Είναι ένα από τα πιο απομονωμένα νησιά στον κόσμο. Μόνη επαφή με τον έξω κόσμο είναι το πλοίο του ανεφοδιασμού που πιάνει στο λιμάνι δύο φορές τον χρόνο –το πολύ. Το μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι ως το μικροσκοπικό νησί Πάλμερστον, στον Ειρηνικό ωκεανό, διώχνει μακριά τους πάντες, εκτός από τους πιο ατρόμητους.
Επιπλέον, οι 62 κάτοικοί του είναι απόγονοι ενός και μόνου ανθρώπου, ενός Αγγλου που εγκαταστάθηκε εκεί πριν από 150 χρόνια.
Εννέα ημέρες σε ένα σκάφος, με τον μόνιμο φόβο μιας τροπικής καταιγίδας, χιλιάδες μίλια μακριά από κάθε μέσο διάσωσης. Ο Ειρηνικός ωκεανός είναι τεράστιος. Πολύ μεγαλύτερος από ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Αυτό είναι το ταξίδι προς το νησί στο τέλος της Γης.
Μέρος των Νήσων Κουκ, το Πάλμερστον ανήκει σε μια χούφτα από νησιά που συνδέονται με έναν κοραλλιογενή ύφαλο, ο οποίος περιβάλλει τα ήρεμα νερά της κεντρικής λιμνοθάλασσας. Αλλά μέσα σε όλη αυτή την περιοχή ο ύφαλος βρίσκεται πολύ ψηλά στο νερό για να προσθαλασσωθούν εκεί υδροπλάνα. Και έξω από αυτήν ο ωκεανός είναι απλά πάρα πολύ άγριος. Είναι επίσης πολύ μακριά από οπουδήποτε για να πετάξει ένα κανονικό ελικόπτερο προς τα εκεί. Η θάλασσα είναι η μόνη πρόσβαση.
Ο Μπομπ είναι επικεφαλής μιας από τις μόλις τρεις οικογένειες στο νησί. Και οι τρεις ανταγωνίζονται για τα λίγα σκάφη αναψυχής που περνάνε από εκεί κάθε χρόνο. Οι νικητές αυτού του αγώνα καλύπτουν τις ανάγκες των επισκεπτών. Οι νησιώτες υπερηφανεύονται για την καλοσύνη τους και απολαμβάνουν τη συντροφιά των ξένων.
Αυτή η φιλοξενία, η γενναιοδωρία, η εθιμοτυπία, το νομικό σύστημα και οι παραδόσεις περνάνε από γενιά σε γενιά από στόμα σε στόμα. Και είναι όλα η κληρονομιά ενός ανθρώπου που γεννήθηκε στην αγγλική κομητεία του Λέστερσιρ, 10.000 μίλια μακριά.
Ο Γουίλιαμ Μάρστερς έγινε ο πρώτος μόνιμος κάτοικος του Πάλμερστον πριν από 150 χρόνια. Ο θρύλος λέει ότι είχε αποπλεύσει με το σκάφος του πλοιάρχου Κουκ ως ξυλουργός. Αλλά ο διάσημος εξερευνητής πέθανε το 1779 και ο Μάρστερς γεννήθηκε μετά το 1830.
Το βέβαιον είναι ότι ο Μάρστερς έζησε στα Νησιά Κουκ από τη δεκαετία του 1850. Στις αρχές της δεκαετίας του 1860 τον διόρισε επικεφαλής εκεί ο τότε ιδιοκτήτης του Πάλμερστον, ένας βρετανός έμπορος ονόματι Τζον Μπράντερ.
Ο Μάρστερς μετακόμισε το 1863, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, μια γυναίκα από την Πολυνησία, και δύο από τις εξαδέλφες της.
Κάλυψε το νησί με φοινικιές και τα πρώτα χρόνια τα πλοία του Μπράντερ σταματούσαν στο νησί κάθε έξι μήνες για να συλλέξουν το λάδι καρύδας που παρήγε. Αλλά μετά οι επισκέψεις έγιναν όλο και πιο αραιές –οι έξι μήνες έγιναν τρία χρόνια και τελικά σταμάτησαν εντελώς. Ο Μπράντερ είχε πεθάνει.
Η βασίλισσα Βικτωρία έχρισε τον Μάρστερς ιδιοκτήτη του Πάλμερστον. Οι εξαδέλφες της γυναίκας του έγιναν σύζυγοί του και τα τρία ζευγάρια έκαναν συνολικά 23 παιδιά.
Πριν από τον θάνατό του, το 1899, ο Μάρστερς χώρισε το νησί σε τρία μέρη, ένα για καθεμία από τις συζύγους του. Σήμερα όλοι οι κάτοικοι, εκτός από τρεις, είναι απευθείας απόγονοί του.
Επισήμως προτεκτοράτο της Νέας Ζηλανδίας, το Πάλμερστον έχει κάποιες από τις σύγχρονες ανέσεις που εμείς θεωρούμε δεδομένες: στέγαση, ηλεκτρικό ρεύμα (για μία-δύο ώρες την ημέρα), Ιnternet (για μία-δύο ώρες την ημέρα), ακόμη και –για λίγους τυχερούς –ένα σήμα κινητής τηλεφωνίας.
Αλλά οι άνθρωποι του Πάλμερστον δεν έχουν καταστήματα, έχουν μόλις δύο τουαλέτες και πίνουν το νερό της βροχής. Χρήματα χρησιμοποιούν μόνο για να αγοράζουν προμήθειες από τον έξω κόσμο.

Τα ψάρια είναι η βασική τροφή των κατοίκων και οι μοναδικές εξαγωγές τους. Ενας ή δύο τόνοι κατεψυγμένων ψαριών συλλέγονται από το πλοίο ανεφοδιασμού που έρχεται δύο φορές τον χρόνο για να παρέχει τις απαραίτητες προμήθειες, ρύζι και καύσιμα.

Ενώ ορισμένοι θεωρούν αυτή την απομόνωση ευλογία, είναι και απειλή, ιδίως επειδή όλοι εκτός από δύο δασκάλους και μία νοσοκόμα είναι συγγενείς.
Το ένα τρίτο του πληθυσμού είναι παιδιά και όλα φαίνονται υγιή και ευτυχισμένα.
Αλλά πολλά ελπίζουν να φύγουν για πόλεις, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, όπου οι παροχές είναι καλύτερες, οι μισθοί υψηλότεροι και όπου –ίσως το πιο σημαντικό –υπάρχει μεγαλύτερη επιλογή πιθανών συζύγων.

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 7 Ιανουαρίου 2014

HeliosPlus