Είναι ίσως από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις επιστημόνων ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, που η πολυμέρεια των ενδιαφερόντων και των επιδόσεών του δεν ζημίωσε στο ελάχιστο τη βεβαιότητα ενός συμπαγούς και ολοκληρωμένου πνευματικά ανθρώπου. Δραστηριοποιημένου όχι μόνο στον χώρο της εκπαίδευσης και της συγγραφής (αναρίθμητα τα κείμενά του, δημοσιευμένα εδώ και δεκαετίες στο «Βήμα της Κυριακής», μα και σεβαστός ο αριθμός των βιβλίων του), αλλά και στον χώρο της κοινωνίας, με οργάνωση ημερίδων, εκδηλώσεων και διεισδυτικών δικών του ομιλιών, μια πολυτάλαντη, αεικίνητη τελικά παρουσία. Θα συμπέραινε κανείς πως η σχέση μαζί του θα έπαιρνε τον χαρακτήρα της επαφής με έναν άνθρωπο πολυάσχολο, δύσκολο, ενδεχομένως απρόσιτο. Σύντομη ή παρατεταμένη η συναναστροφή μαζί του, αποπνέει πάντα τον αέρα μιας βαθιάς ευγένειας και χάρης, που κάνει τον συνομιλητή του να αισθάνεται την επιστήμη της Γλωσσολογίας, όπως τη διακονεί ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, ως τον χώρο μιας ποιητικής, περιπετειώδους συνάντησης δύο ανθρωπίνων ψυχών. Το διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας τη σημερινή συνομιλία μαζί του όπου τον χώρο της εκπαίδευσης και τον τρόπο με τον οποίο αναπολεί ο ίδιος τα περασμένα θα τους αναγνώριζε κανείς εξίσου μαγικούς αλλά και προσβάσιμους με το ίδιο ακριβώς εργαλείο: τις λέξεις στην παρθενική τους αφετηρία. Με ένα επιπλέον κατόρθωμα από πλευράς του, για το οποίο μπορεί να είναι σίγουρος κανείς από σήμερα: το περίφημο «Λεξικό Μπαμπινιώτη» σε αμνημόνευτους μελλοντικά καιρούς να μην επαναφέρει ένα όνομα, αλλά μια ιδιότητα. Δηλαδή η λέξη «Μπαμπινιώτης» να σημαίνει «λεξικό» και όχι ένα όνομα που κάποτε υπήρξε ως μια ένσαρκη παρουσία ανάμεσα σε ανθρώπους.
Κύριε Μπαμπινιώτη, με χαρά θα σας άκουγε κανείς να μιλάτε για τους παππούδες σας. Εχουν πάντα μεγάλο ενδιαφέρον οι συναισθηματικές αναπολήσεις ενός αυστηρού επιστήμονα (γλωσσολόγου στη συγκεκριμένη περίπτωση). «Δυστυχώς ο πατέρας μου παντρεύτηκε μεγάλος τη μητέρα μου και έτσι δεν γνώρισα παππούδες, ούτε από την πλευρά του πατέρα μου ούτε από την πλευρά της μητέρας μου. Εγινα, όμως, εγώ παππούς για να βιώσω αυτό που δεν εβίωσα ως εγγονός. Επομένως, δεν είχα αυτή την τύχη, για την οποία πιστεύω πως όσοι τη διαθέτουν είναι προικισμένοι με μιαν αίσθηση διάρκειας και συνέχειας, πρόκειται για μια μοναδική εμπειρία. Εμπειρία (επιτρέψτε μου, άλλωστε γλωσσολόγος μιλάει) και γλωσσική, γιατί οι αφηγήσεις των παππούδων είναι οι πρώτες και καλύτερες γλωσσικές εμπειρίες των παιδιών και η πρώτη σύνδεσή τους με τη διαχρονικότητα της γλώσσας».
