Η Γερμανία θα προωθήσει πρόταση για επιβολή φόρου στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές στην Ευρωζώνη, κατά την επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup, είπε την Τετάρτη η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ.

Η ισοτιμία του ευρώ έχει πρόσφατα ομαλοποιηθεί, χάρη στις πολιτικές δεσμεύσεις των κρατών, είπε κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε με τον Αυστριακό καγκελάριο.

Η κ. Μέρκελ πρόσθεσε ότι η γερμανική πρόταση για «τιμαριθμοποίηση των μισθών» (σ.σ. σύνδεση των αυξήσεων των μισθών με την πορεία του πληθωρισμού) σε όλη την Ευρωζώνη συνεχίζει να είναι στο τραπέζι.

Από την πλευρά του, ο Αυστριακός καγκελάριος επιβεβαίωσε ότι οι χώρες της Ευρωζώνης θα συζητήσουν τη δυνατότητα να επιβληθεί φόρος στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές.

Σημειώνεται πως η επόμενη συνεδρίαση του Συμβουλίου υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (Eurogroup) είναι στις 14 Μαρτίου στις Βρυξέλλες. Στις 11 Μαρτίου θα γίνει η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωζώνης.

Στις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου η Κομισιόν είχε δημοσιοποιήσει τις προτάσεις της για την μελλοντική φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι οποίες περιελάμβαναν την επιβολή φόρου επί των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο φόρος χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων θα στοχεύει στα κέρδη και στις αμοιβές των εταιρειών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Με τον τρόπο αυτό, θα φορολογούνται μάλλον οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και όχι χωριστά κάθε εμπλεκόμενος σε μια χρηματοπιστωτική συναλλαγή .

Για να εκτιμηθεί το κατά πόσον μπορεί να είναι πλήρως δικαιολογημένος ένας νέος φόρος στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η Επιτροπή εξέτασε την τρέχουσα συνεισφορά του τομέα αυτού στους δημόσιους προϋπολογισμούς. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίστανται βάσιμοι λόγοι θέσπισης των φόρων που πρότεινε για τον χρηματοπιστωτικό τομέα:

Πρώτον, ο χρηματοπιστωτικός τομέας αποτέλεσε μια από τις μείζονες αιτίες της χρηματοπιστωτικής κρίσης και, στη διάρκεια των τελευταίων ετών, ήταν αποδέκτης σημαντικής κρατικής αρωγής. Θα πρέπει συνεπώς να συμβάλει ανάλογα στο κόστος ανασυγκρότησης των οικονομιών της Ευρώπης και στήριξης των δημόσιων οικονομικών.

Δεύτερον, ένας διορθωτικός τραπεζικός φόρος θα μπορεί να συμπληρώνει τα ουσιώδη κανονιστικά μέτρα (μεταξύ άλλων η τραπεζική εισφορά και το Ταμείο εξυγίανσης) που έχουν σχεδιαστεί για την τόνωση της αποτελεσματικότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών και τη μείωση των διακυμάνσεών τους.

Τέλος, δεδομένου ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας απαλλάσσεται του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) εντός της ΕΕ, με την επιβολή αυτού του φόρου θα εξασφαλισθεί ότι ο τομέας αυτός δεν υποφορολογείται σε σύγκριση με άλλους τομείς.

Δηλαδή, ένας νέος φόρος θα μπορούσε να συμβάλει στο να διασφαλισθεί μια πιο δίκαιη και πιο ουσιαστική συμμετοχή του χρηματοπιστωτικού τομέα στα δημόσια οικονομικά, θα προσέφερε πρόσθετες πηγές εσόδων και θα βοηθούσε στη δημιουργία ενός σταθερού και αποδοτικότερου χρηματοπιστωτικού τομέα.

Αιτήματα για τροποποίηση του ιρλανδικού πακέτου

Παράλληλα, η Γερμανίδα καγκελάριος εμφανίστηκε μεν ανοικτή σε συζήτηση για τροποποιήσεις στο πακέτο διάσωσης για την Ιρλανδία, σημειώνοντας όμως τις επιφυλάξεις της ακόμη και για το εάν υπάρχει ανάγκη αλλαγών.

«Εάν ένα μέλος έχει αιτήματα, φυσικά και θα τα εξετάσουμε» ανέφερε η Ά.Μέρκελ, συμπληρώνοντας όμως πως «το ιρλανδικό πακέτο δεν είναι παλιό, συμφωνήθηκε μόλις πριν από λίγους μήνες… δεν μπορώ ακόμη να πω εάν χρειάζεται να το τροποποιήσουμε».

Μετά τις πρόσφατες ιρλανδικές εκλογές, στις οποίες καταποντίστηκε το κόμμα που υπέγραψε το ιρλανδικό Μνημόνιο, το Δουβλίνο επιθυμεί επαναδιαπραγμάτευση των όρων του πακέτου, τόσο σχετικά με το επιτόκιο όσο και για ενδεχόμενο «τιμωρίας» των κατόχων ομολόγων ιρλανδικών τραπεζών με «κούρεμα». Η Κομισιόν επανέλαβε την Τρίτη την κάθετη αντίθεσή της τουλάχιστον στο δεύτερο.

Η Άνγκελα Μέρκελ ανέφερε στη συνέντευξη Τύπου της Τετάρτης πως τα επιτόκια δεν μπορούν να μειωθούν τεχνητά, όπως αναφέρει το Reuters, καθώς εκφράζουν το επίπεδο εμπιστοσύνης απέναντι σε μία χώρα.