Η Αμαλία Μουτούση ανήκει στη χορεία των σημαντικότερων ηθοποιών του ελληνικού θεάτρου, αλλά και του κινηματογράφου, και μας έχει χαρίσει, κατά τη διάρκεια της 20ετούς καλλιτεχνικής πορείας της, εξαιρετικής ομορφιάς και πειστικότητας ερμηνείες. Αντιθέτως με όσα φαντάζεται κανείς, κάνοντας μια ταχύτατη αναδρομή στην προ-καλλιτεχνική ζωή της… η Αμαλία είναι ένα σκανδαλιάρικο παιδί που τρέχει στους δρόμους, καπνίζει κρυφά αρειμανίως από τα 14 της, το σκάει από το σπίτι της και τις αρπάζει για τα καλά, ονειρεύεται τον εαυτό της ακροβάτη σε τσίρκο, έφηβη κλέβει τα κλειδιά της Alfa Romeo της μαμάς της, ακούει Λου Ριντ, οδηγεί ξετρελαμένη από χαρά ένα μηχανάκι που της δώρισε ο μπαμπάς της και μεταμορφώνεται σε μαυροφορούσα skinhead (με αφορμή τις ανάγκες του ρόλου της Μήδειας).
Και έπειτα, υπάρχουν οι εποχές που η Αμαλία βουτάει στα ανυποψίαστα εσωτερικά κομμάτια της ψυχής της, χάριν των μεγάλων θεατρικών κειμένων, τα οποία καλείται να μελετήσει και να υποδυθεί. Τότε που εξαντλημένη από τα μακρόσυρτα μερόνυχτα δουλειάς αδιαφορεί για την άνεσή της και έρχονται νύχτες που κοιμάται κατάχαμα στις υπόγειες εγκαταστάσεις του θεάτρου «Διπλούς έρως»…
Γεννηθήκατε με ένα χάρισμα… «Το χάρισμα μας δίνεται, όπως όλα όσα έχουμε. Το θέμα είναι πώς το αξιοποιούμε. Ποιον θα διαλέξουμε να εξυπηρετούμε. Γιατί ο καθένας διαλέγει τον αφέντη του».
Ας πάμε στην τέχνη σας, λοιπόν. Εχω πάντα την απορία, κατά πόσον, τον ρόλο που ερμηνεύετε τον κρατάτε βαθιά στη σκέψη σας και εκτός θεάτρου. «Οταν κάνω πρόβες και παραστάσεις, τον έχω διαρκώς. Αλλά οι πρόβες και οι παραστάσεις είναι παρενθέσεις. Εχουν αρχή, μέση και τέλος, έχουν πλαίσιο συγκεκριμένο και οριοθετημένο. Οταν τελειώσουν, ασφαλώς, κάτι μένει. Αυτό το “κάτι” γίνεται, για πάντα, μέρος της ζωής μου. Γιατί οι ρόλοι είναι σχέσεις, εικόνες, βιώματα, μυρωδιές. Τώρα σκέπτομαι “άντε αυτόν τον ενάμιση μήνα να βρω τη δύναμη να είμαι εκεί από το πρωί ως το βράδυ, γιατί πότε θα το έχω αυτό ξανά;”. Και είμαι ολόκληρη εκεί, και μου τα παίρνει όλα. Και γυρίζω σπίτι άδειο σακί. Γιατί η υποκριτική απαιτεί τρομακτική συγκέντρωση, διανοητική, ψυχική, σωματική, αλλά απαιτεί και ενθουσιασμό. Ξέρετε τι όμορφο κόπο έχει;».
Πώς αναπαράγετε τα συναισθήματα ενός ρόλου τον οποίο ερμηνεύετε; «Με πάρα πολλή δουλειά επάνω στον χαρακτήρα του. Και, αν καταφέρω να προχωρήσω στο βάθος του, υπάρχει μια περίπτωση – που είναι μεγάλο δώρο –, να μου αποκαλυφθούν δικά μου προσωπικά στοιχεία, τα οποία μόνο μέσω του “άλλου”, δηλαδή του ρόλου, μπορούν να αποκαλυφθούν».
Δεν προχωράτε, δηλαδή, κατακτητικά. «Αν προχωρήσω κατακτητικά, θα είμαι ο γνωστός εαυτός μου και θα καπελώσω τον ρόλο. Προχωρώ αναγνωριστικά, προσπαθώντας να του επιτρέψω αυτή την αποκάλυψη. Είναι μια σχέση ισορροπίας και λεπτότητας, γιατί αφορά αυτούς τους δύο πόλους, τον ηθοποιό και τον “άλλον”, αλλά έχει να κάνει επίσης και με τον συγγραφέα και τη γλώσσα του».