Σίγουρα, όμως, θα διατηρείτε αναμνήσεις από τους γονείς σας. «Ο πατέρας μου ήταν γιατρός, παθολόγος-παιδίατρος. Εκείνη την εποχή οι ειδικότητες δεν ήταν τόσο προχωρημένες ώστε να είναι άλλο η παθολογία και άλλο η παιδιατρική. Ο πατέρας μου ήταν η ενσάρκωση του οικογενειακού γιατρού. Σε μεγάλη πια ηλικία συναντούσα ανθρώπους (αναφέρω μόνο το όνομα του Πέτρου Χάρη, γιατί είναι από τον χώρο των γραμμάτων) που μου εξέφραζαν την αγάπη τους και την ευγνωμοσύνη τους προς τον πατέρα μου, ως άνθρωπο και ως γιατρό. Είχε έντονη την αίσθηση του λειτουργού. Σε μιαν εποχή που δεν υπήρχε γενικότερα οικονομική ευμάρεια στον κόσμο (στον δικό μας, τουλάχιστον, τον αστικό κόσμο), ο πατέρας μου πήγαινε στις οικογένειες που ζούσαν γύρω από την πλατεία Κουμουνδούρου (όπου ήταν το σπίτι μας και, επομένως, η δραστηριότητά του) και από ασθενείς που βρίσκονταν σε οικονομική ανάγκη, όχι μονάχα δεν έπαιρνε χρήματα, αλλά τους άφηνε και χρήματα και φάρμακα. Μια αντίστοιχη εμπειρία διατηρώ από τον Δημήτρη Μυράτ. Είχε τραυματιστεί στο Μέτωπο και είχε έρθει στην Αθήνα, αλλά ήθελαν να τον στείλουν πάλι πίσω και, τότε, πήρε ο πατέρας μου, ως επίατρος, την ευθύνη και τον βοήθησε να μείνει εδώ. Μου το διηγιόταν με πάθος ο Μυράτ ύστερα από χρόνια και μου έλεγε ότι ο πατέρας μου του είχε σώσει τη ζωή. Μαζί με τη γερή επιστημονική του συγκρότηση, ο πατέρας μου είχε και μιαν αγαθότητα ψυχής. Η μητέρα μου πάλι (που πέθανε σε ηλικία 101 χρόνων) υπήρξε μια δραστήρια γυναίκα, με πρωτοβουλίες, με δύναμη. Οικοδέσποινα με την παλιά έννοια, διοργάνωνε θαυμάσιες γιορτές και έζησε πάντοτε με ενδιαφέρον για όλους μας, παιδιά και εγγόνια».
Περισσότερο θα μπορούσε να σας φανταστεί κανείς ως ένα παιδί του διαβάσματος, της μελέτης, παρά ως ένα παιδί ζωηρό, άτακτο. Τι από τα δύο υπήρξατε; «Χονδρικά, θα έλεγα ότι υπήρξα το αντίθετο από ό,τι φαίνομαι. Υπήρξα, δηλαδή, ένα παιδί ζωηρό, κοινωνικό, πολύ δραστήριο, το οποίο έδρασε “πετροπολεμικώς”. Εχω συμμετάσχει σε όλη την κοινωνική διαδικασία και δραστηριότητα των κατοχικών παιδιών. Τα παιδιά της εποχής εκείνης, με έντονες τις εμπειρίες από τη γερμανική Κατοχή και τον Εμφύλιο, συνεχίζανε, άθελά τους, μια κατάσταση αναμέτρησης και ενός ψευτοπολέμου. Στις γειτονιές μας, γύρω από την πλατεία Κουμουνδούρου, υπήρχαν οι ομάδες που αναμετρούνταν σε πετροπόλεμο και σε αψιμαχίες εκ του σύνεγγυς, με δήθεν ξύλινα σπαθιά, αλλά, καμιά φορά, και με υπολείμματα από γερμανικά κράνη και άλλα εφευρήματα της παιδικής φαντασίας. Αναμετριόταν η ομάδα της οδού Ακαδήμου (στην οποία ανήκα ως ηγετικό στέλεχος) με την ομάδα της οδού Θερμοπυλών. Υπήρχε μια σχέση που δεν θα τη χαρακτήριζα σχέση βίας, ήταν περισσότερο μια ανταλλαγή βολής από πέτρες (καμιά φορά ερχόμαστε και στα χέρια), αλλά με έναν τρόπο που θα έλεγα ότι είχε μιαν απαλή αγριότητα. Δεν υπήρχε, δηλαδή, το στοιχείο τού να πλήξεις και να εξουθενώσεις τον άλλον, αλλά να του επιδείξεις τη δύναμη που διέθετε ο δικός σου ο χώρος, όχι, μάλιστα, ο ατομικός, αλλά ο χώρος της γειτονιάς σου».
