτά. Το 2017 υπήρξαν αναφορές στον Τύπο ότι επίκειται η αποφυλάκισή του. Ωστόσο, τότε, στελέχη του υπουργείου Δικαιοσύνης είχαν επισημάνει ότι «το αίτημα αποφυλάκισης του Θεόφιλου Σεχίδη έχει απορριφθεί από τον περασμένο Ιούνιο. Ομως και στην περίπτωση που είχε γίνει δεκτό, με βάση τις γνωματεύσεις περί σχιζοφρένειας από την οποία φέρεται να πάσχει, δεν θα αφηνόταν ελεύθερος – όπως γράφτηκε – ώστε να επιστρέψει στη Θάσο ή να μεταβεί σε άλλο μέρος. Θα εζητείτο, με βάση τον σχετικό νόμο, ο εγκλεισμός του σε δημόσιο ψυχιατρείο».