Συνήθως διαβάζουμε τα μεγάλα και σημαντικά έργα των φιλοσόφων. Και καλά κάνουμε, γιατί εκεί θα βρούμε τις ιδέες, την άρθρωση των επιχειρημάτων, τις βασικές θέσεις που κάνουν μια φιλοσοφία να μοιάζει με επιβλητικό οικοδόμημα. Τα έργα αυτά είναι σοβαρά και τα πλησιάζουμε με την ανάλογη διάθεση και τον απαιτούμενο σεβασμό, που μας απαγορεύουν τις περισσότερες φορές την παραμικρή παραχώρηση στη διασκέδαση και στο χιούμορ.


Υπάρχουν όμως και φιλοσοφικά δοκίμια που γράφτηκαν από μεγάλους φιλοσόφους, μπροστά στα οποία αισθανόμαστε αμήχανοι: δεν ξέρουμε πού να τα κατατάξουμε, δεν μπορούμε να διακρίνουμε εύκολα τον στόχο τους και τούτο γιατί δεν ανταποκρίνονται στην καθιερωμένη εικόνα του συγγραφέα τους. Στις περιπτώσεις αυτές η κριτική μοιάζει να ασπάζεται δύο κυρίως στάσεις: αποφασίζει είτε να υπερτιμήσει το κείμενο και να διακρίνει σε αυτό λανθάνουσες αρετές είτε να το υποτιμήσει ­ και τότε το αγνοεί.


Οι δύο προηγούμενες στάσεις δοκιμάστηκαν στο παράξενο κείμενο του Καντ που επιγράφεται Δοκίμιο περί των νόσων της κεφαλής και που δημοσιεύθηκε το 1764 σε μια τοπική εφημερίδα της Κενιξβέργης. Σύμφωνα με την πρώτη στάση, οι ιστορικοί επιχείρησαν κατ’ αρχήν να βρουν στο Δοκίμιο μια απόπειρα του Καντ να καταγράψει και να ταξινομήσει τις αρρώστιες αυτές, εφαρμόζοντας τη μέθοδο του Λιναίου σε ένα είδος φυσικής ιστορίας των ασθενειών του κεφαλιού. Στην προοπτική αυτή ο Καντ θα ήταν ο πρόδρομος της ψυχιατρικής και θα μπορούσαμε έτσι να προσθέσουμε έναν ακόμη τίτλο στον ήδη δαφνοστεφή συγγραφέα της Κριτικής του καθαρού λόγου. Η υπόθεση αυτή ωστόσο ακυρώνεται από το γεγονός ότι τα μεγάλα ονόματα της γερμανικής αλλά και γενικότερα της ευρωπαϊκής ψυχιατρικής του 19ου αιώνα αγνοούν επιδεικτικά την ταξινόμηση του Καντ, παρ’ όλο που γνωρίζουν το σύντομο Δοκίμιο.


Αν ο Καντ δεν συγκαταλέγεται στους προδρόμους της ψυχιατρικής, πώς μπορεί να διασωθεί η αξιοπρεπής υπόσταση του Δοκιμίου; Στην ερώτηση δοκίμασε να απαντήσει ο ιστορισμός, ο οποίος παραβλέπει τις επιταγές της λογικής και της ιστορίας και υποκύπτει στη γοητεία της χρονολογίας.


Με δεδομένο τον θαυμασμό του Καντ για τον Ρουσό, και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Αιμίλιος και το Κοινωνικό Συμβόλαιο δημοσιεύονται το 1762, ορισμένοι ιστορικοί αποφάσισαν ότι στο Δοκίμιό του ο Καντ, στηριζόμενος στις αντιλήψεις του Ρουσό, υποστηρίζει στην ουσία ότι η τρέλα οφείλεται στην κοινωνία: στη φυσική κατάσταση όπου οι άνθρωποι ζουν ο καθένας μόνος του δεν υπάρχουν τρελοί· τρελοί υπάρχουν όταν ζούμε όλοι μαζί. Ετσι αν ο Καντ δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος της ψυχιατρικής, μπορεί τουλάχιστον να διεκδικήσει μια μικρή θέση μεταξύ των πρωτεργατών της κοινωνιολογίας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις αιτίες της τρέλας.


Είναι προφανές ότι η θέση αυτή δεν είναι και τόσο τιμητική για τον ιδρυτή της κριτικής φιλοσοφίας. Μόλις ένα τόσο δα σκαμνάκι δίπλα στις πολυθρόνες των ηρώων της ψυχιατρικής επιστήμης. Επειδή όμως, όπως και να το κάνουμε, η δυσαναλογία είναι μεγάλη ανάμεσα στον Καντ της Κριτικής και στον Καντ του Δοκιμίου, οι ιστορικοί προτίμησαν τελικά να υιοθετήσουν τη δεύτερη στάση: διακριτικά αλλά μεθοδικά αποσιώπησαν το μικρό Δοκίμιο του Καντ, το απέσυραν από την κυκλοφορία, το βαλσάμωσαν και το επιδεικνύουν μόνο ως σπάνιο δείγμα ιδιοτροπίας στη σκέψη και στη γραφή του μεγάλου φιλοσόφου. Δεν είναι όμως σίγουρο ότι οι δύο αυτές στάσεις αποτελούν τη μόνη επιλογή· ίσως υπάρχει και μία τρίτη η οποία συνίσταται στην προσεκτική ανάγνωση του ίδιου του κειμένου χωρίς τη βαριά σκιά των τριών Κριτικών που το απειλούν και μας τρομάζουν.


