Δεκατρείς μήνες μετά την ιστορική απόφαση της ΕΕ της 13ης Δεκεμβρίου 2012 για την εποπτεία των ευρωπαϊκών τραπεζών και δύο μόλις μήνες πριν από τη λειτουργία του ενιαίου, υπό την αιγίδα της ΕΚΤ, εποπτικού θεσμού για τις 200 μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ο Μάριο Ντράγκι και οι συνάδελφοί του κεντρικοί τραπεζίτες υπέκυψαν στις πιέσεις του υπερεθνικού τραπεζικού λόμπι και των αντιμεταρρυθμιστών, που επιμένουν λυσσαλέα στη διατήρηση της ασυδοσίας του διεθνούς τραπεζικού συστήματος.
Η απόφαση που έλαβαν την περασμένη Κυριακή στη Βασιλεία της Ελβετίας οι διεθνείς τραπεζικές και εποπτικές αρχές να χαλαρώσουν τις ασφαλιστικές δικλίδες που θα αποδυνάμωναν τον τραπεζικό Φρανκενστάιν και θα εμπόδιζαν τους τραπεζικούς ομίλους να ανταγωνίζονται σε τζόγο τα καζίνα του Λας Βέγκας και του Μακάο, ισοδυναμεί με την ενεργοποίηση του μηχανισμού που θα πυροδοτήσει την επόμενη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Αντίστροφη μέτρηση
Ο χρόνος για την επόμενη κρίση άρχισε πάλι να μετρά αντίστροφα καθώς η Εποπτική Τραπεζική Αρχή της Βασιλείας μείωσε τον λόγο των κεφαλαίων που θα πρέπει να κρατούν στην άκρη οι τράπεζες ως προς τα ρίσκα που αναλαμβάνουν (leverage ratio). Σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσίευσαν οι «Financial Times» επικαλούμενοι πηγές από τις ρυθμιστικές αρχές, ο λόγος πιθανότατα θα αυξηθεί από το 3,8% σε κάτι παραπάνω από 4%. Επιπλέον, ο νέος leverage ratio, που θεωρείται κομβικό σημείο του πακέτου μεταρρυθμίσεων του διεθνούς χρηματοπιστωτικού τομέα που είναι γνωστό ως Βασιλεία ΙΙΙ, δεν θα τεθεί σε ισχύ πριν από το 2018.
Την περασμένη Κυριακή αποφασίστηκε επίσης να δίνεται η δυνατότητα στις τράπεζες να μην αποκαλύπτουν και να μη συνυπολογίζουν το 100% των περιουσιακών στοιχείων που διατηρούν εκτός ισολογισμού. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούν οι τράπεζες να αποκρύπτουν την πραγματική έκθεσή τους σε άκρως επικίνδυνα όχι μόνο για τις ίδιες αλλά και για τις εθνικές οικονομίες και για τους φορολογουμένους, όπως προσφάτως αποδείχθηκε, προϊόντα, όπως είναι τα χρηματιστηριακά παράγωγα, οι συμφωνίες repos και επίσης οι εγγυήσεις και οι εγγυητικές επιστολές «που αποτελούν εργαλεία απαραίτητα για το γρασάρισμα των τροχών του διεθνούς εμπορίου», όπως γράφει η «Wall Street Journal».
Αναμενόμενη απόφαση
Με την απόφαση αυτή μειώνεται η πίεση στις τράπεζες είτε να περιορίσουν το ενεργητικό τους είτε να αυξήσουν τα κεφάλαια που κρατούν ως εγγύηση για την περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά με τις ριψοκίνδυνες επενδύσεις τους. «Πρόκειται για κάτι περισσότερο από νίκη της παγκόσμιας τραπεζικής βιομηχανίας. Είναι ένας θρίαμβος, ο οποίος εμένα προσωπικά δεν με εκπλήσσει, διότι τον ανέμενα» δήλωσε την περασμένη Δευτέρα στους «FT» ο αναλυτής της Exane BNP Paribas Ντάνιελ Ντέιβις.
