Το Εθνικό Θέατρο προσκάλεσε σε «Κοινή Θέα» όλες τις τέχνες για 6 βραδιές, εξωτερικεύοντας στο κοινό της γειτονιάς, και όχι μόνο, την αρχιτεκτονική γοητεία της, που μεταφράζει σε μινιμαλιστικό τοπίο τα σκηνικά παλιότερων παραστάσεων.
Εξωστρέφεια που προσπαθεί να ανοίξει διάλογο με το πολυεθνικό κοινό της συνοικίας, να συμφιλιώσει την πόλη με το, ενίοτε σκοτεινό, παρόν της. Κι επειδή οι καρδιές ανοίγουν ευκολότερα γύρω από ένα τραπέζι, ένας εικαστικός, ο Αλέξανδρος Ψυχούλης, και ένας μάγειρας, ο Βασίλης Καλλίδης, φόρεσαν την ποδιά του οικοδεσπότη και οργάνωσαν ένα διαφορετικό πάρτι που μοιράστηκε την Πέμπτη και την Παρασκευή, 17 και 18 του Μάη.
Μοναστηριακά τραπέζια που άλλοτε έλαμψαν κάτω από τα φώτα της ράμπας, στρώθηκαν με ολοζώντανα βρύα που ο καλλιτέχνης μάζεψε από τη γη του Πηλίου.
«Τα βρύα είναι τα πρώτα φυτά που εμφανίστηκαν στη γη για να μεταβολίσουν το διοξείδιο του άνθρακα, να δώσουν ζωή στον πλανήτη. Αυτή η πρώτη βλάστηση ξέρει να διαχειρίζεται κρίσεις και να συντηρεί μουσειακά τον εαυτό της.
Στις ζέστες και στις ανυδρίες τα βρύα κοιμούνται περιμένοντας την επιστροφή της υγρασίας. Ήθελα σ’ αυτό το δείπνο τα πιάτα και τα χέρια να ακουμπήσουν πάνω στην πράσινη μαλακή υφή των αρχαίων φυτών και κάτω από τα αρώματα των φαγητών να αναδύεται η οσμή μιας ρεματιάς, ενός τοπίου ευμάρειας».
Στην κουζίνα, οι κώδικες της γευστικής μνήμης, σαν η πιο πολύτιμη πολιτισμική μνήμη των μεταναστών της Αγ. Κωνσταντίνου, μετουσιώθηκαν σε ρύζι με άνηθο και αρακά και αρώματα του Ιράν, αποδομημένα αιγυπτιακά φελάφελ, κουσκούς με μελιτζάνες και μνήμες Μαρόκου.
«Ίσως η μόνη αποσκευή πολιτισμού που κουβαλάει ακόμη και ο πιο εξαθλιωμένος μετανάστης στο κέντρο της πόλης, είναι η γευστική του μνήμη. Ένας πολιτισμός που παίρνει υλική υπόσταση και ευωδιάζει κάθε φορά που επεξεργάζεται τα υλικά στο χώρο υποδοχής για να μαγειρέψει το γεύμα του», λέει ο Αλέξανδρος.
Με υλικά της ελληνικής υπαίθρου, γονιμοποιημένα από τη γαστρονομική φιλοσοφία των νέων κατοίκων της γειτονιάς, κοινωνήσαμε το δείπνο του Βασίλη αγγίζοντας το ζωντανό τραπεζομάντιλο που ψιθύριζε στην παλάμη τις βελούδινες νότες της πρωινής δροσιάς, όσο η ομάδα Minimize μαγείρευε τη μουσική της νύχτας αυτοσχεδιάζοντας με ό,τι είχε το «ψυγείο» των υπολογιστών της.
Το «κολασμένο τοπίο» του κέντρου των τηλεοπτικών ειδήσεων μετουσιώθηκε σε ένα εύπεπτο πιάτο με τη γεύση της συμφιλίωσης, οι άστεγοι της γειτονιάς ενσωματώθηκαν στο πρώτο εικαστικό δείπνο της νέας τους πατρίδας.