Εντυπωσιάζεται πραγματικά κανείς, ώστε ανυπομονεί να σας ακούσει για την εξέλιξή σας στα «ώριμα» παιδικά χρόνια. «Μεγαλώνοντας, αρχίζω να στρέφομαι σε πιο απαιτητικά πράγματα. Στο γυμνάσιο, γίνομαι εκδότης της εφημερίδας “Μαθητικόν Σάλπισμα”. Τρέχω στα τυπογραφεία να τυπώσω την εφημερίδα, μπαίνω στην εκδοτική διαδικασία αισθανόμενος σεβασμό για τους τυπογράφους, καθώς “παίζουν” με τα δάχτυλά τους τα τυπογραφικά στοιχεία και στοιχειοθετούν με πάθος μια μαθητική εφημερίδα, γεγονός που έδινε και σε εμάς κάποιαν υπόσταση. Υπήρχαν, όμως, και άλλες πνευματικές εμπειρίες όπως, παρά τη ζωηράδα μας, το κατηχητικό. Πρόκειται για μια περίοδο αντιφάσεων, με τις συγκρούσεις που ανέφερα από τη μία, και με το κατηχητικό από την άλλη. Παρακολουθώ το Κατηχητικό του Αγίου Κωνσταντίνου, που το αναφέρω πάντοτε, γιατί σφράγισε ένα κομμάτι της ζωής μου. Η σχέση μου, μάλιστα, αυτή σφραγίστηκε από την παρακολούθηση και τη γνωριμία ενός κατηχητή που, νέος, ξανθός, ζωηρός, διαλεκτικός, ξύπνιος, μας έκανε να προβληματιζόμαστε για θέματα ενός υψηλού επιπέδου, που θίγονταν με έναν προεπιστημονικό τρόπο. Εμείς ήμασταν ανάμεσα στα 15 με 17 και κατηχητής ήταν ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος, ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας».
Ποια είναι τα πρώτα βιβλία που διαβάσατε; «Τα πρώτα βιβλία που διάβασα ήταν μεταφράσεις των έργων του Ιουλίου Βερν. Παράλληλα με τον Βερν και τον “Κόμητα Μοντεχρήστο”, μου έδωσαν να διαβάσω παραμύθια που μου άρεσαν πάρα πολύ, αν και δεν θυμάμαι αυτούς που τα είχανε γράψει. Αργότερα ανακάλυψα την τέχνη του παραμυθιού χάρη στην έκδοση παραμυθιών του καθηγητού μου στο πανεπιστήμιο, του Γεωργίου Μέγα. Από τότε με τράβηξαν η αφήγηση, το παραμύθι, ο μαγικός του κόσμος, που ήταν ο ελληνικός κόσμος, σε σχέση με τις διηγήσεις του Ιουλίου Βερν ή με τις περιπέτειες του Κόμητος Μοντεχρήστου. Και, βεβαίως, αυτό που σφράγισε τη ζωή μας, αργότερα, γιατί έμπαινε μαζί τους η εικόνα, ήταν τα “Κλασικά εικονογραφημένα”. Για να πω την αλήθεια, είχα περισσότερη επαφή με την ποίηση από ό,τι με την πεζογραφία. Απολάμβανα τον Παλαμά (που υπήρχε ήδη στα σχολικά βιβλία), αλλά και κάποια άλλα βιβλία ποίησης που είχε ο πατέρας σπίτι μας. Με τραβούσε, ίσως, η ποίηση, γιατί είχε μεγαλύτερη συναισθηματική και βιωματική απήχηση. Ταυτόχρονα σχεδόν διάβασα τον Καζαντζάκη, τον Καρκαβίτσα (που στάθηκε μια αποκάλυψη για μένα), αλλά δεν έμεινα πολύ στην πεζογραφία. Αργότερα ανακάλυψα τον Ξενόπουλο, που μου άρεσε για το δικό του ύφος. Αν, πάντως, με επηρέασε κάποιος, αυτός ήταν ο Καζαντζάκης, γιατί έθετε προβλήματα κοινωνικά και υπαρξιακά».
