«Λάθος έκανε ο κ.Αλμούνια όταν προέβλεψε ότι η κρίση και η ύφεση έχουν ημερομηνία λήξης το 2010. Λάθος κάνουν και οι υπόλοιποι… σοφοί του κόσμου αν πιστεύουν ότι ο κύκλος της κρίσης και της ύφεσης,που είναι ο σοβαρότερος μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μπορεί να έχει διάρκεια μόνο δύο χρόνια».Με αυτή τη φράση κορυφαίος επιχειρηματίας στον χώρο των κατασκευών και της ενέργειας ουσιαστικά συνόψισε τις απόψεις των περισσοτέρων συναδέλφων του από τον χώρο της βιομηχανίας, της μεταποίησης και των κατασκευών για τη διεθνή κρίση και ύφεση που επηρεάζει τη χώρα μας. Δυστυχώς, σύμφωνα με τους ίδιους τους εργοδότες, το μέλλον της απασχόλησης του επιχειρείν παρουσιάζεται ζοφερό. Περισσότεροι από δέκα επιχειρηματίες, μέτοχοι και μάνατζερ οι ίδιοι και μέλη του ΣΕΒ, εκτιμούν ότι η Ελλάδα μόλις μπήκε στο τούνελ της κρίσης και ότι η πραγματική ύφεση στην ελληνική οικονομία με «λουκέτα» και απολύσεις δεν έχει ακόμη αρχίσει και όταν μπούμε βαθιά στο πηγάδι της κρίσης είναι αμφίβολη και η ημέρα εξόδου.
«Η μεταλλουργία είναι υπερδανεισμένη και με την πτωτική πορεία του τζίρου αναγκαστικά θα προχωρήσει σε απολύσεις,με δεδομένο ότι και οι τράπεζες είναι πλέον φειδωλές στην παροχή περαιτέρω δανειοδότησης» τονίζει στέλεχος κορυφαίου μεταλλουργικού ομίλου της χώρας με έντονη δραστηριότητα στο εξωτερικό. Φαίνεται ότι το πρόβλημα είναι πολυσύνθετο και δομικό για την ελληνική βιομηχανία, σχετίζεται δε άμεσα με την ανταγωνιστικότητά της σε σχέση με τις άλλες οικονομίες με τις οποίες διαγωνίζεται στον διεθνή χώρο.
Τι ακριβώς συμβαίνει με έναν κλάδο που απασχολεί περισσότερους από 50.000 εργαζομένους σε μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις σε όλη τη χώρα; Οι ελληνικές βιομηχανίες στη μεταλλουργία δανείστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια για να αποκτήσουν σαφές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα τόσο στην επέκτασή τους στα Βαλκάνια όσο και στις εξαγωγές τους σε μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, όπως η γερμανική και η γαλλική. Στο διάστημα αυτό το μεν κόστος του χρήματος ήταν σε λογικά επίπεδα, το δε λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων παρέμενε στάσιμο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μειωνόταν.
Οι αντίστοιχες ανταγωνίστριες βιομηχανίες, κυρίως από την Ιταλία και την Ισπανία αλλά και από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως η Τουρκία, είχαν πάντοτε συγκριτικό πλεονέκτημα εις βάρος των ελληνικών: είτε τη μείωση του λειτουργικού κόστους (οι ιταλικές) είτε το πολύ χαμηλό εργασιακό κόστος (οι τουρκικές).
Εδώ και περίπου έναν χρόνο με προφανές «φρενάρισμα» της ζήτησης όλοι εκμεταλλεύθηκαν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα, ενώ οι ελληνικές βιομηχανίες αναγκαστικά συνέχισαν να δανείζονται. Το ξέσπασμα της κρίσης ουσιαστικά οδηγεί την ελληνική μεταλλουργία σε ένα είδος «βίαιης προσαρμογής» ώστε οι βιομηχανίες να παραμείνουν στοιχειωδώς ανταγωνιστικές σε μια ευρωπαϊκή αγορά συρρικνούμενη και αρκούντως προβληματική.
