Βερολίνο, Ανταπόκριση
Είχε καιρό να φανεί στη Γερμανία, ο «αμερικανικός δάκτυλος». Τώρα όμως χώνεται όλο και βαθύτερα στη διένεξη της Αθήνας με το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες. Η τελευταία παρέμβασή του έγινε την Τετάρτη στη «δεξαμενή σκέψης» brookings από τον Τζακ Λιού. Σε αυτήν, ο αμερικανός υπουργός οικονομικών «έδειξε» στους ευρωπαίους δανειστές, ότι πρέπει να ξαναρχίσουν τις διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση με απαρέγκλιτο στόχο την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Η διαφορά μεταξύ τους, είπε, έγκειται πλέον μόνο σε λίγα δισεκατομμύρια ευρώ – άρα μια συμφωνία θα ήταν εύκολη. Σε αντίθετη περίπτωση θα προέκυπτε το grexit, η έξοδος της Ελλάδας από τη νομισματική ένωση, που θα ήταν πανάκριβη για τους πάντες. «Το ρίσκο ανέρχεται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ» είπε.
Το κίνητρο του κ.Λιου, σύμφωνα με τους γερμανούς αναλυτές: Το grexit θα μπορούσε να προκαλέσει αναστάτωση στις παγκόσμιες αγορές, κάτι που θα πλήρωνε ακριβά και η αμερικανική οικονομία. Εξ ου και η διαπίστωσή του, ότι οι Ευρωπαίοι φέρονται ανεύθυνα έναντι της Ελλάδας. Η χρυσή τομή γι αυτόν: Ένας συμβιβασμός, στον οποίο θα πρέπει να συνεισφέρει πολλά και η Αθήνα – πάντα όμως με την προοπτική της παραμονής της στην ευρωζώνη.
Είχε προηγηθεί, την περασμένη Τρίτη, ένας «μακρύτερος δάκτυλος»: Μια τηλεφωνική επαφή του Μπαράκ Ομπάμα με την Άνγκελα Μέρκελ. Το μήνυμά του: Θα πρέπει να επιτραπεί στην Ελλάδα «να ξαναρχίσει τις μεταρρυθμίσεις, να επανέλθει στην ανάπτυξη και να εξασφαλίσει ένα βιώσιμο χρέος εντός της ευρωζώνης». Κι αυτή η πίεση, όπως λέγεται στο Βερολίνο, αυξάνει καθημερινά σε διπλωματικό επίπεδο ενώπιον της κρίσιμης συνόδου κορυφής την ερχόμενη Κυριακή στις Βρυξέλλες.
Παράλληλα εντείνεται και στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης η εκστρατεία κατά της «άκαμπτης» στάσης των ευρωπαίων δανειστών. Πολλά από αυτά υπενθυμίζουν, ότι σχετικά με το χρέος η Γερμανία αρνείται σήμερα στην Ελλάδα εκείνο που πήρε η ίδια το 1953: ένα γενναίο «κούρεμα» ύψους 60%. Προς το σκοπό αυτό χρησιμοποιείται τόσο η συνηγορία της προέδρου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ υπέρ της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, όσο και η πρόταση μιας ομάδας διάσημων οικονομολόγων, μεταξύ των οποίων ο γάλλος Τομά Πικετί, υπέρ της σύγκλησης μιας διάσκεψης κορυφής για τον διακανονισμό των ευρωπαϊκών χρεών.
Όμως δεν χρειάζονται τέτοιες υπερατλαντικές παρεμβάσεις για να αναστατώσουν το Βερολίνο. Ήδη ένα «τοπικό» (ευρωπαϊκό) γεγονός, ή νίκη του «Όχι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου στην Ελλάδα, φτάνει για να κάνει «σμπαράλια» τα νεύρα των κυβερνητικών κομμάτων, των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών.
Στους Χριστιανοδημοκράτες αυξάνει η οργή και η αντίσταση εναντίον της πολιτικής της «ενδοτικότητας», όπως λέγεται, της καγκελαρίου έναντι της Αθήνας. Οι στατιστικές δείχνουν, ότι ενώ στο πρώτο πακέτο βοήθειας «μάρκας Μέρκελ» για την Ελλάδα, που ψηφίστηκε το Μάιο του 2010, οι «αντιφρονούντες» ήταν μόλις 4, στο τελευταίο, που παρατάθηκε κατά τέσσερις μήνες τον περασμένο Φεβρουάριο, εκείνοι ήταν 29. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν άλλοι 100, που δήλωσαν τότε γραπτώς, ότι δεν πρόκειται να ξαναπούν «Ναι» σε βοήθεια για την Ελλάδα. Ο αριθμός αυτός, σύμφωνα με αναλυτές, έχει αυξηθεί σημαντικά από τότε. Επόμενο έτσι, ότι η κ.Μέρκελ δεν θα έφερνε στη Βουλή μια συμφωνία προς ψήφιση, που δεν θα υποβάλει την Ελλάδα σε δρακόντειους όρους και θα ικανοποιεί έτσι τους βουλευτές της. Διαφορετικά, θα έπαιζε κορώνα-γράμμα την καγκελαρία της.