Αναφερθήκατε στα παιδικά σας χρόνια, χωρίς να μιλήσετε για τα σχολικά σας χρόνια. Θυμάστε τους δασκάλους σας; «Ξεκίνησα στο Δημοτικό της πλατείας Κουμουνδούρου, για να περάσω αργότερα στο Δημοτικό της πλατείας Θεάτρου. Είμαι γέννημα θρέμμα του πιο σκληρού κέντρου της Αθήνας. Το κέντρο όμως εκείνης της εποχής δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή κατάσταση. Η πλατεία Κουμουνδούρου ήταν μια αστική ή, μάλλον, μικροαστική περιοχή, με το Μεταξουργείο να φωτίζει, πιο κάτω το Γκάζι, πιο πάνω την Ομόνοια, πιο πέρα το Θησείο. Κατόπιν τούτου, εμείς είχαμε μια βιωματική σχέση με τα αρχαία. Απέναντι από την Ακρόπολη (εκεί που είναι ο “Διόνυσος” σήμερα), υπήρχε μια χαράδρα με μια ξύλινη γέφυρα, χώροι ονειρώδεις για την παιδική φαντασία. Εκεί παίζαμε μπάλα και, στη συνέχεια, ανεβαίναμε στην Πνύκα ή στην Ακρόπολη και καθόμασταν. Είναι σπουδαίο, ως παιδί, να κάθεσαι απέναντι από τον Παρθενώνα, χωρίς να σε έχει πάει ο γονιός ή ο δάσκαλος, ή να περπατάς στη Στοά του Αττάλου και να ζεις τα αρχαία. Να βλέπεις, δηλαδή, μια κολόνα, ή μιαν επιγραφή, που δεν μπορείς βέβαια να διαβάσεις, αλλά σε κάνει να αισθάνεσαι τη συνέχεια, ότι όλοι αυτοί εδώ ήταν οι πριν από σένα».
Ακούμε με πολύ ενδιαφέρον να μας περιγράφετε τον περιβάλλοντα χώρο των σχολικών σας χρόνων, δεν μας έχετε μιλήσει, όμως, ακόμη για τους δασκάλους σας. «Στο δημοτικό σχολείο δέσποζε μια φυσιογνωμία εκπαιδευτικού, ο δάσκαλος Ευαγγελάτος, που έψελνε τις Κυριακές στην εκκλησία, στο Μοναστηράκι. Ηταν ένα τετράγωνο μυαλό, με ωραιότατα ελληνικά, με συγκρότηση και ήθος, αλλά και μιαν αυστηρότητα. Ετσι και κουνούσε το χέρι του, τελειώνανε όλα. Σε ενέπνεε, κυρίως, με την εμφάνιση και τη διδασκαλία του, αν και έπεφτε και το σχετικό ξύλο. Αυτός ο δάσκαλος με σφράγισε, καθώς με έκανε να αγαπήσω την ελληνική γλώσσα και να συνδεθώ με τον αρχαίο κόσμο. Περνώντας στο γυμνάσιο, πήγα στο περίφημο 9ο Γυμνάσιο. Είχα την τύχη το γυμνάσιο αυτό να διαθέτει μεγάλους δασκάλους, λειτουργούς θα έπρεπε καλύτερα να πω. Είχαμε και γραφικές φιγούρες, όπως ήταν ο γυμνασιάρχης Κίτσιος, που (επειδή ανήκε στον χώρο της Ακροδεξιάς) τον ακολουθούσαν μπράβοι, μαθητές, δηλαδή, των μεγάλων τάξεων που είχανε περίστροφα. Εμπειρίες που, αν τις περιγράψεις σήμερα, μόνο με αμερικανικά γουέστερν μπορείς να τις παρομοιάσεις. Τον Κίτσιο διαδέχτηκε ο γυμνασιάρχης Μιχαλόπουλος, μια πραγματικά πνευματική φυσιογνωμία. Ενας