Οταν τον Απρίλιο του 2002 ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι συνοδευόμενος από τον διευθυντή του γραφείου του Λιούις Λίμπι επισκέφθηκε το κέντρο της CIA στο Λάγκλεϊ της Ουάσιγκτον ούτε ο Τζορτζ Τένετ, ο διευθυντής της Υπηρεσίας, έδωσε σημασία παρ’ όλο που σπανίως ένας αντιπρόεδρος έκανε τέτοιες επισκέψεις. Οταν όμως λίγες ημέρες αργότερα στο Λάγκλεϊ έκανε την εμφάνισή του ο υφυπουργός Αμυνας Πολ Γούλφοβιτς κάτι άρχισαν να υποπτεύονται ορισμένοι. Σήμερα αποκαλύπτεται ότι οι Τσένι και Γούλφοβιτς «έκαναν πολλαπλές επισκέψεις με άκρα μυστικότητα» στο κέντρο της Υπηρεσίας Πληροφοριών για έναν συγκεκριμένο σκοπό: Να «κατασκευάσουν» μια εκτίμηση για το οπλοστάσιο του Ιράκ η οποία «θα ταίριαζε στους στόχους της κυβέρνησης Μπους», έγραψε το «Washington Post» την περασμένη Πέμπτη με βάση δήλωση ανώτατου αξιωματούχου της CIA· ο οποίος πρόσθεσε ότι οι Τσένι και Γούλφοβιτς απαίτησαν από την Υπηρεσία να τους παράσχει «τα στοιχεία που εκείνοι ήθελαν» για τα όπλα του Σαντάμ. Αλλες πηγές αποκαλύπτουν σήμερα ότι η πολιτική ηγεσία του Πενταγώνου ζητούσε «επιμόνως κάτι που να συνδέει τον Σαντάμ με την Αλ Κάιντα».
Ούτε τέτοια σύνδεση υπήρχε ούτε τα στοιχεία τα οποία είχε για το Ιράκ η CIA δικαιολογούσαν τους ισχυρισμούς του Λευκού Οίκου για όπλα μαζικής καταστροφής, γεγονός το οποίο «προκάλεσε τις επιτιμήσεις του Γούλφοβιτς για τους πράκτορες», σύμφωνα με εκμυστηρεύσεις πηγών της Υπηρεσίας. Αν η CIA δεν ήταν ικανή να δώσει τα στοιχεία που ήθελε το Πεντάγωνο, υπήρχε και άλλη οδός. Ετσι δημιουργήθηκε μια «μικρή ομάδα ειδικών» υπό τον υφυπουργό για θέματα Αμυντικής Πολιτικής Πολ Φιθ, η οποία φυσικά δεν άργησε να ικανοποιήσει τα ενδιαφέροντα των «ιεράκων». Την Τετάρτη ήταν ο ίδιος ο Φιθ που υπό την πίεση ορισμένων μελών του Κογκρέσου αναγκάστηκε να ομολογήσει την ύπαρξη και τα «έργα» αυτής της ομάδας, η δημιουργία της οποίας «από αβλεψία» (!) δεν ανακοινώθηκε στο Κογκρέσο ως όφειλε. Δεν περνά ημέρα όπου στην Αμερική και στη Βρετανία να μην έρχονται στη δημοσιότητα στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν κάτι που στην Ευρώπη τουλάχιστον ήταν εξαρχής βέβαιο. Οτι όλη αυτή η υπόθεση των «όπλων μαζικής καταστροφής» του Σαντάμ ήταν μια υπερβολή και ένα πρόσχημα. Ο Χανς Μπλιξ στην τελική έκθεση των επιθεωρητών που κατέθεσε στο Συμβούλιο Ασφαλείας την Παρασκευή γράφει ότι ήταν αναξιόπιστες οι πληροφορίες που του έδωσαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία για τα όπλα και ότι το Ιράκ δεν διέθετε το οπλοστάσιο που δήθεν είχε ούτε την τεχνική της παραγωγής τους. Και οι αντιδράσεις έρχονται σαν χιονοστρόβιλος: Στις ΗΠΑ ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους αποφεύγει να αναφερθεί στα όπλα και όταν αναγκάζεται να δώσει εξηγήσεις βεβαιώνει ότι αυτά θα αποκαλυφθούν «εν καιρώ». Πολύ ισχυρότερες οι αντιδράσεις στη Βρετανία, όπου ο Τόνι Μπλερ βρίσκεται ουσιαστικά υπό κατηγορία. Εργατικοί βουλευτές ζητούν ως και την παραίτησή του και ο Τύπος κάνει λόγο για βρετανικό Γουότεργκεϊτ.