Ο Καντ δίνει τον τόνο ήδη από την αρχή του κειμένου, καθώς αναφέρεται στους «γιατρούς του νου, που ονομάζονται λογικοί, και στη σημαντική ανακάλυψή τους ότι το ανθρώπινο κεφάλι είναι ένα τύμπανο το οποίο αντηχεί μόνο και μόνο επειδή είναι κενό». Συμμεριζόμενος τη μεγάλη αυτή ανακάλυψη, ο Καντ θα προσπαθήσει να αναζητήσει το φάρμακο των νόσων της κεφαλής, «μιμούμενος τη μέθοδο των γιατρών οι οποίοι πιστεύουν ότι υπηρετούν καλά τον ασθενή τους όταν ονομάσουν την αρρώστια του και σκιαγραφώντας μια μικρή ονοματολογία των ασθενειών του εγκεφάλου από την παράλυσή του στη βλακεία ως τον αφανισμό του στην παραφροσύνη».


Ο ειρωνικός και περιπαικτικός αυτός τόνος δεν θα εγκαταλείψει ούτε στιγμή το κείμενο του φιλοσόφου, το οποίο στο σύνολό του αποτελεί ένα είδος περίτεχνης και αιχμηρής παρωδίας της σοβαροφάνειας των γιατρών που έχουν ειδικευτεί στις ασθένειες του νου. Από τη σκοπιά αυτή το Δοκίμιο του Καντ μόνο με την υψηλή τέχνη της κωμωδίας του Μολιέρου μπορεί να συγκριθεί και, όπως το θέμα προσφέρεται για πολύ γέλιο, ο Καντ διασκεδάζει με την ψυχή του.


Αν θεωρήσουμε ότι οι ασθένειες του νου εντοπίζονται στις εσφαλμένες κρίσεις εν γένει, ο Καντ διαπιστώνει ότι το κριτήριο αυτό είναι πλήρως αποτελεσματικό μόνο όταν χαρακτηρίζεται από μια μορφή ρευστότητας. Ετσι όταν ένας τίμιος άνθρωπος εκφέρει μια σταράτη και καθ’ όλα λογική κρίση ονομάζεται «καλός άνθρωπος» από έναν απατεώνα, στη γλώσσα του οποίου η έκφραση αυτή σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ηλίθιο. Γιατί «για έναν απατεώνα, μόνο όποιος του μοιάζει έχει μυαλό».


Εγκαταλείποντας τις πρώτες μορφές των ασθενειών του νου, όπως είναι η βλακεία ή η ηλιθιότητα, ο Καντ εξετάζει την ακραία μορφή που είναι η παραφροσύνη. Η καθοδηγητική αρχή στην προκειμένη περίπτωση ονομάζεται φαντασιοπληξία και ο ασθενής φαντασιόπληκτος.


Η φαντασιοπληξία είναι η κατάσταση εκείνη στην οποία ο ασθενής δεν μπορεί να διακρίνει τις παραισθήσεις από τις αναπόφευκτες ψευδαισθήσεις και να απομονώσει τις πρώτες από τις δεύτερες. Συνεπώς, ζώντας συνεχώς μέσα σε παραισθήσεις, ο φαντασιόπληκτος χάνει για τα καλά τα λογικά του και μπορεί να ονομαστεί παράφρων. Ο Καντ δίνει ένα παράδειγμα φαντασιοπληξίας το οποίο αξίζει να αναφερθεί: «Αν βάλω τον Αριστείδη ανάμεσα σε τοκογλύφους, τον Επίκτητο ανάμεσα σε αυλικούς και τον Ρουσό ανάμεσα σε καθηγητές της Σορβόννης, μου φαίνεται ότι ακούω ένα βροντερό γέλιο και εκατό φωνές να ωρύονται: τι φαντασιόπληκτος!».


Και όμως αυτή είναι η δουλειά του φιλοσόφου όταν επιχειρεί να αιχμαλωτίσει την πραγματικότητα μέσα σε αρχές, διακρίσεις, ταξινομήσεις, συλλογισμούς και συμπεράσματα. Ο Καντ το γνωρίζει καλά, γιατί την εποχή όπου γράφει το ειρωνικό Δοκίμιο για τις ασθένειες της κεφαλής, το μυαλό του κατασκευάζει τον λαβύρινθο της Κριτικής του καθαρού λόγου. Και ποιος μπορεί να τον βεβαιώσει ότι είναι στα συγκαλά του, όταν ξέρει ότι αυτό που προτείνει είναι μια καινούργια εικόνα του κόσμου;


Γι’ αυτό ίσως στο τέλος του κειμένου εμφανίζεται ο φιλόσοφος, ο οποίος ελπίζει στη συνδρομή του γιατρού, όταν από καιρού εις καιρόν θα επιχειρεί να γιατρευτεί από την τρέλα, «εγχείρημα μεγαλειώδες αλλά πάντοτε μάταιο». Ετσι η ειρωνεία του Καντ γίνεται αυτοσαρκασμός και τον τελευταίο λόγο στο Δοκίμιο τον έχει ο δάσκαλος του είδους: «Σύμφωνα με την παρατήρηση του Σουίφτ, ένα κακό ποίημα δεν είναι παρά ένας τρόπος να καθαρίσει κανείς τον εγκέφαλό του, ένας τρόπος που επιτρέπει στον άρρωστο ποιητή να απαλύνει την κατάστασή του. Γιατί δεν θα ίσχυε το ίδιο πράγμα για μια άθλια και αποτρόπαιη πραγματεία;»


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.