Δεν εγκλωβίζεστε ποτέ σε έναν ρόλο; «Από τη μια μεριά, ναι, εγκλωβίζομαι. Από την άλλη, όσο πιο πολύ έρχομαι σε επαφή με ένα κείμενο, τόσο ανοίγει όχι μόνον ο ορίζοντάς μου, αλλά και η προοπτική μου. Και, βέβαια, κάποια στιγμή μπορεί να κολλήσω. Τι να είναι αυτό; Μια εμμονή, ένας εφιάλτης, ένα πρόσωπο; Ολα είναι πιθανά, αλλά και αυτό, εφόσον συμβεί, είναι μέρος μιας προσωπικής πορείας. Η επαφή με έναν ρόλο, αναντίρρητα, σε ρουφά προς τα μέσα, αλλά συγχρόνως σε κάνει να βγεις από τον μικρό σου κόσμο. Και εκεί είναι το ωραίο! Βρίσκεσαι σε μια πάλη, να ισορροπήσεις ανάμεσα σε αντίθετες δυνάμεις».
Είστε πάντα ανοιχτή στις προτάσεις; «Δεν είμαι ανοιχτή στις προτάσεις. Είμαι ανοιχτή στους ανθρώπους που με συγκινούν βαθιά. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που με συγκινούν. Τους εμπιστεύομαι, και στη ζωή μου μόνο σε καλό μού έχει βγει. Οχι ότι δεν έχω πονέσει… Αλλά και γιατί να μην πονέσω; Καθετί πολύτιμο έχει το τίμημά του».
Τώρα, θα σας δούμε στον ρόλο της Αλκμήνης, στον «Αμφιτρύωνα» του Μολιέρου. Ποια είναι η Αλκμήνη; «Η Αλκμήνη, παντρεμένη και ερωτευμένη με τον Αμφιτρύωνα, διαπράττει μοιχεία χωρίς να το γνωρίζει – την ερωτεύεται ο Δίας, ο οποίος παίρνει τη μορφή του άνδρα της προκειμένου να την κάνει δική του. Η Αλκμήνη βλέπει τη σχέση της να καταστρέφεται, παγιδευμένη στο πλέγμα μιας παρεξήγησης και χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί. Από την αρχή του έργου ως το τέλος του μεταμορφώνεται σε ένα απόλυτο ερωτηματικό».
Σκηνοθετεί ο Λευτέρης Βογιατζής. «Ο Λευτέρης δεν αισθάνεται ποτέ ήσυχος και ασφαλής με τίποτα. Είναι όπως ένα ζωάκι που συνέχεια ψάχνει. Δεν ησυχάζει ποτέ. Ο κόσμος του Λευτέρη είναι τόσο μοναδικός, που θα ήμουν ευχαριστημένη λίγο να μπορέσω να γίνω ένα κομματάκι του… Και τώρα που σας μιλάω, προσπαθώ να καταλάβω πώς ήμουν και πώς είμαι, πώς είναι ο άνθρωπος, δηλαδή… Πώς τα έφερε η ζωή και ακολούθησα αυτά τα βήματα, γιατί ούτε και του Μιχαήλ το σύμπαν μού ήταν οικείο…».
Μιχαήλ Μαρμαρινός, πρώην σύντροφός σας στη ζωή και στην τέχνη. Γυρνάμε στο παρελθόν και, αλήθεια, γιατί είχατε ονομάσει «Διπλούς έρως» το σχήμα; «Δεν συμμετείχα στην ονομασία του. Μπήκα στο σχήμα αφού είχε στηθεί. Αρεσε, όμως, στον Μιχαήλ, και αυτό από μόνο του αρκεί. Εγώ, από την άλλη, ήμουν παιδάκι του Κουν και η βαθιά επιθυμία μου, τότε, ήταν να είχα παραμείνει στο “Τέχνης”. Αλλά δεν με κράτησαν. Και είχα στενοχωρηθεί πολύ. Γιατί και ο τρόπος που μας μύησαν, μας έκανε να πιστεύουμε πως ό,τι υπήρχε έξω από τα σκαλιά αυτού του θεάτρου ήταν το κενό, το αβαθές και το τίποτα. Γνωρίζοντας, όμως, τον Μιχαήλ όλα άλλαξαν».
Γιατί δεν σας κράτησαν στο Θέατρο Τέχνης; «Ημουν πολύ άτακτη».
Δηλαδή; «Μου άρεσαν τα αγόρια».
