Η Τζούλια Κεντ, καναδή τσελίστρια, θεωρείται μία από τις κορυφαίες στο είδος της παρουσίες. Η πιο καθοριστική της συνεργασία είναι εκείνη με τον Antony Hegarty στους Αntony & the Johnsons, των οποίων είναι βασικό μέλος. Η πρώτη soloδουλειά της, το «Delay» του 2007, απέσπασε θερμότατες κριτικές, κάτι που επαναλήφθηκε με όλες τις επόμενες κυκλοφορίες της. Θα εμφανιστεί, μαζί με τους Joalz, την Κυριακή 23 Μαρτίου στο six d.o.g.s.
Διάλεξες το τσέλο ή σε διάλεξε εκείνο;
«Ξεκίνησα να παίζω τσέλο σε πολύ νεαρή ηλικία και οι γονείς μου ισχυρίζονται ότι το διάλεξα εγώ, όμως υποπτεύομαι ότι έπαιξαν κι εκείνοι τον ρόλο τους. Σε κάθε περίπτωση, νιώθω μεγάλη χαρά που κατέληξε να είναι το βασικό μουσικό μου όργανο: το αισθάνομαι σαν τη φωνή μου».
Εχεις γράψει μουσική για ταινίες, θεατρικές παραστάσεις και performances χορού. Είναι πιο δύσκολο από το να συνθέτεις για τα δικά σου άλμπουμ;
«Το να γράφεις μουσική που πρέπει να γίνει μέρος της συναισθηματικής ατμόσφαιρας μια ταινίας ή πρέπει να συνοδέψει μια θεατρική ή χορευτική παράσταση είναι σαφώς μια πολύ διαφορετική διαδικασία από το να γράφεις μουσική που θα ακουστεί μόνη της. Ωστόσο ελπίζω ότι κουβαλώ τον ήχο που έχω διαμορφώσει και τις δικές μου ευαισθησίες σε ό,τι κάνω. Σίγουρα θεωρώ πως το ενδιαφέρον στο να γράφεις για ένα συγκεκριμένο πρότζεκτ είναι το πώς εξελίσσεται και αλλάζει κατά τη διάρκεια της συνεργασίας».
Η ενδοσκόπηση και η περισυλλογή είναι δυο καταστάσεις που αναφέρονται συχνά όταν περιγράφεται η μουσική σου. Νιώθεις ότι υπάρχει και μια χρησιμότητα σε αυτό σήμερα που κατακλυζόμαστε καθημερινά από άπειρες εικόνες και πληροφορίες;
«Το ελπίζω. Αλήθεια νιώθω πως ο κόσμος μας είναι κατακερματισμένος, πολύ ελλιπής σε ό,τι αφορά την πραγματική συναισθηματική σύνδεση και γεμάτος “ψηφιακό θόρυβο”. Σαφώς και καταφεύγω στη μουσική ως ανάπαυλα και ελπίζω και οι ακροατές μου να βρίσκουν ηρεμία και καταφύγιο στη μουσική μου. Δεν θα ήθελα βέβαια να απαξιώσω την επανάσταση που έχει φέρει το ιντερνετ στο ζήτημα της διάδοσης της πληροφορίας. Είναι, ωστόσο, δίκοπο μαχαίρι, πιστεύω».
Σε ποιους καλλιτέχνες στρέφεσαι για να αντλήσεις έμπνευση;
«Εμπνέομαι σταθερά από το έργο του Αρθουρ Ράσελ. Ο δίσκος του “World of Echo” αποτελεί ορόσημο για μένα. Και ο ErnstReijseger είναι ένας τσελίστας/συνθέτης που βλέπω σαν μουσικό ήρωα».
Τι γνωρίζεις για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό;
«Υπάρχουν τόσες σημαντικές και επιδραστικές προσωπικότητες από την Ελλάδα στη σύγχρονη μουσική και τέχνη, συνθέτες σαν τον Ξενάκη και καλλιτέχνες σαν τον Κουνέλλη. Ειμαι επίσης μεγάλη θαυμαστρια του ελληνοκαναδού συνθέτη Χρήστου Χατζή. Αγαπώ τα σάουντρακ που έχουν γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης και, φυσικά, ο Vangelis. Γενικώς, έχω περάσει υπέροχα στην Αθήνα, είναι μια τόσο πολυεπίπεδη πόλη με πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους. Θα ήθελα να δω ακόμη περισσότερα γιατί υποπτεύομαι ότι η Αθήνα, σαν τη Νέα Υόρκη, είναι μια χώρα από μόνη της».
Πώς προσεγγίζεις συνήθως τη δημιουργία; Τι ενέπνευσε το τελευταίο άλμπουμ σου;
«Σε αντίθεση με τα προηγούμενα άλμπουμ μου, τα οποία ήταν εμπνευσμένα από εξωτερικά ερεθίσματα, το “Character” είναι ένας πολύ εσωστρεφής δίσκος, και πολύ προσωπικός. Δουλεύοντας τον, σκέφτηκα πώς οι ζωές μας είναι τελικά αφηγήσεις, όμως δεν μπορούμε να τις ελέγξουμε με τον τρόπο που το κάνει ένας συγγραφέας. Συνήθως, η δική μου προσέγγιση της σύνθεσης είναι επικεντρωμένη στη διαδικασία: επειδή δουλεύω κυρίως με λούπες, τα πράγματα εξελίσσονται με βάση το στοιχείο της επανάληψης και της παραλλαγής και όχι με βάση μια συγκεκριμένη δομή, έτσι όπως αλλάζει και αναπτύσσεται και η ζωή δηλαδή».
Antony Hegarty, Devandra Banhart, Norah Jones, Rufus Wainwright. Πες μου μερικές λέξεις για καθέναν από αυτούς τους ανθρώπους με τους οποίους έχεις συνεργαστεί.
«Η συνεργασία με τον Antony ήταν πραγματικό προνόμιο. Είναι καταπληκτικός καλλιτέχνης και υπέροχος άνθρωπος και ήμουν τυχερή που μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω μαζί του μερικά χρόνια. Οσο για τους υπόλοιπους, μακάρι να μπορούσα να πω ότι συνεργαστήκαμε, απλώς συνεισέφερα λίγο τσέλο στις εξαιρετικές δουλειές τους».
Σημαίνουν τίποτα χαρακτηρισμοί όπως avant-garde ή post-οτιδήποτε στον 21ο αιώνα;
«Καταλαβαίνω την πρακτική χρησιμότητά τους όμως αμφιβάλλω για το αν έχουν πλέον αληθινή εγκυρότητα. Για μένα, εκείνοι που ενδιαφέρονται κυρίως για την κατηγοριοποίηση της μουσικής είναι αυτοί που προσπαθούν να την προωθήσουν και δεν είμαι σίγουρη ότι αυτό αποτελεί σπουδαία βάση για τον ορισμό των ειδών της. Νιώθω πως βρίσκω πάντοτε πιο ενδιαφέρουσα τη μουσική που δεν χωρά αναγκαστικά σε μια συγκεκριμένη κατηγορία».



