Κάθε φορά που έρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα της εναρμόνισης του θεσμικού πλαισίου που διέπει τις σχέσεις Κράτους- Εκκλησίας με τη σύγχρονη πραγματικότητα, ανασύρονται διαχρονικοί μύθοι και σαθρά ιδεολογήματα.

Ετσι, το ορθόδοξο χριστιανικό φρόνημα της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού και η αδιαμφισβήτητη συμβολή της Ορθοδοξίας στη διαμόρφωση της εθνικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας «εργαλειοποιούνται», προκειμένου να μη γίνει τελικά ούτε ένα δειλό βήμα στην κατεύθυνση του θεσμικού χωρισμού του Κράτους από την Ελλαδική Εκκλησία. Ο ορθόδοξος πιστός ταυτίζεται με τον έλληνα πολίτη. Και η Ελλαδική Εκκλησία εμφανίζεται σαν εκπρόσωπος του έθνους, που διασφάλισε και ενσαρκώνει την αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού. Το ρολόι της Ιστορίας γυρίζει, με άλλα λόγια, ενάμιση και πλέον αιώνα πίσω. Στην εποχή της Μεγάλης Ιδέας και του στόχου της εθνικής ολοκλήρωσης. Οταν η διοικούσα Εκκλησία δεν ενστερνίστηκε απλώς την εθνική ιδεολογία, αλλά υιοθέτησε και την έννοια του έθνους-γένους.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το ελληνικό έθνος προσδιορίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, και από την ορθόδοξη χριστιανική ταυτότητα. Ωστόσο, η πολιτική και πολιτισμική έννοια του ελληνικού έθνους δεν ταυτίζεται με την Ορθοδοξία, όπως ανιστόρητα επιμένει ο κυρίαρχος λόγος της διοικούσας Εκκλησίας.

Στο σημείο αυτό, καταφεύγοντας στον ιστορικό Σπ.Ι. Ασδραχά, θα πρέπει να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στον εθνισμό, που έχει σχέση με πολιτισμικές πραγματικότητες όπως η γλώσσα, η θρησκεία και τα ήθη, και στο έθνος, που συγκροτείται σε δημοκρατικό πολιτικό σώμα. Η συγκρότηση των εθνών είναι μια διαδικασία του 19ου κυρίως αιώνα, που θεωρείται ο αιώνας των εθνογενέσεων.

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 δεν διέκοψε τη συνέχεια της Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε, με βάση τα διοικητικά και νομικά δικαιώματα που του απένειμε ο σουλτάνος, ο θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης των ορθόδοξων πληθυσμών. Είχε, επίσης, και την ευθύνη της εκπαίδευσης. Δεν επρόκειτο, βεβαίως, για εκπαίδευση που παρείχε επαγγελματική κατάρτιση. Στόχος της ήταν η διατήρηση της Ορθοδοξίας καθώς και της ελληνικής γλώσσας στην αρχική της μορφή, τη λεγόμενη κοινή, που ήταν η γλώσσα των Ευαγγελίων. Η εκπαίδευση προετοίμαζε ουσιαστικά κληρικούς και προσέφερε σε πιστούς τα βασικά εφόδια προκειμένου να είναι σε θέση να παρακολουθήσουν τις θρησκευτικές λειτουργίες.

Η Εκκλησία, συνεπώς, είχε κρίσιμη συμβολή στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας. Υπήρξαν, ωστόσο, και άλλοι παράγοντες που είχαν επίσης κρίσιμη συμβολή στη διατήρησή της. Και μάλιστα μιας γλώσσας πιο κοντά στη λαϊκή παράδοση, όπως οι ανώνυμοι δημιουργοί των δημοτικών τραγουδιών και των λαϊκών θρήνων, το περιβάλλον των Φαναριωτών και οι σημαντικοί συνεχιστές της βυζαντινής παράδοσης από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τις παραδουνάβιες χώρες, οι δημιουργοί των πρώτων αξιόλογων επιτευγμάτων της νεοελληνικής λογοτεχνίας στις φραγκοκρατούμενες κυρίως περιοχές, οι ανθούσες ελληνικές παροικίες στη Δύση και βεβαίως ο απλός λαός που κληρονομούσε από γενιά σε γενιά τη γλώσσα και τις διαλέκτους της.

Η ελληνική γλώσσα, εξελισσόμενη φυσικά ανά τους αιώνες, υπήρξε ο πλέον καθοριστικός παράγοντας μιας πολιτισμικής συνέχειας. Και η πολιτισμική αυτή συνέχεια υπήρξε το θεμέλιο μιας ιστορικής πορείας που διήρκεσε ως τις αρχές του 19ου αιώνα, μέχρι δηλαδή τη διαμόρφωση του νέου ελληνισμού σε «συντελεσμένο», κατά τον ιστορικό Νίκο Σβορώνο, έθνος. Σε αυτή την ιστορική πορεία, εκτός από την Εκκλησία και τους άλλους παράγοντες, αναμφισβήτητα σημαντική υπήρξε η συμβολή τόσο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όσο και της κοινοτικής ζωής που αναπτύχθηκε χάρη στην αναγνώριση από την οθωμανική διοίκηση αυτοδιοικητικών προνομίων στις ορεινές κυρίως κοινότητες.

Η Εκκλησία, λοιπόν, μπορεί μεν να έχει μια μακρά ιστορία, η σχέση ωστόσο Κράτους και Ελλαδικής Εκκλησίας, που παρουσιάζεται σαν αιώνια και ακατάλυτη, έχει ιστορία μόλις 190 περίπου χρόνων. Η Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί διοικητικό δημιούργημα του νέου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Το νέο εθνικό κράτος είναι εκείνο που της έδωσε νομική υπόσταση, με τη μορφή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Και είναι εκείνο που την οργάνωσε διοικητικά. Με τον τρόπο αυτόν το κράτος πέτυχε να διατηρεί σημαντικό έλεγχο επί της Εκκλησίας.

Ως αντάλλαγμα, το κράτος παραχώρησε στην Εκκλησία την αναγνώριση προνομιακής θέσης στο θεσμικό σύστημα. Ετσι η Εκκλησία οργανώθηκε από την πρώτη στιγμή ως δημόσια αρχή. Ουσιαστικά, ως προέκταση της κρατικής εξουσίας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συνταγματική αναθεώρηση θα πρέπει να αξιοποιηθεί για μια νέα, απολύτως ώριμη οριοθέτηση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας στην κατεύθυνση του θεσμικού χωρισμού. Με ιστορική αυτογνωσία και χωρίς άγονες αντιπαλότητες, θα πρέπει να αναζητηθεί το βέλτιστο πλαίσιο για τη χώρα μας, που δεν θα αγνοεί τις δικές μας παραδόσεις και ευαισθησίες.

Βεβαίως είναι λάθος να ανάγονται τα πάντα σε συνταγματικά ζητήματα. Υπάρχουν μεν θέματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος, υπάρχουν ωστόσο και πολλά άλλα τα οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν με νόμο. Οπως υπάρχουν και περιπτώσεις που είναι καθαρά εθιμικές. Διότι είναι άλλο ζήτημα οι σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους και άλλο οι σχέσεις Εκκλησίας – Κοινωνίας.

Ο κ. Πάνος Σκοτινιώτης είναι νομικός, με θητεία στο Κοινοβούλιο και στη Δημοτική και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση.