Aνταπόκριση – Βερολίνο
Πρεμιέρα στο Βερολίνο: Η αίθουσα, στην οποία δίνει συνεντεύξεις ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Σάιμπερτ, που στην αρχή κάθε χρόνου είναι άδεια, ήταν σήμερα κατάμεστη με κοινό. Οι πληροφορίες περί εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, ώθησαν πολλούς ντόπιους και ξένους δημοσιογράφους να επισπεύσουν την επιστροφή τους στη γερμανική πρωτεύουσα. Το βασικό ερώτημα που έθεταν ήταν: Ερωτοτροπεί όντως η γερμανική κυβέρνηση με το «grexit», την έξωση της Ελλάδας από το ευρώ, σε περίπτωση που από τα τέλη Ιανουαρίου αναλάβει τα κυβερνητικά ηνία ο ΣΥΡΙΖΑ;
Η απάντηση ήταν, εκ πρώτης όψεως, σαφής: «H γραμμή ήταν από την αρχή να σταθεροποιήσουμε και να ισχυροποιήσουμε την Ευρωζώνη με όλα τα μέλη της, φυσικά συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας» είπε ο κ.Σάιμπερτ. «Σ΄ αυτό δεν έχει αλλάξει τίποτα».
Παράλληλα τόνισε ότι η βοήθεια που δίνεται στην Ελλάδα αποδίδει καρπούς, αλλά ότι δεν είναι χωρίς όρους. «Οι εταίροι φάνηκαν αλληλέγγυοι με την Ελλάδα» είπε. «Η ευρωζώνη διαπίστωσε πριν τα Χριστούγεννα ότι η Ελλάδα έκανε σημαντικά βήματα προόδου. Εμφανές δείγμα είναι το πρωτογενές πλεόνασμα της προηγούμενης χρονιάς. Η δημοσιονομική κατάσταση έχει βελτιωθεί, το εμπορικό ισοζύγιο επίσης. Οι ευρωπαίοι εταίροι επιμήκυναν επί μακρόν την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους. Αλλά και οι υποχρεώσεις της Ελλάδας είναι μακροπρόθεσμες και ξεπερνούν τα χρονικά όρια αυτής της κοινοβουλευτικής περιόδου».
Σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, ο ίδιος δήλωσε, ότι συνεχίζει να ισχύει η ρήση της Άνγκελα Μέρκελ: «Πέφτει το ευρώ, πέφτει και η Ευρώπη», και ότι η ισχύς του ευρώ είναι αδιαίρετη για όλες τις χώρες της ευρωζώνης.
Ταυτόχρονα τόνισε, ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν θα αναμιχθεί στον προεκλογικό αγώνα στην Ελλάδα. «Η Ευρώπη είναι χώρος δημοκρατίας» είπε. Το Βερολίνο θα αναγνωρίσει κάθε κυβέρνηση που θα προέλθει από δημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες.
Και το σαββατιάτικο δημοσίευμα του «Spiegel» , στο οποίο γινόταν λόγος για «κοπερνίκεια» στροφή της γερμανικής κυβέρνησης υπέρ του grexit; Το διαψεύδει, ή το επιβεβαιώνει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος; Αυτό είναι δημοσίευμα του τύπου, «που δεν το σχολιάζουμε» ήταν η απάντησή του.
Αυτή ακριβώς η άρνησή του, να απαντήσει σαφώς και σε αυτό το ερώτημα, άφηνε ένα κατάλοιπο απορίας και αμφιβολίας στην αίθουσα και έκανε του τους δημοσιογράφους να επανέρχονται συνεχώς – αν και χωρίς επιτυχία – στο θέμα.
Έμπειρος γερμανός διπλωμάτης, που θέλει να μείνει ανώνυμος, εκτιμούσε σήμερα ότι η «υπεκφυγή» του κ.Σάιμπερτ δεν είναι τυχαία.
Το Βερολίνο, έλεγε, παίζει σε τρία ταμπλό. Το πρώτο είναι εκείνο της απροσχημάτιστης απειλής, όπως εκείνη του grexit, που εκτοξεύει όμως αποκλειστικά μέσω επιλεγμένων μέσων ενημέρωσης, όπως το «Spiegel» – χωρίς να «λερώνει» καθόλου τα χέρια του και χωρίς να εκτίθεται έτσι στην κατηγορία της ανάμιξης στον προεκλογικό αγώνα στην Ελλάδα. Το δεύτερο είναι η πολιτικά και νομικά κατοχυρωμένη απειλή για κυρώσεις εναντίον μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που θα αθετούσε τις ήδη συνομολογημένες υποχρεώσεις – κάτι που επηρεάζει αναπόφευκτα και τον προεκλογικό αγώνα. Και το τρίτο είναι οι δηλώσεις διάφορων παραγόντων του κυβερνητικού συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών (κυρίως Χριστιανοδημοκρατών), που απειλούν απροσχημάτιστα με το grexit ως απότοκο της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς όμως να μιλούν στο όνομα της κυβέρνησης.
Συνολικά, συμπέραινε, είναι προφανώς ειλικρινής η διαβεβαίωση του κ.Σάιμπερτ, ότι το Βερολίνο δεν έχει αλλάξει στάση και ότι επιμένει στο «αδιαίρετο της ευρωζώνης». Σε αυτό συμφωνούν εξάλλου αναπάντεχα και τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, από τη «Welt» και την «FAZ» έως και τον ίδιο τον «Spiegel», τα οποία, ενώ τις δυο τελευταίες ημέρες εξήγγειλαν την έλευση του grexit, τώρα, κάνοντας στροφή 180 μοιρών, δημοσιεύουν σχόλια, τα οποία διακηρύττουν το αδύνατο της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, επειδή αυτή θα έβαζε σε κίνδυνο ολόκληρη την ευρωζώνη.
Η αναβίωση της απειλής του grexit, πρόσθετε, έχει σύντομη ημερομηνία λήξης και είναι μέρος ενός «ψυχολογικού πολέμου», που εξηγείται τόσο από την εύλογη φροντίδα της γερμανικής κυβέρνησης να μην «χάσει» τα δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ που έχει επενδύσει στην Ελλάδα, όσο και από το γενικότερο καθεστώς της χρηματιστικής εξάρτησης της Ελλάδας, που επιτρέπει μια «ενισχυμένη» ανάμιξη των δανειστών στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις της.



