Η νομοθετική πρωτοβουλία που ανέλαβε η κυβέρνηση για το θέμα των πλειστηριασμών προσφέρεται για ευρύτερα πολιτικά συμπεράσματα, τα οποία υπερβαίνουν τους κατεστημένους διαχωρισμούς, όπως μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Αναδεικνύονται βαθύτερες συνιστώσες της άσκησης της πολιτικής στη χώρα μας, και μάλιστα σε συνθήκες παρατεταμένης κρίσης και πολυετούς ύφεσης.
Στην πραγματικότητα, η ρύθμιση για το θέμα των πλειστηριασμών ανέδειξε την κενότητα των επικριτών μας, που ασκούν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κριτικές: Η μία ισχυρίζεται ότι η χώρα μπορεί ελαφρά τη καρδία να διαρρήξει τις σχέσεις της με τους δανειστές της, να χαράξει μια δήθεν «αυτόνομη» πορεία, να καταγγείλει δανειακές συμβάσεις και γενικότερα να κινείται σαν να μην υπάρχει κρίση και ανάγκη μεταρρυθμίσεων. Με δυο λόγια, εάν πάψουμε να βλέπουμε την πραγματικότητα, αυτή με κάποιον μαγικό τρόπο θα πάψει να υπάρχει…
Δεχόμαστε όμως κριτική και από την αντίθετη σκοπιά, που θεωρεί ότι αν πούμε «όχι», αν εκφράσουμε μια διαφορετική άποψη στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, θα καταρρεύσει η στήριξη της Ελλάδας και θα τεθεί σε κίνδυνο η παραμονή μας στην ευρωζώνη…
Οι δύο ακραίες κριτικές ουσιαστικά δείχνουν ότι η κυβερνητική στρατηγική δεν είναι απλώς η μέση λύση, αλλά είναι η μόνη λύση. Η λύση που υπακούει στον ρεαλισμό με αξιοπρέπεια, στη διαπραγμάτευση με επιχειρήματα και στις «κόκκινες γραμμές». Αναγνωρίζουμε ότι είμαστε σε περίοδο κρίσης, ότι το μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης που είχαμε εφαρμόσει τις προηγούμενες δεκαετίες, βασισμένο στην κατανάλωση με δανεικά, πρέπει να αλλάξει, και ότι αυτή η διαδικασία αλλαγής είναι μια επώδυνη εξέλιξη. Γίνεται όμως για τους έλληνες πολίτες και θα φθάσει σε αίσιο πέρας με τους έλληνες πολίτες, οι οποίοι, αν και υφίστανται θυσίες, αντιλαμβάνονται περισσότερο ακόμα κι από το σημερινό πολιτικό προσωπικό της χώρας, την ανάγκη για Αλλαγή.
Σε αυτόν τον επώδυνο δρόμο των μεταρρυθμίσεων, αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν και αδικίες και μέτρα που λαμβάνονται λόγω ανάγκης, όχι με βάση τη λογική. Κλασικό παράδειγμα είναι η συζήτηση για το φορολογικό και ενεργειακό κόστος. Ολοι στην κυβέρνηση αναγνωρίζουμε ότι οι δύο αυτές παράμετροι βρίσκονται σε αντίφαση με την κοινή επιδίωξη για ανάπτυξη. Αλλά αυτός είναι ένας επιπλέον παράγων, που ορίζει την έννοια της κρίσης: λήψη και επώδυνων αποφάσεων από ανάγκη. Γι’ αυτό πρέπει το ταχύτερο να υπερβούμε την κρίση και να εγκατασταθούμε στην περιοχή της λογικής.
Η σημερινή δύσκολη συγκυρία όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν «κόκκινες γραμμές» για την κυβέρνηση. Τη σταθερή μας εμμονή να προστατεύσουμε την πρώτη κατοικία κάθε πραγματικά αδυνάμου να εξυπηρετήσει τις δανειακές του υποχρεώσεις δεν τη θέσαμε σε διαπραγμάτευση. Τεκμηριώσαμε την άποψή μας, οι διαφωνίες μας παρέμειναν και τελικά νομοθετήσαμε αυτό που κρίναμε ως ορθό. Και αυτή η στάση δεν αφορά μόνο τους πλειστηριασμούς αλλά όλο το φάσμα των κυβερνητικών αρμοδιοτήτων όπως τις εξελίξεις στα ΕΑΣ, τις ομαδικές απολύσεις κτλ.
Ο νέος χρόνος που έρχεται θα είναι κρίσιμος για το μέλλον του τόπου μας. Πρέπει κάθε πολίτης ξεχωριστά να επιλέξει ποιες πολιτικές, ποιες συμπεριφορές, ποια πρόσωπα θα στηρίξει. Η στάση και η στήριξη που η κοινωνία θα επιλέξει να δώσει θα ορίσουν τις εξελίξεις στην προσπάθειά μας να υπερβούμε την κρίση και να ανοίξουμε έναν νέο αναπτυξιακό κύκλο. Ανεύθυνοι στην προσπάθεια της χώρας να σκιαγραφήσει το μέλλον της δεν υπάρχουν.
Τώρα είναι η ώρα που ο κάθε πολίτης θα επιλέξει αν θα στοιχηθεί με τους οπαδούς της ακινησίας ή αν θα συμμετάσχει ενεργά σε μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια με τις δυνάμεις της αλλαγής. Γιατί, όπως είχε πει ο Ρόμπερτ Κένεντι, «η πρόοδος είναι μια ωραία λέξη. Αλλά είναι η αλλαγή που πραγματοποιεί την πρόοδο. Και η αλλαγή έχει τους εχθρούς της…».
Ο κ. Αθανάσιος Σκορδάς είναι υφυπουργός Ανάπτυξης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