Οπως λένε οι ίδιοι οι άνθρωποι της μεταλλουργίας, «με δεδομένο το κλείσιμο της στρόφιγγας από τις τράπεζες,διαθέτουμε μόνο δύο επιλογές: το κλείσιμο συγκεκριμένων μονάδων ή τη μείωση του προσωπικού. Η απειλή που πλανάται στον αέρα είναι σαφής:Κορυφαίοι όμιλοι της μεταλλουργίας στην Ελλάδα, όπως είναι οι εταιρείες του ομίλου Βιοχάλκο (Χαλκόρ,Σιδενόρ,ΕΤΕΜ) ή άλλες γνωστές ελληνικές βιομηχανίες (Χαλυβουργική, Αλουμίνιον, Αλουμύλ),βρίσκονται στο σταυροδρόμι κρίσιμων αποφάσεων για το μέλλον των μονάδων τους».
«Κλειδί» για την αρωγή σε αποφάσεις που δεν θα θίξουν την απασχόληση είναι το «κρατικό χαλί» που μπορεί να στρωθεί σε αυτές τις επιχειρήσεις, όσο φυσικά το επιτρέπει η Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά και η μείωση του ενεργειακού κόστους. Η τελευταία προσωρινά τουλάχιστον είναι πραγματικότητα λόγω της ραγδαίας αποκλιμάκωσης των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Οσον αφορά την κρατική υποστήριξη, παρ΄ όλο που τυπικά δεν είναι νόμιμη με βάση τις κοινοτικές οδηγίες, μπορεί να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ιταλίας που με διάφορους τρόπους, άμεσους ή έμμεσους, βοηθά τη μεταλλουργία της.
Ο τομέας της ενέργειας παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον διότι είναι ο μοναδικός στον οποίο συνεχίζονται οι επενδύσεις παρά την κρίση. Και όμως, στον τομέα αυτόν η κυβέρνηση ελάχιστα πράγματα έχει κάνει για να βοηθήσει τις επενδύσεις που γίνονται ή προγραμματίζονται. Η επένδυση των ΕΛΛΠΕ στην Ελευσίνα ύψους 1 δισ. ευρώ και οι επενδύσεις στην αιολική ενέργεια προγραμματισμού περίπου 3 δισ. ευρώ είναι τα μεγαλύτερα σχέδια σε εξέλιξη. Χαρακτηριστικό με τα αιολικά πάρκα είναι ότι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας αξιολογεί με την ίδια σειρά και χωρίς προτεραιότητα μια επένδυση αιολικών πάρκων ύψους π.χ.
50 εκατ. ευρώ και μια μικροεπένδυση φωτοβολταϊκών ύψους 100.000 ευρώ!
Δεν έχει δηλαδή καθιερώσει η ΡΑΕ έναν στοιχειώδη συντελεστή σταθμικότητας για κάθε επένδυση ανάλογα με το ύψος του ποσού που θα επενδυθεί και με τις θέσεις εργασίας που θα διασφαλίσει. Αλλά και οι υπηρεσίες του υπουργείου Ανάπτυξης καθυστερούν αδικαιολόγητα να εγκρίνουν επενδύσεις αιολικών πάρκων, πολλές φορές με αστείες δικαιολογίες του τύπου «δεν ξέρω αν αυτή η επένδυση είναι βιώσιμη», λες και ένας διευθυντής υπουργείου ενδιαφέρεται για το αν θα χάσει τα λεφτά του ένας επιχειρηματίας σε μια μη βιώσιμη επένδυση. Εκτός και αν ένας υπάλληλος υπουργείου ενδιαφέρεται γενικώς (και όχι αορίστως) για τα χρήματα ενός επενδυτή… Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζει ο κλάδος των τσιμέντων, που είναι ιδιαίτερα ισχυρός στην Ελλάδα λόγω της παρουσίας του ομίλου Τιτάν των οικογενειών Κανελλόπουλου και Παπαλεξόπουλου και του «πολυεθνικού» Ηρακλή που ανήκει στη γαλλική Lafarge. Η κρίση όμως δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για τον Τιτάνα, όπως τόνισε προσφάτως στο «Βήμα» ο πρόεδρος του ομίλου και πρώην πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Α. Κανελλόπουλος , αφού με τα προβλήματα που αντιμετώπισε στις ΗΠΑ ο Τιτάν έχει προετοιμαστεί για «ακόμη πιο δύσκολες ημέρες». Ωστόσο τα προβλήματα παραμένουν και για τις δύο μεγάλες τσιμεντοβιομηχανίες της χώρας, αφού το πλεονέκτημα που είχαν, της έμμεσης χρηματοδότησης των εξαγωγών μέσω της εσωτερικής παραγωγής, φαίνεται ότι χάνεται.