Και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός; «Με έβαλε σε έναν καινούργιο κόσμο και αυτή ήταν η πρώτη αληθινή επαφή μου με το θέατρο. Με την έννοια ότι άρχισα να γνωρίζω και άλλες πλευρές του εαυτού μου. Ηταν ένας κόσμος πιο ανοιχτός, που με έβγαλε από τον μικρόκοσμό μου. Γιατί ως τότε παρέμενα παιδί της μαμάς και του μπαμπά. Ακόμη και αυτό το “Διπλούς έρως” δεν το καταλάβαινα και έκανε την καρδιά μου να χτυπάει από έναν αλλόκοτο φόβο. Ημουν τόσο μαμμόθρεφτο, που σκεφτόμουν “και τι θα πω στη μαμά μου; Παίζω σε μια ομάδα που λέγεται έτσι;”».
Ηταν αυστηρή μάνα η Νόνικα Γαληνέα; «Ναι, και με τις τρεις μας (σ.σ.: τις αδελφές της, Αριέττα και Αλέξια), ειδικά σε θέματα αγωγής και αρχών. Οχι σε θέματα καθωσπρεπισμού. Ούτε για τους καλούς βαθμούς στο σχολείο. Ηταν πολύ αυστηρή στο θέμα της προσπάθειας, την ενδιέφερε να ζοριζόμαστε επειδή ήθελε να αποφύγει να γίνουμε κακομαθημένα και οκνηρά πλουσιοκόριτσα. Δεν μας άφησε ούτε στιγμή να θεωρήσουμε ότι είχαμε δεμένο τον γάιδαρό μας και λυμένο το πρόβλημά μας. Νομίζω ότι μας έδωσε μια, καλώς εννοούμενη, αστική διαπαιδαγώγηση. Μια ανατροφή που απουσιάζει ως επί το πλείστον σήμερα από την Ελλάδα. Που έχει αντικατασταθεί από τον σουρεαλιστικό συνδυασμό μικροαστικής νοοτροπίας και νεοπλουτίστικης συμπεριφοράς, όπου οι γονείς δεν θέλουν τα παιδιά τους να ζορίζονται. Και νομίζω ότι αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους φθάσαμε ως εδώ».
Η αίσθησή μου από τη συνομιλία μας είναι τελικώς ότι είστε μια «γειωμένη» γυναίκα. «Και απογειωμένη, συγχρόνως. Το ένα δεν λέει τίποτα χωρίς το άλλο. Το ξέρετε το άλμα εις μήκος; Τρέχεις καμιά δεκαριά μέτρα και, την ώρα που είναι να κάνεις το άλμα, πατάς γερά στο ένα πόδι και απογειώνεσαι. Δεν μπορείς να φύγεις μακριά αν δεν πατάς γερά στα πόδια σου. Πετάει το πουλί χωρίς φτερά; Επίσης, προσπαθώ να μάθω τι έχει αληθινή σημασία για μένα και τι όχι. Δεν είναι αυτονόητα πράγματα. Σου τα μαθαίνει η ζωή σιγά- σιγά. Αρκεί να ενδιαφερθείς. Γιατί και τι δεν θα μας μάθαινε, αν ενδιαφερόμασταν… Αλλά είμαστε αδιάφοροι, είμαστε στον κόσμο μας, τίποτα δεν βάζουμε πάνω από εμάς. Υπηρετούμε τον εαυτούλη μας και, αν έχουμε και κανένα χάρισμα, εκεί πια, τον λατρεύουμε…».
Πέραν του θεάτρου, η καθημερινότητα τι είναι για εσάς; «Η απλή καθημερινότητα είναι σπουδαίο δώρο, γιατί δεν τη θεωρώ δεδομένη. Οτι πίνω έναν καφέ, τηλεφωνώ σε κάποιον, πηγαίνω τον σκύλο μου βόλτα εγώ και όχι ο Μάκης (σ.σ.: Μάκης Μηλάτος, ο σύζυγός της), αυτά όλα είναι για μένα μεγάλη δύναμη, αλλά σπανίως, λόγω της δουλειάς μου, μπορώ να τα κάνω. Πρέπει να μάθουμε να είμαστε απλοί. Δεν είναι εύκολο και δεν το λέω γραφικά, αλλά ουσιαστικά. Να μάθουμε τι έχει σημασία για εμάς, τι να παραμερίσουμε, πού να επικεντρώσουμε. Και εγώ προσπαθώ όσο μπορώ, επειδή πάντα έχω να κάνω με πράγματα υψηλότερα από εμένα».
