Εδώ και δεκαετίες η Ελλάδα και μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού της ζει τον μύθο του Pacta Sunt Servanda. Είμαστε από τα ελάχιστα κράτη στο διεθνές σύστημα –και αυτό δεν είναι υπερβολή –που αντιμετωπίζουμε τον αδυσώπητο διεθνή ανταγωνισμό και τη διεθνοσυστημική αναρχία με τη βεβαιότητα, ή την αφέλεια, ότι «οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται».
Η ελληνική εξωτερική πολιτική εδώ και πολλές δεκαετίες δεν ζει στην πραγματική διεθνή σφαίρα που ο αγώνας για επιβίωση είναι μια καθημερινή υπόθεση και διενεργείται πρωτίστως μέσα από το φάσμα της αυτοβοήθειας και στη συνέχεια μέσω των πετυχημένων επιλογών σύναψης συμμαχικών σχέσεων. Εδώ και δεκαετίες ζούμε εγκλωβισμένοι στον υποκειμενικό και άκρως μη ρεαλιστικό τρόπο που διαβάζουμε τα διεθνή τεκταινόμενα, θυμίζοντας περισσότερο ένα μέτριο επιστημονικό συνέδριο διεθνούς δικαίου και πολύ λιγότερο ένα φυσιολογικό κράτος. Ετσι σήμερα η Ελλάδα, «φυλακισμένη» στη φούσκα της ευτυχίας και του ανείπωτου ιδεαλισμού, μοιάζει με το μικρό παιδί που έχει διαρκώς τα μάτια του βουρκωμένα γιατί δεν πραγματοποιούνται οι υποσχέσεις που λαμβάνει κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται. Ασφαλώς! Στη ρεαλιστική αποτύπωση όμως των διεθνών σχέσεων οι συμφωνίες τηρούνται μόνο όταν το κράτος που τις συνάπτει έχει τη δυνατότητα να προασπίσει το περιεχόμενο αυτών που συμφωνεί. Η αρχή του Pacta Sunt Servanda εμπεριέχει στον πυρήνα της μια δυνητική διάσταση και σε καμία των περιπτώσεων δεν λειτουργεί ως δεσμευτική υποχρέωση. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Οντως στην περίπτωση της Ελλάδας το Pacta Sunt Servanda όσον αφορά τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές δεν έχει ισχύσει από κάποιους ευρωπαίους εταίρους μας, κυρίως από την ομάδα των κρατών που συγκροτούν τη «Νέα Ευρώπη». Ισως γιατί η Ελλάδα είναι η εύκολη αποθήκη ψυχών ελέω γεωγραφικής θέσης, ίσως γιατί η Ελλάδα είναι το εύκολο θύμα ελέω της αφυδάτωσης που έχει προκαλέσει στη χώρα η πολυετής παραμονή της μεταξύ της σφύρας της λιτότητας και του άκμονος της υπερφορολόγησης, οι μετανάστες δεν επαναπροωθούνται προς την Τουρκία, ενώ τα σύνορα προς τον Βορρά πλέον είναι κλειστά.
Θα ζητήσουμε ευθύνες γι’ αυτό από τους εταίρους μας κουνώντας τους το δάχτυλο και θυμίζοντάς τους ότι Pacta Sunt Servanda; Και αν κάποιος ευρωπαίος ηγέτης έχει διαβάσει τον διάλογο των Μηλίων και θυμίσει στην ελληνική πλευρά ότι ο ανίσχυρος υποχωρεί ανάλογα με το μέγεθος της αδυναμίας του; Τότε τι θα απαντήσουμε εμείς; Οτι στο σχολείο δεν διδασκόμαστε τον διάλογο των Μηλίων γιατί δεν συμφωνούμε με τη βάσανο της αριστείας;
Η κρίση του Προσφυγικού που στον πυρήνα του βρισκόμαστε εμείς αφορά την πρωτογενή επιβίωση της Ευρώπης. Απέναντι σε αυτό το μείζον ζήτημα η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί απλώς να υποστηρίζει ότι «οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται». Οφείλει να αναπτύξει μια εθνική στρατηγική ώστε η χώρα μας να μην είναι μέρος του προβλήματος αλλά βασικό συστατικό της λύσης. Πώς; Καταγράφοντας και διαχωρίζοντας πρόσφυγες από παράτυπους μετανάστες, δηλώνοντας αριθμό προσφύγων που η χώρα μας μπορεί να απορροφήσει με αντάλλαγμα ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αναπτυξιακής πολιτικής που θα χρηματοδοτηθεί από την ευρωπαϊκή πολιτική, καταθέτοντας ένα λεπτομερές σχέδιο λειτουργικής αποτροπής της δράσης των λαθρεμπόρων που ξεκινούν από τις τουρκικές ακτές και θα αφορά τη δημιουργία δύο γραμμών έξυπνης άμυνας στο Αιγαίο, η πρώτη με τη FRONTEX και το ΝΑΤΟ και η δεύτερη με ίδιες εθνικές δυνάμεις του Λιμενικού και του Πολεμικού μας Ναυτικού. Η παθητικότητα μας οδηγεί στο αδιέξοδο.
Δυστυχώς χάθηκαν τόσοι πολύτιμοι μήνες εξαιτίας ιδεολογικών συνδρόμων που ουδεμία σχέση έχουν με τον 21ο αιώνα και μιας απραξίας άνευ προηγουμένου της ελληνικής πλευράς. Αλίμονο, πλέον είμαστε εμπρός σε μια ανείπωτη ανθρωπιστική κρίση που μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα στις στενωπούς μιας ασφυκτικής διαδικασίας που θα αρχίσει να θυμίζει ολοένα και περισσότερο Τρίτο Κόσμο και λιγότερο Ευρώπη. Μια κατάσταση που σε καμία των περιπτώσεων δεν μπορούμε να αποφύγουμε επικαλούμενοι το Pacta Sunt Servanda ή απλώς ελπίζοντας σε από μηχανής θεούς. Ηρθε η ώρα που καλούμαστε ως συντεταγμένο κράτος να σχεδιάσουμε τάχιστα και να εφαρμόσουμε μια εθνική στρατηγική που δεν θα βασίζεται σε καλές προθέσεις ή σε φαντασιακά σενάρια αλλά με άρτιο και επιστημονικό τρόπο θα καλείται να διαχειρισθεί την κρίση. Το ζήτημα αφορά την οντολογική μας επιβίωση και δεν επιδέχεται ερασιτεχνισμούς.
Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