Οι γατόπαρδοι, γνωστοί και ως τσιτάχ, αποτελούν ίσως τα δημοφιλέστερα και συμπαθέστερα αιλουροειδή στον πλανήτη. Είναι τα ταχύτερα χερσαία ζώα στη Γη, ενώ επίσης είναι φιλικοί απέναντι στους ανθρώπους: δεν τους επιτίθενται και είναι τα μόνα από τα μεγάλα αιλουροειδή που μπορούν να εξημερωθούν, γι’ αυτό και είναι επίσης τα καλύτερα μελετημένα. Παρ’ όλα αυτά, αρκετές πλευρές της ζωής τους σε άγρια κατάσταση μας είναι άγνωστες, και μία από αυτές είναι το πώς κατορθώνουν να επιβιώνουν απέναντι σε μεγαλύτερους και πιο άγριους θηρευτές. Μια μελέτη που έγινε στο Εθνικό Πάρκο του Σερενγκέτι στην Αφρική έρχεται να ρίξει κάποιο φως σε αυτές τις απορίες.

Σωματικό μειονέκτημα

Σαρκοφάγα θηλαστικά μεσαίου μεγέθους, στο φυσικό τους περιβάλλον οι γατόπαρδοι ζουν μαζί με μεγάλα σαρκοφάγα ζώα όπως τα λιοντάρια και οι στικτές ύαινες. Η συμβίωση αυτή δεν είναι ρόδινη, αφού οι συγκεκριμένοι μεγάλοι θηρευτές επιτίθενται στα μικρά των γατόπαρδων ενώ επίσης κλέβουν τη λεία των ενήλικων ζώων –ένα φαινόμενο γνωστό ως κλεπτοπαρασιτισμός. Τα τσιτάχ δεν μπορούν να ανεβάσουν τη λεία τους στα δέντρα, όπως κάνουν οι λεοπαρδάλεις για να σώσουν την τροφή τους από τους επίδοξους κλέφτες. Επίσης δεν έχουν αρκετή δύναμη ώστε να αμυνθούν απέναντι στους πιο σωματώδεις αντιπάλους τους. Για τον λόγο αυτόν συνήθως βρίσκουν την ευκαιρία να κυνηγήσουν όταν οι μεγάλοι θηρευτές έχουν απομακρυνθεί ή για κάποιον λόγο δεν είναι δραστήριοι.
Παράλληλα, οι επιστήμονες οι οποίοι μελέτησαν την κυνηγετική συμπεριφορά των γατόπαρδων που ζουν στο Εθνικό Πάρκο του Σερενγκέτι στη Βόρεια Τανζανία ανακάλυψαν ότι τα έξυπνα αιλουροειδή καταφεύγουν και σε άλλα «κόλπα» προκειμένου να εξασφαλίσουν τροφή και να προστατέψουν τα μικρά τους. Οι ερευνητές με επικεφαλής την Αν Χίλμπορν από το Πολυτεχνείο της Βιρτζίνια (Virginia Tech) στις Ηνωμένες Πολιτείες εξέτασαν παρατηρήσεις που είχαν συγκεντρωθεί επί 35 χρόνια από 400 περιπτώσεις κυνηγιού στις οποίες είχαν εμπλακεί 159 γατόπαρδοι. Η ανάλυσή τους επικεντρώθηκε στο πώς η συμπεριφορά των τσιτάχ την ώρα που έτρωγαν άλλαζε όταν δέχονταν απειλές από μεγαλύτερους θηρευτές.

Αλλαγή τακτικής

Οπως περιγράφουν οι ειδικοί στο άρθρο τους στην επιθεώρηση «Behavioral Ecology and Sociobiology» οι γατόπαρδοι υιοθετούν διαφορετικές τακτικές ανάλογα με το είδος της απειλής που δέχονται από τα μεγαλύτερα σαρκοφάγα ζώα. Για τα αρσενικά και τα θηλυκά που δεν συνοδεύονται από τα μικρά τους η κύρια απειλή είναι οι επιθέσεις που μπορεί να δεχτούν από μεγαλύτερους θηρευτές οι οποίοι θα προσπαθήσουν να κλέψουν το θήραμα που μόλις έχουν σκοτώσει. Για τον λόγο αυτόν τα «εργένικα» τσιτάχ δεν χρονοτριβούν ελέγχοντας τον γύρω χώρο για ενδεχόμενες επιθέσεις αλλά «πέφτουν με τα μούτρα» στην τροφή τους προσπαθώντας να φάνε όσο το δυνατόν περισσότερο προτού κάποιος «κλέφτης» έρθει να την αρπάξει.
Τα θηλυκά που είναι μητέρες ακολουθούν ωστόσο εντελώς διαφορετική στρατηγική, καθώς πρέπει αφενός να εξασφαλίσουν την ασφάλεια των μικρών τους και αφετέρου να τους επιτρέψουν να καταναλώσουν αρκετή τροφή. Αυτό απαιτεί αυξημένη εγρήγορση, καθώς τα μικρά τσιτάχ συνήθως τρώνε αργά επειδή το στόμα τους δεν είναι ακόμη καλά ανεπτυγμένο, ενώ επίσης κάνουν διαλείμματα για να παίξουν. «Αντί για την ταχύτητα, οι μητέρες χρησιμοποιούν την επαγρύπνηση ώστε να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο» εξήγησε η κυρία Χίλμπορν σε δελτίο Τύπου. «Μένουν για πολλή ώρα ακίνητες κοντά στη λεία προτού αρχίσουν να τρώνε, κάνουν παύσεις για να πάρουν αναπνοές και βρίσκονται περισσότερο σε εγρήγορση».
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η συμπεριφορά των γατόπαρδων μετά το κυνήγι μπορεί να επηρεάζεται επίσης από τις συνθήκες που επικρατούν στα εδάφη στα οποία βρίσκονται. Θεωρούν, για παράδειγμα, ότι οι μητέρες τσιτάχ που ζουν στο Διασυνοριακό Πάρκο Κγκαλαγκάντι στην έρημο Καλαχάρι ανάμεσα στη Νότια Αφρική και τη Μποτσουάνα, μπορεί να μην επαγρυπνούν τόσο καθώς στο συγκεκριμένο πάρκο η πυκνότητα των πληθυσμών των λιονταριών είναι τρεις φορές μικρότερη και των στικτών υαινών 100 φορές μικρότερη από ό,τι στο Σερενγκέτι.

HeliosPlus