γερός φιλόλογος, με ιδιαίτερη επίδοση στην αρχαία τραγωδία. Αλλοι καθηγητές στο γυμνάσιο αυτό: ο Φαλιέρης (μέγας φιλόλογος), ο Γρηγορόπουλος (μέγας, επίσης, φιλόλογος), ένας γλυκύτατος άνθρωπος, με κομμένα και τα δυο του πόδια στον ελληνοϊταλικό πόλεμο (τον γιο του τον συνάντησα φαρμακοποιό στην Αυστραλία). Μας απήγγειλλε Σικελιανό και Παλαμά και ενώ είχε τελειώσει το μάθημα στις 2 το μεσημέρι, εμείς καθόμασταν ως τις 3 και τις 4 και τον ακούγαμε. Αλλος καθηγητής, ο Παπακυριακόπουλος, σκληρός, αλλά γερός στη σύνταξη, μάθαινες συντακτικό. Ο Χονδρογιάννης, γερός στη γραμματική, στο κείμενο, μεγάλος φιλόλογος. Στα Θρησκευτικά, ο Αναστασιάδης, ο οποίος δεν ήθελε αντιρρήσεις επί θρησκευτικών θεμάτων, τις αιρέσεις τις έλυε διά ροπάλου. Οταν δεν ήξερες έναν ύμνο, ή έλεγες κάτι αντίθετο, ή δεν είχες πάει στην εκκλησία, έπεφτε χαστούκι. Στο μάθημα της Φυσικής, ένας Καρυώτης, ένας λαϊκός τύπος, ο οποίος έπαιρνε το πείραμα και σου το εξηγούσε με αναφορές στο μπακάλικο ή σε πράγματα της καθημερινής ζωής. Επαιρνε τις πιο δύσκολες έννοιες και τις έκανε πολύ απλές, ώστε να τις καταλάβεις. Εμάς τα παιδιά, μέσα από την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τη στέρηση, τη συμφιλίωση με τον θάνατο, καθώς βλέπαμε τον άλλο να πεθαίνει είτε από πείνα είτε γιατί είχε σκοτωθεί, όλα αυτά μας ωριμάσανε πάρα πολύ νωρίς».
Ποια είναι τα γεγονότα, τα βιώματα, που αισθάνεστε να σας έχουν σφραγίσει ως παιδί; «Το να μπαίνει ένας Γερμανός με αυτόματο στις 2 την νύχτα στο σπίτι μας (εκεί συνειδητοποίησα την έννοια της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου), την περίοδο της Κατοχής, μαζί με έναν Ελληνα (από εκείνους που συνεργάζονταν μαζί τους), γιατί το φως, υποτίθεται, δεν ήταν καλά κλεισμένο. Στην πραγματικότητα, όμως, για να πάρει ο Ελληνας, μ’ αυτόν τον εκβιασμό, τα δύο εναπομείναντα δαχτυλίδια της μάνας μου. Ωσπου να καταλάβουμε (να καταλάβουν οι γονείς μου, βέβαια) ότι επρόκειτο απλώς για εκβιασμό, υποθέσανε ότι θα παίρνανε τον πατέρα μου (όπως είχανε τα πράγματα τότε), επειδή βοηθούσαμε κάποιους φίλους Εβραίους. Μια άλλη εμπειρία ήταν όταν ήρθε ο πατέρας μου με δύο τενεκέδες λάδι, έχοντας πουλήσει ένα σπίτι που είχαμε στον Βοτανικό. Τους τενεκέδες τούς είχε σκεπάσει, γιατί, άμα σε βλέπανε με λάδι, θα σε σκοτώνανε, κι έτσι ζήσαμε ένα μεγάλο διάστημα με το λάδι αυτό».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



