Τις στρεβλώσεις της ελληνικής γεωργίας, αλλά και τις προοπτικές της, υπό τη σκιά της οικονομικής ύφεσης καταδεικνύει έκθεση του καθηγητή στο Οικονομικό Τμήμα του Σουηδικού Πανεπιστημίου Γεωργικών Επιστημών της Ουψάλα κ. Κώστα Καραντινινή.
Τα στοιχεία που παραθέτει σκιαγραφούν με μελανά χρώματα τον αγροτικό τομέα στη χώρα μας. Οι έλληνες αγρότες δανείζονται σε δυσανάλογα υψηλά επιτόκια συγκριτικά με άλλους τομείς της οικονομίας και άλλα κράτη της ΕΕ. Η κατανομή της ιδιοκτησίας καλλιεργήσιμης γης παρουσιάζει μεγάλη ανισοκατανομή, καθώς κυριαρχούν οι μικρές εκμεταλλεύσεις. Παράλληλα, όπως διαφαίνεται από τη μελέτη, η πολιτική ηγεσία στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης (άλλοτε Γεωργίας) ήταν διαχρονικά ασταθής και αποσυνδεδεμένη από τον ιδιωτικό τομέα και την έρευνα.
Ο ελληνικός αγροτικός τομέας κατατάσσεται στην ένατη θέση μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) ως προς τη συνολική αξία γεωργικής παραγωγής. Εν τούτοις η παραγωγή μειώνεται, ιδιαιτέρως μετά το 2006. Είναι αξιοσημείωτο ότι προτού ακόμη ξεκινήσει η οικονομική ύφεση, η συμβολή της γεωργίας στο ΑΕΠ είχε περιοριστεί στο ένα τρίτο –από 12,6% το 1995 στο 4,1% το 2009.
Τα επόμενα χρόνια, ωστόσο, και όσο η χώρα έμπαινε βαθιά στην κρίση, η συμβολή της γεωργικής παραγωγής της χώρας στο ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε, γεγονός που αποδίδεται στην κατάρρευση της συνολικής εθνικής παραγωγής. Ετσι, παρότι η συνολική αξία των αγροτικών προϊόντων εν γένει βαίνει μειούμενη, ο τομέας έχει παραμείνει σχετικά σταθερός εν μέσω των σοβαρών κραδασμών που επέφερε η ύφεση.
«Αγρότες του κόσμου»
Πάνω από το μισό (51%) της καλλιεργούμενης γης στην Ελλάδα είναι ενοικιαζόμενη, με τη μέση εκμετάλλευση να χωρίζεται σε πέντε αγροτεμάχια και να φθάνει τα 41 στρέμματα. Μάλιστα, οι τιμές μίσθωσης της γης αυξάνονται σχεδόν σταθερά από το 1991.
Σε αντιδιαστολή, γειτονικές χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία κ.λπ.) έχουν τη δυνατότητα να εξάγουν με χαμηλότερο κόστος (εκτός από μικρότερο κόστος γης, έχουν επίσης περιορισμένο εργατικό κόστος). Ετσι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην έκθεσή του ο κ. Καραντινινής, εξάγουν στην Ελλάδα και παραγκωνίζουν βασικά προϊόντα της Ελλάδας στις αγορές της Βόρειας Ευρώπης. Επίσης, «δημιουργείται ένα περιβάλλον που ευνοεί τη μετακίνηση των ελλήνων αγροτών προς το εξωτερικό –μετακίνηση που έχει ξεκινήσει ήδη προς τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και αλλού. Οι συνέπειες αυτής της μετανάστευσης των ελλήνων “αγροτών του κόσμου” δεν έχει ακόμα αναλυθεί ούτε έχει γίνει αντιληπτή επαρκώς» σημειώνει ο ίδιος.
Σύμφωνα με τη μελέτη, σήμερα οι αγοραπωλησίες γης στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές είναι περιορισμένες. «Η χαμηλή –σχεδόν μηδενική –τιμή αυτών των εκτάσεων παρέχει τεράστιες δυνατότητες» υπογραμμίζει ο καθηγητής, παρουσιάζοντας ένα παράδειγμα ολοκληρωμένης ανάπτυξης που συνδυάζει την κάθετη ολοκλήρωση της κτηνοτροφικής παραγωγής με τον οικοτουρισμό στο ορεινό χωριό της Ανάβρας στη Μαγνησία.
Με δεδομένο το χαμηλότερο κόστος παραγωγής στις γειτονικές χώρες, η Ελλάδα, σύμφωνα με τον κ. Καραντινινή, πρέπει να εδραιώσει το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα με προϊόντα υψηλής διαφοροποίησης και ποιότητας.
Οσον αφορά τις μικρές εκμεταλλεύσεις, που συχνά θεωρούνται εμπόδιο για την ανάπτυξη, ο καθηγητής θεωρεί ότι μπορούν να συνεισφέρουν στην ποικιλία και διαφοροποίηση των προϊόντων. Αλλωστε, όπως επισημαίνει, «τα μεγαλύτερα οφέλη στις οικονομίες κλίμακας δεν επιτυγχάνονται κατ’ ανάγκη στο επίπεδο της πρωτογενούς παραγωγής, αλλά κυρίως στους τομείς που προηγούνται ή έπονται της γεωργικής παραγωγής (μεταποίηση, σύστημα εφοδιασμού, διανομής κ.λπ.)».
Οι περισσότερες μικρές εκμεταλλεύσεις (κάτω των 20 στρ.) βρίσκονται σε Δυτική Ελλάδα (51.430 εκμεταλλεύσεις), Στερεά Ελλάδα (36.420), Πελοπόννησο (48.040) και Κρήτη (53.620).
Οι μεγάλες εκμεταλλεύσεις (πάνω από 1.000 στρέμματα) υπολογίζονται σε 320 (0,05%), οι οποίες αποτελούν μόλις το 2,49% του συνόλου της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης.
Δυναμικοί τομείς
Μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ παρατηρήθηκε μείωση παραδοσιακών καλλιεργειών όπως του καπνού και των οπωροφόρων. Με εξαίρεση τα ελαιόδεντρα, οι περισσότερες δενδροκαλλιέργειες μειώθηκαν. Μάλιστα, σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ (2014) οι καλλιέργειες οπωροφόρων δέντρων μειώθηκαν περαιτέρω την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Οι περισσότερες ποσότητες (περί το 70%) του εξαγόμενου ελαιολάδου πωλούνται χύδην προς την Ιταλία, όπου αναμειγνύονται, εμφιαλώνονται και επανεξάγονται. Η παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υψηλό κόστος παραγωγής, κακή υποδομή εμπορίας και εξάρτηση από τη χύδην αγορά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