Στον κλάδο των δομικών υλικών, όπου δραστηριοποιούνται πολλές μεσαίες και μικρομεσαίες βιομηχανίες εξαρτημένες άμεσα από την οικοδομική δραστηριότητα, η κατάσταση διαγράφεται ζοφερή.
Η ραγδαία πτώση της οικοδομής έχει οδηγήσει σε δραματική μείωση παραγωγής, με τις απολύσεις και τα «λουκέτα» να βρίσκονται πλέον προ των πυλών.
Στον κλάδο των ναυπηγείων η εξάρτηση από τα προγράμματα εξοπλισμών του Πολεμικού Ναυτικού είναι άμεση, τόσο για τα Ελληνικά Ναυπηγεία Σκαραμαγκά που ανήκουν στη γερμανική Τhussen Κrupp όσο και για τα Ναυπηγεία Ελευσίνος, συμφερόντων του κ. Ν. Ταβουλάρη και των συνεργατών του. Το πρόβλημα των φρεγατών που εξαγγέλθηκε μόλις χθες δεν αποκλείεται να δώσει ώθηση στα Ναυπηγεία, ανάλογα βέβαια και με τη διαπραγμάτευση που θα γίνει με τη Γαλλία.
Στον κλάδο των φαρμάκων, των καλλυντικών και των χημικών, ο οποίος ανθεί στην Ελλάδα και πρωταγωνιστεί σε εξαγωγές, η κρίση έχει αρχίσει σιγά σιγά να εμφανίζεται, παρ΄ όλο που κάποιοι θεωρούσαν ότι θα είναι από τους τελευταίους που θα πληγούν. Κυρίως οι παραγγελίες φαρμακευτικών σκευασμάτων (παραφαρμάκων, όπως ονομάζονται) και καλλυντικών βρίσκονται σε φάση αναμονής και πολλοί δεν αποκλείουν σύντομα να υπάρξει πρόβλημα. Οσο και αν δεν το έχουν συνειδητοποιήσει πολλοί, ο κλάδος αυτός παρέχει χιλιάδες θέσεις εργασίας και πιθανή κρίση θα δημιουργήσει πολύ μεγάλα προβλήματα.
Η κρίση όμως είναι πραγματικότητα για τον κλάδο των τροφίμων, κυρίως στον τομέα των εξαγωγών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κάποια επενδυτικά σχέδια με εξαγορές και συγχωνεύσεις ή μετοχικές συνεργασίες που είχαν δρομολογηθεί την περασμένη χρονιά έχουν «παγώσει» σήμερα. Κορυφαίος μάνατζερ του κλάδου επισημαίνει χαρακτηριστικά προς «Το Βήμα» ότι «τα δύσκολα δυστυχώς βρίσκονται μπροστά μας και θα βρίσκονται για πολύ καιρό ακόμη», συμπληρώνοντας έτσι το παζλ της απαισιοδοξίας.
Αφήσαμε τελευταίο τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, όπου η κατάσταση χαρακτηρίζεται δραματική από τον ίδιο τον πρόεδρο του Συνδέσμου Κλωστοϋφαντουργών κ. Ελ.Κούρταλη που έχει ζητήσει επίσημα να καθιερωθεί για όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου εβδομάδα εργασίας τεσσάρων ημερών και τα επιπλέον ημερομίσθια που δεν καταβάλλουν οι επιχειρήσεις να τα επωμίζεται το κράτος. Οι απολύσεις, τα κλεισίματα εργοστασίων και η μεταφορά τους σε άλλα κράτη βρίσκονται στην ημερησία διάταξη, με εξαιρετικά δυσάρεστες κοινωνικές συνέπειες. Ενας κλάδος που άλλοτε στήριζε την ελληνική οικονομία, σήμερα εξαφανίζεται μάλλον αβοήθητος.