Ο Μπους υπεκφεύγει προς το παρόν ενώ ο Μπλερ είναι ήδη κατηγορούμενος
Ηταν «κατά παραγγελίαν» οι αποδείξεις για όπλα μαζικής καταστροφής που τάχα διέθετε το Ιράκ, κατηγορούν τον πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ ο ηγέτης των Συντηρητικών Ιεν Ντάνκαν Σμιθ αλλά και Εργατικοί βουλευτές, μάλιστα αξιωματούχος των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών βεβαιώνει ότι «ήταν υπό συνεχή πίεση» και ότι «έξι ως οκτώ φορές» επεστράφη από το πρωθυπουργικό γραφείο ο φάκελος για το Ιράκ ώστε να γίνουν «οι βελτιώσεις» που επιθυμούσε ο πρωθυπουργός. Ο κ. Μπλερ αρνείται την οποιαδήποτε ανάμειξη αλλά η Βουλή των Κοινοτήτων ανέθεσε την Τετάρτη σε δύο επιτροπές της να εξετάσουν τη βασιμότητα των όσων κατά καιρούς ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του ισχυρίστηκαν για το πυρηνικό οπλοστάσιο του Σαντάμ. Ιδιαίτερα επικρίνεται ο Τόνι Μπλερ για τη δήλωσή του ότι «το Ιράκ μπορεί εντός 45 λεπτών να εξαπολύσει χημικό πόλεμο». Ο πρώην υπουργός λόρδος Χίλι δήλωσε ότι ο κ. Μπλερ οφείλει να παραιτηθεί «αν υπάρξει κάτι το περίεργο σχετικώς με τα όπλα» του Ιράκ και η πρώην υπουργός Κλερ Σορτ δήλωσε ότι η ενημέρωση που είχε από τις υπηρεσίες ασφαλείας την είχαν πείσει ότι «γινόταν σκόπιμη διόγκωση της απειλής». Εβδομήντα Εργατικοί βουλευτές ζητούν από τον πρωθυπουργό να δώσει στη δημοσιότητα «όλα τα στοιχεία που τον οδήγησαν στο να πάρει αποφάσεις υπέρ του πολέμου» και ο βουλευτής Μάλκολμ Σάβιτζ δήλωσε ότι υπάρχει πρόβλημα αξιοπιστίας για τον πρωθυπουργό, το κόμμα και την κυβέρνηση, το οποίο «ίσως είναι πολύ σοβαρότερο και από το Γουότεργκεϊτ».
Κατά το BBC, η αντίδραση της Βουλής εκφράζει την «αγανάκτηση, την οργή και τη διαμαρτυρία» των Βρετανών. Το 44% εκείνων που είχαν πιστέψει ότι το Ιράκ διέθετε τέτοια όπλα δηλώνουν τώρα ότι «αντιλαμβάνονται πως τους κορόιδεψαν», σύμφωνα με δημοσκόπηση του «Daily Telegraph». Αποκαλύπτεται επίσης ότι ο υπουργός Εξωτερικών Τζακ Στρο είχε εκφράσει αμφιβολίες στον Κόλιν Πάουελ για την αξιοπιστία των πηγών πληροφοριών του και ο «Guardian» γράφει ότι ο πρώην υπουργός Ρόμπερτ Κουκ «από την πρώτη στιγμή δήλωσε στον Μπλερ ότι η όλη υπόθεση βρωμά», αλλά ο πρωθυπουργός δεν έδωσε προσοχή με αποτέλεσμα, όπως τόνιζε την Πέμπτη η «Daily Mirror», «σήμερα κανένας δεν πιστεύει λέξη από όσα λέγει ο πρωθυπουργός». Για τη Βουλή των Κοινοτήτων έχει ιδιαίτερη σημασία «η επαλήθευση των κυβερνητικών ισχυρισμών» τονίζει ο πολιτικός αναλυτής του BBC Τζόναθαν Μάρκους. Από το αν ήταν αληθινά τα στοιχεία που παρουσίασε ο πρωθυπουργός, γράφει, εξαρτάται αν ο πόλεμος ήταν δικαιολογημένος, αν υπάρχει θέμα αξιοπιστίας και πολιτικής εντιμότητας των κυβερνώντων και αν οι υπηρεσίες Πληροφοριών λειτουργούν σωστά. Ο Μάρκους αμφιβάλλει για τις υπηρεσίες. Αλλοι βρετανοί σχολιαστές θέτουν ωμότερα το θέμα: Παίρνοντας σχεδόν ως δεδομένο ότι το Ιράκ δεν διέθετε τα όπλα διερωτάται ο αρθρογράφος του «Guardian» αν σε πραγματική απειλή «θα σπεύσει έστω και ένας Βρετανός» να πιστέψει τις δηλώσεις των ηγετών του.