Ο τραπεζίτης του Σίτι είχε, προφανώς, προεξοφλήσει την επιτυχία των «τρομακτικών και αφόρητων πιέσεων», όπως γράφουν χαρακτηριστικά οι «FT», που άσκησε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2013 το τραπεζικό λόμπι στις Αρχές της Βασιλείας που έψαχναν να βρουν τρόπους ώστε να καταστήσουν το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα ασφαλέστερο προκειμένου να μην επαναληφθεί καταστροφή ανάλογη με την κρίση που ξέσπασε το 2008. Ο Τζέφρι Σμιθ της «WSJ» σημειώνει ότι το εκβιαστικό επιχείρημα των τραπεζών προκειμένου να διατηρήσουν το «ελευθέρας» στην ασυδοσία και στη ρεμούλα ήταν ότι «θα αναγκαστούν να περιορίσουν τη χρηματοδότηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων σε μια κρίσιμη περίοδο για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας σαν κι αυτή που διανύουμε».
Τα σχέδια προστασίας
Ο Σμιθ αναφέρει ότι οι τράπεζες κατάφεραν να πείσουν –να πειθαναγκάσουν ίσως είναι η ακριβέστερη απόδοση –τους κεντρικούς τραπεζίτες και τις κυβερνήσεις ότι τα σχέδια προστασίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος χαρακτηρίζονται από υπερβάλλοντα ζήλο. Η ανακοίνωση της Κυριακής, άλλωστε, δεν ήταν η πρώτη που σηματοδοτεί την υποχώρηση της διεθνούς κοινότητας έναντι των απαιτήσεων του τραπεζικού λόμπι. Στις αρχές του έτους χαλάρωσε ένας ακόμη κανόνας που αφορά τη μίνιμουμ ρευστότητα των τραπεζών, ενώ λίγο νωρίτερα χαλάρωσε στις ΗΠΑ και ο περίφημος «κανόνας Βόλκερ» –πρόκειται για τις προτάσεις του πρώην προέδρου της αμερικανικής Fed
Πολ Βόλκερ για τον περιορισμό των κερδοσκοπικών συναλλαγών των τραπεζών στις διεθνείς αγορές. Βεβαίως πάει περίπατο και η πρόταση για πλήρη διαχωρισμό των τραπεζών σε επενδυτικές και λιανικής τραπεζικής που διατύπωσε όχι κάποιος κρατικιστής πολιτικός αλλά ένας θρύλος του διεθνούς τραπεζικού συστήματος, ο πρώην επικεφαλής της Citigroup
Σάνφορντ Ουέιλ.
Ευάλωτες στην υπερβολή οι ευρωπαϊκές τράπεζες
Η ΕΚΤ θα έχει τη δυνατότητα να επεμβαίνει σε επικίνδυνες πρακτικές όταν η… φωτιά θα είναι ανεξέλεγκτη
Θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η απόφαση της περασμένης Κυριακής στη Βασιλεία κόβει τα φτερά του νέου, ενιαίου εποπτικού θεσμού που θα τεθεί σε ισχύ τον προσεχή Μάρτιο και θα έχει ως αποστολή να ελέγχει υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τις 200 μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης. Η ΕΚΤ, εκτός από «κεντρικός τραπεζίτης», θα μετατραπεί και σε «κεντρικό επόπτη». Ο Ντράγκι όντως θα έχει στα χέρια του τα εργαλεία για να αντιμετωπίζει μια κρίση εν τη γενέσει της. Αλλά τη δυνατότητα που θα έχει να επεμβαίνει για να εμποδίζει τις επικίνδυνες πρακτικές τις οποίες κατά περιόδους εφαρμόζουν οι τράπεζες θα την ασκεί όταν, ενδεχομένως, η φωτιά θα έχει επεκταθεί τόσο πολύ που θα έχει καταστεί ανεξέλεγκτη.