Στους Σοσιαλδημοκράτες, πάλι, όχι λίγοι βουλευτές κατηγορούν τον πρόεδρο του κόμματος και αντικαγκελάριο Σίγκμαρ Γκάμπριελ όχι για ενδοτικότητα, αλλά, αντίθετα, για υπερβολική σκληρότητα. Η δήλωσή του της περασμένης Κυριακής, ότι το «όχι» στο δημοψήφισμα έκοψε όλες τις γέφυρες συνεννόησης μεταξύ Αθήνας και δανειστών, προκάλεσε την εξέγερση της αριστερής πτέρυγας τους. Ο κ.Γκάμπριελ αναγκάστηκε να ανακαλέσει, ταυτόχρονα επιμένει όμως στην σκληρή ρητορική (πολύ σκληρότερη και από εκείνη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε) έναντι του Αλέξη Τσίπρα. Και αυτό επιτείνει την αναταραχή στο εσωτερικό του SPD.
Επόμενο έτσι, τα κυβερνητικά κόμματα και η κυβέρνηση να περνούν σε αντεπιθέσεις αντιπερισπασμού, για να καλύψουν τις εσωτερικές τους έριδες και ταυτόχρονα να αυξήσουν την πίεση προς την Αθήνα. Προς το σκοπό αυτό προβάλουν τώρα νέα θέματα για την περίπτωση που οι ύστατες διαπραγματεύσεις μέχρι την Κυριακή ναυαγήσουν και η χώρα κηρυχθεί έκπτωτη από την ιδιότητα του μέλους της ευρωζώνης.
Ένα από αυτά είναι η συνομολόγηση ενός συμβολαίου με την Ελλάδα που θα καλύψει και νομικά την έξοδό της από τον ευρωχώρο, ενώ παράλληλα θα συνοδεύεται από «γενναιόδωρη» οικονομική αποζημίωση. Το συμβόλαιο θεωρείται απαραίτητο, επειδή οι ευρωπαϊκές συνθήκες δεν προβλέπουν καθόλου την εθελούσια, ή αναγκαστική έξοδο από την ευρωζώνη.
Το πιο «τρανταχτό» θέμα είναι όμως η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στη χώρα. Συγκεκριμένα δεν υπάρχουν βέβαια ακόμα – ούτε καν σε επίπεδο αποστολής φαρμάκων. Τα νεφελώδη λόγια όμως περισσεύουν: «Παρακολουθούμε επακριβώς την κατάσταση στην Ελλάδα για να διαπιστώσουμε που και σε ποιους πρέπει να παρασχεθεί τέτοια βοήθεια» λέει η αναπληρώτρια κυβερνητικού εκπροσώπου Κριστίνα Βιρτς. Προς το παρόν βέβαια, προσθέτει, δεν είναι ανάγκη να δίνεται η εντύπωση ότι η βοήθεια αυτή θα είναι πολύ μεγάλη.
Αρμόδιο για την ίδια βοήθεια, προσθέτει η εκπρόσωπος του υπουργείου εξωτερικών Σάβσαν Σέμπλι, είναι το δικό της υπουργείο. Αυτό παρέχει ήδη χρηματική βοήθεια στην Ελλάδα (πρόσφατα 500000 ευρώ μέσω της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες) που θα μπορούσε εν ανάγκη να αυξηθεί κατά πολύ – πάντα ωστόσο σε συνεργασία με τους άλλους ευρωπαίους εταίρους.
Πολύ πιο συγκεκριμένες είναι οι σχετικές αναφορές στα μέσα ενημέρωσης, τα οποία συνεχίζουν να περιγράφουν με όλο και ζοφερότερα χρώματα την κατάσταση του ελληνικού πληθυσμού σε περίπτωση – από τη Δευτέρα ήδη! – μιας επίσημης χρεοκοπίας.
Το ότι η ανθρωπιστική βοήθεια θα είναι η συνέπεια μιας ανθρωπιστικής καταστροφής, που έχουν προκαλέσει οι δανειστές, είναι προφανώς εκτός του οπτικού τους πεδίου. Οι δανειστές προετοιμάζονται να εμφανιστούν ως μεγάλοι ανθρωπιστές – και τα μέσα ενημέρωσης κάνουν πως δεν το βλέπουν. Ή, ακόμα χειρότερα γι αυτά, το βλέπουν, αλλά δεν το καταλαβαίνουν.