Ο πόλεμος ήταν πραγματική σκευωρία
Το Ιράκ ούτε έκρυβε ούτε είχε όπλα μαζικής καταστροφής και αυτό ήταν εν γνώσει της CIA και των άλλων μυστικών υπηρεσιών της Αμερικής πολύ προτού ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους διατάξει τον στρατό να επιτεθεί. Το γνώριζαν οι «ιέρακες» Τσένι, Γούλφοβιτς, Περλ κ.ά., το είχαν υποπτευθεί οι Κόλιν Πάουελ, Τζορτζ Τένετ, Κοντολίζα Ράις και μόνο ο πρόεδρος φαίνεται να το πίστευε. Την περασμένη Κυριακή ο Γούλφοβιτς δήλωσε ωμότατα ότι τα όπλα ήταν «απλώς μια γραφειοκρατική προβολή».
Στοιχεία που φθάνουν στη δημοσιότητα και δηλώσεις αξιωματούχων και υπεύθυνων πηγών της Ουάσιγκτον αποκαλύπτουν ότι ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν μια πραγματική σκευωρία. Συνεργοί σ’ αυτήν, γράφει το «Newsweek», ήταν οι αξιωματικοί του ιρακινού στρατού που κατά καιρούς κατέφευγαν σε άλλες αραβικές χώρες. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε ο Αχμέντ Σαλαμπί, ο (φυγόδικος για τραπεζικές απάτες στην Ιορδανία) προστατευόμενος του Ρίτσαρντ Περλ, που προαλείφεται σήμερα να αναλάβει πρωθυπουργός στο Ιράκ. Τρεις από τις «αποδείξεις» για το τρομερό οπλοστάσιο του Σαντάμ Χουσεΐν, τις οποίες κατά κόρον παρουσίασαν ο πρόεδρος Μπους και οι υπουργοί του, αποκαλύπτεται τώρα ότι ήταν προϊόντα σκόπιμης παραπλάνησης. Συγκεκριμένα:
Ο Λευκός Οίκος είχε ενημερωθεί πολύ ενωρίς από τον Γκρεγκ Τίλμαν, διευθυντή της υπηρεσίας Πληροφοριών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ότι τα έγγραφα τα οποία υποτίθεται πως αποδείκνυαν ότι το Ιράκ αγόρασε ποσότητες ουρανίου από τον Νίγηρα για να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα ήταν «κακότεχνα κατασκευάσματα» και ότι τα πρόσωπα που αναφέρονταν στις συμφωνίες ήταν ανύπαρκτα είτε είχαν πεθάνει προ ετών. Παρ’ όλα αυτά στις 7 Οκτωβρίου 2002 ο πρόεδρος Μπους δήλωσε ότι ο Σαντάμ θα ήταν δυνατόν «να διαθέτει πυρηνικά όπλα σε διάστημα μικρότερο του έτους».
Ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι και ο υπουργός Ντόναλντ Ράμσφελντ επανειλημμένα μίλησαν για «στενές σχέσεις συνεργασίας» Σαντάμ και Αλ Κάιντα και ο πρόεδρος Μπους βεβαίωσε, στις 27 Ιανουαρίου 2003, ότι ο αεροπειρατής της 11/9 Μουχάμαντ Ατα είχε συναντηθεί στην Πράγα τον Απρίλιο 2001 με πράκτορα των ιρακινών μυστικών υπηρεσιών. Το FBI όμως είχε πολύ ενωρίτερα ενημερώσει τον Λευκό Οίκο και το Πεντάγωνο ότι ο Ατα εκείνο τον καιρό βρισκόταν στη Φλόριντα, ήταν υπό παρακολούθηση, μάλιστα η αστυνομία είχε στα χέρια της αποδείξεις από τα ξενοδοχεία στα οποία διέμενε.
Οι περιβόητες «οβίδες» αλουμινίου που βρήκαν οι επιθεωρητές του ΟΗΕ σε κάτι αποθήκες εμφανίστηκαν από το Πεντάγωνο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ως «εσωτερικό κέλυφος υποδοχής πυρηνικής βόμβας» και ότι αγοράστηκαν με κάθε μυστικότητα. H είδηση διοχετεύθηκε καταλλήλως στους «New York Times» και έγινε μέγα διεθνές θέμα ως «πειστήριο» των σχεδίων του Ιράκ για ατομικά όπλα. Στο Internet όμως υπήρχε επί μήνες αγγελία για την αγορά τους και αυτό ήταν εν γνώσει της CIA. Το υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ γνωμάτευσε ότι οι «οβίδες» σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν «για οποιοδήποτε στάδιο κατεργασίας του ουρανίου». Φυσικά αυτό το πληροφορήθηκαν και η κυρία Ράις και ο Κόλιν Πάουελ. Και οι δύο όμως δήλωσαν τον περασμένο Φεβρουάριο ότι ήταν «σχεδόν βέβαιοι» ότι οι «οβίδες» ήταν σύνεργα της πυρηνικής βιομηχανίας του Σαντάμ.



