Δηλώνω εξαρχής ότι δεν μπορώ να ιδιοποιηθώ το επίτευγμα του Νίκου Παναγιωτόπουλου, το «ποίημα» των πεντακοσίων σελίδων με τον αινιγματικό τίτλο Σύσσημον. Τούτο σημαίνει ότι δεν μπορώ να εξηγήσω περί τίνος πρόκειται, ούτε τι αποκρύπτει, ούτε σε ποιο λογοτεχνικό είδος ακριβώς ανήκει. Διότι αυτό το σπουδαίο έργο, έργο του άλλου, έργο ενός ξένου (ενός «εξωμερίτη της ύπαρξης»), ενός διαφοροποιημένου ως προς την κοινότητα των ποιητών, αυτό το «ποίημα κλειστής κατηγορίας», όπως ο ίδιος το αποκαλεί, υπερβαίνει το μέτρο, καλεί τις Ερινύες να καταδιώξουν τους μετρίους. Δηλώνω ότι δεν μπορώ να το ιδιοποιηθώ, παρ’ ότι το ιδιοποιούμαι εξ ολοκλήρου. Εκθέτω, μαζί με τον θαυμασμό μου για τον ποιητή, και την αμηχανία μου. Υπερβάλλω. Είναι, επομένως, φυσικό και να τον διαβάλλω.


Υπάρχει μια κατευθυντήρια γραμμή, στο ανάλογο της μεσαιωνικής μυθιστορίας ποίημά του, την οποία ο Παναγιωτόπουλος ακολουθεί, κεφάλαιο προς κεφάλαιο, εδώ και είκοσι χρόνια που συγγράφει το Σύσσημον (Τα Κεφάλαια είναι ο υπότιτλος του έργου). Υπάρχει μια γραμμή πλεύσεως – ένας «μεσημβρινός» – που «ταξιδεύει νυχτοήμερα / μέσα στην ελευθερία της μηδαμινότητάς του που είναι απέραντη / προς τον πάγκο του καλλιτεχνήματος που είναι άδειος». Αυτή η «πορεία» στην καρδιά του σκότους, προδιαγεγραμμένη από «σκισμένους χάρτες που επιπλέουν στην άγραφη θάλασσα», οδηγεί αυτόν τον «Δημήτρειο άνθρωπο» στο Είναι, υπό το φως του οποίου το ποίημά του ζητά να διαλάμψει, όπως και αν αυτό ερμηνευτεί, είτε ως υπόσταση είτε ως ενέργεια είτε ως γνόφος. Τον οδηγεί στο Πράγμα – το κενό που σκιαγραφεί το βάζο και όχι τον άργιλο που χαράσσει το περίγραμμα. Γι’ αυτό το Πράγμα έγραψε ο Παναγιωτόπουλος, γι’ αυτό θα συνεχίσει να γράφει, ή μάλλον το αντίστροφο: Αυτό το Πράγμα γράφει τον Παναγιωτόπουλο, αυτό θα συνεχίσει να τον γράφει «κάτω απ’ τον πλάτανο της σκέψης του στο μαγαζί του / επιστάτη παρά μέλος μιας ζωντανής κοινότητας», ο οποίος ακούει να του λέει «αυτό που κλαίει μέσα του: “ζεις στο πιο αξιοθρήνητο επίπεδο της πραγματικότητας”». Ζει όμως και στο πιο περίοπτο. Αλίμονο σ’ αυτόν που διαβιώνει ανάμεσα, που δεν αμφιβάλλει για το ποιος γράφει τι, που εκβιάζει μια ερμηνεία του ποιήματος εντός ενός «ήθελες να πεις αυτό που δεν ήξερες ότι ήθελες να πεις», αντί να υποδέχεται μια εκδοχή ενός «αυτό που ήξερες ότι ήθελες να πεις δεν θέλεις να το πεις, και δεν το λες, ακόμη κι όταν σχοινοτενώς το αφηγείσαι».


«Θα κάνω λόγο για τα ζώα που διατέλεσαν οι παιδαγωγοί της ανθρωπότητας (μιας και δεν θέλω καθόλου να είμαι στο μονοπάτι της ύβρης)» γράφει ο Παναγιωτόπουλος. Ε, λοιπόν, όχι, στο υπέρμετρο, υπερβολικό Σύσσημον ο Παναγιωτόπουλος κάνει λόγο για τους ανθρώπους. Σ’ αυτούς θα ήθελε ν’ απευθυνθεί, στον «πελάτη» που τον ερωτά: «Μήπως έχεις τον ελληνικό τροχό που έχασε τις ακτίνες του;». Τι άλλο θα μπορούσε όμως να του ζητήσει ο «πελάτης», τι θα μπορούσε να του πει; Τα ακόλουθα: «Δες ποιος είσαι στον καθρέφτη του ποιήματος που έγραψες. Κι εμείς βλέπουμε τη φαντασμαγορία. Να μας το επιτρέψεις. Αυτοβιογραφήσου (όπως εμείς), διότι το ποίημά σου σε ετερο-θανατο-γραφεί. Μετάτρεψέ το από αιτία καθ’ εαυτήν σε αιτία για σένα (όπως εμείς). Γέννα το ομοίωμα του ποιήματός σου από το σώμα σου, σε μια κυκλική κίνηση φαυλότητας, όχι στην ευθύτητα της αγιότητας που επέλεξες. Εξαπατήσου, και να μην πνιγείς στη λίμνη των δακρύων σου. Δώσε στους αναγνώστες σου το πιο κοινότοπο, όχι το πιο ιδιωματικό, για να μπορέσουμε να σου εξιστορήσουμε και τη δική μας φαντασίωση· απαλλαγμένοι από την υπερβατική σου προοπτική, παθιασμένοι για εμμένεια, έχοντας προηγουμένως γελάσει με το μοτίβο της σωτηρίας και παρηγορηθεί για τη χαμένη καταγωγή, το κέντρο ή τις πατρίδες, αδιαφορώντας για το πήδημα του τίγρη στο μελλοντικό παρελθόν, υποδυόμενοι την κατάφαση του παιδαγωγού γαϊδάρου (ja, ja! ναι, ναι!), όταν οι δαίμονες θέλουν να μας παραπλανήσουν. Αυτός ο δρόμος που σε οδηγεί στο Πράγμα – το πονηρό το μονοπάτι της γραφής – εμάς, στο κάτω κάτω της γραφής, μας φτάνει και μας περισσεύει».