Οσο το επίπεδο της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα παραμένει γελοίο- όπως είναι σήμερα- τόσο οι ξένοι θα αποφασίζουν για εμάς χωρίς να μας ρωτάνε. Την εβδομάδα που πέρασε είχαμε δύο γεγονότα που αν τα δει κανείς μαζί θα εξοργιστεί για το επίπεδο των πολιτικών μας: την επέτειο του «Οχι» και τη σύσκεψη των ευρωπαίων ηγετών για την αντιμετώπιση των κρίσεων στην ΕΕ. Με εξαίρεση την κυβέρνηση που αναγκαστικά ασχολείται με τα ευρωπαϊκά ζητήματα, η αντιπολίτευση- και κυρίως η αξιωματική- περί άλλα τυρβάζει. Κανείς δεν άρθρωσε μια λέξη για το τι σημαίνουν οι αλλαγές στη Συνθήκη της Λισαβόνας. Σύσσωμα τα κόμματα της αντιπολίτευσης κραύγασαν ένα νέο «Οχι» στο μνημόνιο.

Τι πρωτότυπο! Ούτε στο δημοτικό να ήμασταν. Και καθώς εδώ οι «ηγέτες» διαγκωνίζονται για το ποιος θα φωνάξει το πιο δυνατό «Οχι»- για να τους ακούσει ποιος άραγε; -, οι άλλοι ευρωπαίοι ηγέτες αποφασίζουν για τη νέα μορφή που θα πάρει η Ευρώπη, για το πώς θα μας δανείζουν από εδώ και πέρα, για το πώς θα μας τιμωρούν όταν ξεφεύγουμε από τους στόχους και γενικότερα για οτιδήποτε μας αφορά.

Καταλαβαίνει κανείς ότι οι έλληνες πολιτικοί προφανώς θεωρούν το κοινό στο οποίο απευθύνονται, δηλαδή τους ψηφοφόρους, αφελείς. Δεν εξηγείται αλλιώς το γιατί, αντί να κάνουν σοβαρές προτάσεις που θα συμβάλουν στην ανασύνταξη της χώρας, που θα εκσυγχρονίσουν το κράτος, κάθονται και κραυγάζουν σαν τα παιδιά του δημοτικού, χρησιμοποιώντας μάλιστα και γελοία παραδείγματα όπως αυτό του Καρατζαφέρη, «μας χτυπούσαν με ερπύστριες και Στούκας και τώρα με τα spreads».

Ο κ. Καρατζαφέρης έχει από καιρό καταλάβει στο Κοινοβούλιο τα έδρανα της «λαϊκής Δεξιάς» και μάλλον θα πάρει ψήφους από τη ΝΔ παρά θα χάσει προς τη ΝΔ. Πού το πάει όμως ο κ. Σαμαράς;

Με την τακτική που ακολουθεί έχει ήδη χάσει τους σκεπτόμενους ψηφοφόρους του κόμματός του. Θα του μείνουν στο τέλος μόνο μερικοί φανατικοί λαϊκιστές και ο ίδιος με την ανεύθυνη πολιτική που ακολουθεί θα παραδώσει το κόμμα του στην κυρία Μπακογιάννη, η οποία διατηρεί σοβαρότερη στάση. Και αυτό θα γίνει ξαφνικά χωρίς να έχει καταλάβει ο κ. Σαμαράς τι συνέβη και πώς οδήγησε τη ΝΔ στα ποσοστά της Πολιτικής Ανοιξης.

Ολα αυτά θα είχαν πλάκα αν η Νέα Δημοκρατία δεν ήταν κόμμα εξουσίας. Αν λειτουργούσε η δημόσια διοίκηση ανεξαρτήτως του ποιος κυβερνά, αν η χώρα είχε εξαγωγές και αν η οικονομία κάλπαζε. Τότε θα μπορούσαμε να απολαμβάνουμε το θέατρο σκιών των πολιτικών μας. Αν η χώρα ήταν Νορβηγία ή Ελβετία, θα μπορούσαμε να κάνουμε όσο χαβαλέ θέλουν οι αρχηγοί και οι βουλευτές τους.

Η κατάσταση όμως σήμερα απαιτεί κάτι περισσότερο από χαβαλέ. Απαιτεί συνεργασία, προτάσεις, ιδέες, ριζοσπαστικές παρεμβάσεις και κυρίως καθοδήγηση του λαού. Πώς θα προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες; Πώς θα επιβιώσει στον διεθνή ανταγωνισμό; Και χρειάζεται και κριτική στην κυβέρνηση. Χρειάζεται να διορθωθούν τα κυβερνητικά λάθη, που δεν είναι λίγα.

Υπάρχουν πολλά πράγματα που θα μπορούσε να κάνει η αξιωματική αντιπολίτευση για να βοηθήσει αντί να κραυγάζει χωρίς νόημα.