Ο κλάδος των τραπεζών είναι ένας κλάδος απίστευτα διαπλεκόμενος με την πολιτική, επισημαίνει η Αν Μισέλ στην εφημερίδα «Le Monde». Γι’ αυτό εξαρχής στις ενιαίες ρυθμίσεις για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα εξαιρέθηκαν οι βρετανικές τράπεζες, τα ταχυδρομικά ταμιευτήρια της Γερμανίας καθώς και οι συνεταιριστικές τράπεζες και οι τράπεζες των γερμανικών κρατιδίων (Landesbanken). Η ΕΕ ανέχθηκε τις εξαιρέσεις αυτές λόγω αμιγώς πολιτικών σκοπιμοτήτων. Για να μη δυσαρεστήσει την ευρωσκεπτικιστική Βρετανία, η οποία θεωρεί ότι κάθε περιορισμός στην ασυδοσία του Σίτι ισοδυναμεί με πλήγμα στη «βαριά βιομηχανία» και στην οικονομική υπόσταση της χώρας. Και για «να μην αμφισβητήσει την προστασία που προσφέρουν η κυβέρνηση του Βερολίνου και η Μπούντεσμπανκ σε έναν επιχειρηματικό κλάδο ο οποίος διατηρεί εσωτερικούς δεσμούς με τον πολιτικό κόσμο της Γερμανίας», όπως γράφει η Μισέλ –οι παραμένουσες υπό εθνικό εποπτικό έλεγχο κρατικές γερμανικές τράπεζες αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50% του γερμανικού τραπεζικού τομέα.
Η απόφαση της Βασιλείας αποτελεί επίσης πλήγμα στην περίφημη Τραπεζική Ενωση που προωθεί η ΕΕ, υπονομεύοντας την αρχή του ενιαίου συστήματος επίλυσης κρίσεων, στο πλαίσιο της οποίας θεσμοθετήθηκε άλλωστε και ο Μηχανισμός Ευρωπαϊκής Σταθερότητας (ESM) που θα παρεμβαίνει εν ονόματι των κρατών-μελών για την ανακεφαλαιοποίηση των ευρωπαϊκών τραπεζών που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας. Από τον Οκτώβριο του 2008 ως τον Δεκέμβριο του 2011 η ΕΕ δαπάνησε 1,6 τρισ. ευρώ –μιλάμε για το 13% του ΑΕΠ των κρατών-μελών της! –για να σώσει το τραπεζικό της σύστημα. Επειτα από τόσες θυσίες των ευρωπαίων φορολογουμένων η ΕΕ υποκύπτει στα επιχειρηματικά λόμπι και στους πολιτικούς πάτρωνές τους που κρίνουν ότι δεν συντρέχει ουδείς κίνδυνος από το «τρελό» φούσκωμα των ενεργητικών των ευρωπαϊκών τραπεζών, τα οποία αντιστοιχούν στο 350% του συνολικού ευρωπαϊκού ΑΕΠ, όταν στις ΗΠΑ τα ενεργητικά των τραπεζών αντιστοιχούν μόνο στο 75% των αμερικανικών τραπεζών.
Και ο πλέον καλόπιστος παρατηρητής φθάνει να αναρωτιέται: Γιατί εν τέλει οι «άσωτες» χώρες του Νότου να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις που υπαγορεύουν οι «νοικοκυρεμένες» χώρες του Βορρά, όταν οι δεύτερες αρνούνται πεισματικά να θεσπίσουν τις μεταρρυθμίσεις που θα θωρακίσουν το τραπεζικό σύστημα και κατ’ επέκταση και αυτές τις ίδιες; Γιατί να πειστεί ο μαθητής από έναν δάσκαλο που διδάσκει αλλά νόμους δεν κρατεί; Αλλη απάντηση εκτός από την κυνική «επειδή οι Βόρειοι έχουν τη δύναμη της επιβολής στους Νότιους» δύσκολα βρίσκει κανείς.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