Να γυρίσουμε στη μητέρα σας. Ανακατεύεται στη ζωή σας; «Οχι, δεν είναι του χαρακτήρα της. Κρατάει αποστάσεις. Αλλά μας επηρεάζει με τη γνώμη της. Και πάντα, όποτε τα πράγματα σοβάρευαν, έλεγε την άποψή της και ήταν αρκετό. Αυτό είναι από τα πολύ δυνατά χαρτιά της. Είναι πανέξυπνη…».
Με το πέρασμα των χρόνων έχει αλλάξει η σχέση σας; «Μεγαλώνοντας κι εγώ, μεγαλώνει και η μαμά μου και μου αποκαλύπτει ένα πρόσωπο καινούργιο. Οι ρόλοι μητέρας – κόρης αλλάζουν. Δίνουν τη θέση τους σε κάτι πιο βαθύ. Εχουμε έρθει πολύ κοντά στο αληθινό μας πρόσωπο».
Αυτό τι σημαίνει για σας; «Οτι έχω αρχίσει, σιγά-σιγά, με έναν τρόπο ωριμότερο από εκείνον του παρελθόντος, να αισθάνομαι εγγονή της γιαγιάς μου και κόρη της μαμάς μου. Εχω αρχίσει να καταλαβαίνω τη σκυτάλη… Και όσο μου γίνεται πιο συνειδητό το γρήγορο πέρασμά μας από τη ζωή, τόσο περισσότερο αισθάνομαι ότι το κομμάτι που ζούμε εδώ είναι μόνο ένα μέρος της. Θυμάμαι τη μητέρα της γιαγιάς μου και τον προπάππο μου. Αυτούς τους δύο ανθρώπους τούς ανακαλώ σαν το πρώτο πράγμα από το οποίο ξέρω ότι προέρχομαι. Η σκυτάλη, λοιπόν, αρχίζει να αποκτά νόημα για μένα. Και στις πρόβες της “Μήδειας”, με έναν ανεξήγητο τρόπο, είχα έντονη επαφή με τη γιαγιά μου, η οποία είχε μια φύση ανεξάρτητη και βίαιη».
Τι έκανε; «Κλέφτηκε με τον παππού, έκανε τρεις γάμους, που για την εποχή της και την οικογένειά της ήταν πράγματα ασύλληπτα».
Τη μητέρα σας γιατί δεν τη βλέπουμε το τελευταίο διάστημα; «Γιατί δεν δουλεύει πια, και έτσι τη χαιρόμαστε επιτέλους εμείς τα παιδιά της. Και αυτόν τον καιρό λείπει στο Λονδίνο και την έχω επιθυμήσει πολύ».
Πριν από κάποια χρόνια παίξατε μαζί, στο Κόβεντ Γκάρντεν. «Το ιδιαίτερο για εμάς ήταν ότι το παίξαμε στα αγγλικά. Η ξένη γλώσσα αφαίρεσε την οικειότητα ανάμεσά μας και μπήκαμε στους χαρακτήρες του έργου, αβίαστα. Ηταν απελευθερωτικό. Ημασταν επάνω στη σκηνή, μητέρα και κόρη, σαν δύο ξένες μεταξύ τους γυναίκες που θέλουν να γνωριστούν, γεμάτες περιέργεια η μία για την άλλη. Τη χάρηκα πάρα πολύ τότε τη μανούλα μου!».
Και η σχέση με τον πατέρα σας; «Τον έχασα, αλλά ήταν και θα είναι σχέση για πάντα πολύτιμη. Σχέση αιώνια. Υπάρχουν πράγματα στη ζωή τόσο ιδιαίτερα και προσωπικά μας ώστε οι λέξεις να χάνουν την αξία τους. Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν μπορούμε να μιλάμε για όλα. Ας αφήσουμε, λοιπόν, την αιωνιότητα να μιλήσει».
Ολα κλίνουν τελικώς προς την αιωνιότητα; «Στην Επίδαυρο το νιώθεις καμιά φορά αυτό. Διαγράφεις με μια κίνηση ένα σχήμα, ακούς τον γκιόνη, βλέπεις μια γάτα που περνάει, το χρώμα του ουρανού, το σκοτάδι που πέφτει, τους θεατές που σε ακούν να λες τα λόγια κάποιου άλλου, και σκέφτεσαι: “Και τώρα να σταματήσω για πάντα, δεν με πειράζει…”. Ναι… Θέλεις εκείνη την ώρα να γίνεις άγαλμα. Ναι… Για να μη χαθείς…».
* Ο «Αμφιτρύων» του Μολιέρου, σε παραγωγή Εθνικού Θεάτρου και σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, θα ανεβεί στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στις 3 και 4 Αυγούστου και ακολούθως θα περιοδεύσει σε Ελλάδα και Κύπρο.