Σ’ έναν πολιτισμό τού γραπτού λόγου, όπως είναι ο σύγχρονος πολιτισμός που επιδιώκει τη διάδοση τής πληροφορίας σε ευρύτατα πληθυσμικά στρώματα, ο προφορικός λόγος τείνει όλο και περισσότερο να συρρικνωθεί. Το ίδιο έχει συμβεί και στο ελληνικό σχολείο. Διδάσκεται, κυρίως και στην πράξη, ο γραπτός λόγος με έμφαση στη σύνταξη γραπτών κειμένων (πβ. εκθέσεις ιδεών, διαγωνίσματα, εργασίες κ.λπ.). Ο μαθητής ασκείται, κρίνεται και αξιολογείται από τα γραπτά του. Σ’ αυτό, βεβαίως, έχουν συμβάλει και η διατηρησιμότητα και αποδεικτικότητα τού γραπτού κειμένου, σε σύγκριση με τα «έπεα πτερόεντα», με την προσωρινότητα τού προφορικού λόγου. Αποτέλεσμα: τα παιδιά μας δεν ασκούνται στην παραγωγή συγκροτημένου προφορικού λόγου, ενώ υποσυνείδητα υποτιμούν την αξία του (σε σύγκριση πάντοτε προς την «αίγλη» και το κύρος τού γραπτού λόγου). Φυσικά, θα ήμουν ο τελευταίος που θα αμφισβητούσα την ανάγκη, το κύρος και την επικοινωνιακή βαρύτητα τού γραπτού λόγου. Αυτό που υποστηρίζω είναι ότι χρειάζεται μια άλλη στάση απέναντι στον προφορικό λόγο και μια συστηματική καλλιέργειά του τόσο στον χώρο τής σχολικής εκπαίδευσης όσο και στον τρόπο τής σκέψης μας.
Στην αρχαιότητα και στο πολίτευμα τής άμεσης δημοκρατίας ο ενεργός ρόλος τού πολίτη στα κοινά τού επέβαλλε να ασκείται στην πράξη –αλλά και θεωρητικά με τους ρητοροδιδασκάλους –στον προφορικό λόγο, ασκώντας διάφορα αξιώματα για τα οποία έπρεπε να λογοδοτήσει (απολογία) στα συλλογικά όργανα ή υποχρεούμενος να υπερασπίσει τον εαυτό του στα δικαστήρια. Σιγά-σιγά, περνώντας στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και την ισχνή συμμετοχή τού πολίτη στα διάφορα συλλογικά όργανα, ο ρόλος τού προφορικού λόγου περιορίστηκε, με τον γραπτό λόγο να κυριαρχεί στην ευρύτερη και επίσημη μορφή επικοινωνίας. Ετσι, ατόνησε βαθμηδόν το ενδιαφέρον για τον προφορικό λόγο, πράγμα που σταδιακά ίσχυσε και στη σχολική εκπαίδευση.
Ηδη, όμως, γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή η υστέρηση στην ικανότητα παραγωγής προφορικού λόγου και υπάρχει μια γενικότερη τάση ενίσχυσής του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διδασκαλία τής Ρητορικής σε πολλά ξένα πανεπιστήμια και η διευρυνόμενη διεξαγωγή ποικίλων μορφών ρητορικών αγώνων. Ωστόσο, αυτό που μπορεί μακροπρόθεσμα να αποδώσει καρπούς είναι η άσκηση τής αγωγής προφορικού λόγου μέσα στο σχολείο, στο πλαίσιο τού μαθήματος τής γλώσσας. Η καθιέρωση διαλόγων μέσα στην τάξη με θέματα από τη διδασκόμενη ύλη, με τη συμμετοχή περισσοτέρων μαθητών κατά ομάδες και με προδιαγραφές ορθής διεξαγωγής διαλόγου μπορεί να κάνει τους μαθητές να αγαπήσουν τον προφορικό λόγο. Ετσι, θα καλλιεργήσουν την ικανότητά τους για δημιουργικό προφορικό λόγο, ήτοι λόγο με χρήση επιχειρημάτων – αντεπιχειρημάτων, με επιδίωξη πειθούς, προπάντων με ήθος λόγου (προσοχή στα λεγόμενα τού συνομιλητή, μη παρερμηνείας των λεγομένων του, μη διακοπής τού συνομιλητή, αποδοχής ορθών απόψεων, αξιοποίησης ιδεών, προτάσεων και πληροφοριών από πλευράς τού συνομιλητή).
Παράλληλα με τον διάλογο είναι καλό στο πλαίσιο τής αγωγής τού λόγου να ασκούνται οι μαθητές και στην παραγωγή ατομικού λόγου, προσχεδιασμένου και αυθόρμητου. Είναι αυτή μια άλλη γλωσσική διαδικασία για την ανάπτυξη στρατηγικής και τακτικών επικοινωνίας που περιλαμβάνουν επίσης τη χρήση επιχειρημάτων, την αντίκρουση πιθανών αντεπιχειρημάτων, την πειθώ και το γλωσσικό ήθος ως προς την αλήθεια των λεγομένων, αλλά και την αναγνώριση τής αλήθειας που ενυπάρχει σε αντίθετες θέσεις.
Μια ακόμη γλωσσική διαδικασία αγωγής τού προφορικού λόγου είναι η νοηματική ανάγνωση κειμένων. Πρόκειται για την άσκηση στην απόδοση ενός κειμένου σύμφωνα με «τις οδηγίες» τής στίξης τού κειμένου από τον συντάκτη του ως προς τις μικρές ή μεγάλες παύσεις (κόμματα, τελείες, άνω τελείες) και ως προς τον σχολιασμό τού κειμένου (θαυμαστικό, αποσιωπητικά, λέξεις εντός παρενθέσεων κ.λπ.).
Ειδικότερα σε σχέση με τη γλώσσα όλες αυτές οι μορφές αγωγής τού προφορικού λόγου αποτελούν αναντικατάστατη άσκηση τής γλωσσικής και μαζί τής νοητικής ικανότητας τού μαθητή, αφού απαιτούν υψηλή δηλωτικότητα, νοηματική και γλωσσική αλληλουχία, ποιοτική και αποτελεσματική επικοινωνία. Αυτό δεν γίνεται παρά μόνο με κατάλληλες επιλογές που προσφέρει η γλώσσα σε όλα τα επίπεδά της: λεξιλογικό/σημασιολογικό, γραμματικό και συντακτικό. Γίνεται με την αξιοποίηση καθαρώς γλωσσικών συστατικών και μηχανισμών που πηγάζουν από το προνόμιο τού ανθρώπου όπου γης, την ικανότητά του να μιλάει, δηλαδή τον προφορικό λόγο.
Ο Ferdinand de Saussure, ο ιδρυτής τής σύγχρονης Γλωσσολογίας, είναι αυτός που ανέδειξε τη σημασία και την προτεραιότητα τού προφορικού λόγου (για την ακρίβεια τής «προφορικής ομιλίας») έναντι τού γραπτού και που θεωρητικά επηρέασε πιθανότατα τον Γιάννη Ψυχάρη, ώστε να κηρύξει το προβάδισμα τής προφορικής μας γλώσσας, τής δημοτικής, και να αγωνισθεί για την καθιέρωσή της και ως επίσημης γλώσσας τού γραπτού μας λόγου.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