H συνεχής πτωτική τάση των τιμών του γρήγορου Internet σε συνδυασμό με τις αυξημένες πλέον ανάγκες των χρηστών για περισσότερη ταχύτητα, γεγονός που απαιτεί μεγαλύτερο εύρος ζώνης (bandwidth), έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα στη συγκεκριμένη αγορά από τις αρχές του χρόνου.
Ηδη το ADSL έχει γίνει αρκετά φθηνό και σημαντικός αριθμός χρηστών αρχίζει να προβληματίζεται σχετικά με το ποια σύνδεση θα επιλέξει και πόσα φυσικά θα πληρώνει τον μήνα.
Στην Ελλάδα σήμερα ο οικιακός χρήστης μπορεί να επιλέξει τη σύνδεσή του μέσα από τέσσερις κατηγορίες.
* H ελεύθερη πρόσβαση
H πρώτη κατηγορία σύνδεσης είναι το free ή ελεύθερο Internet. Οπως υποδηλώνει ο όρος, πρόκειται για μια σύνδεση η οποία δεν απαιτεί σύμβαση ή συνδρομή σε κάποιον παροχέα υπηρεσιών Διαδικτύου. Ο χρήστης δεν έχει παρά να συνδέσει τον υπολογιστή του με το modem και την τηλεφωνική γραμμή, να καλέσει τον αριθμό της συγκεκριμένης υπηρεσίας, να δώσει τον κωδικό και το συνθηματικό και στη συνέχεια να μπει στον κυβερνοχώρο. Ο χρήστης για την υπηρεσία αυτή χρεώνεται για το διάστημα που είναι συνδεδεμένος online με αστική χρέωση, δηλαδή 0,026 ευρώ ανά λεπτό (1,56 ευρώ την ώρα).
H δεύτερη κατηγορία είναι η γνωστή σε όλους dial-up PSTN. Ο τρόπος αυτός σύνδεσης, όπως και ο προηγούμενος, αφορά ταχύτητα ως 56 Kbps, τη χαμηλότερη δηλαδή δυνατή ταχύτητα που μπορεί να «σηκώσει» το τηλεφωνικό δίκτυο. Με βάση τα τιμολόγια των παροχέων υπηρεσιών Διαδικτύου αλλά και των προσφορών που κάνουν προς τους πελάτες τους, προκύπτει μια μεσοσταθμισμένη τιμή της τάξεως των 10 ευρώ μηνιαίως για τη συνδρομή στον παροχέα, στην οποία περιλαμβάνεται εκτός των άλλων δωρεάν λογαριασμός e-mail και φιλοξενία ιστοσελίδας. Στη μηνιαία, πάγια αυτή τιμή προστίθεται και ο χρόνος κατά τον οποίο ο χρήστης είναι συνδεδεμένος στο Διαδίκτυο. Σύμφωνα με τη χρέωση ΕΠΑΚ που ισχύει, η μία ώρα πρόσβασης στο Δίκτυο κοστίζει 0,352 ευρώ.
H τρίτη κατηγορία πρόσβασης, ISDN, διαφοροποιείται από την προηγούμενη μόνο ως προς την ταχύτητα και λιγότερο ως προς την τιμή. H διαδικασία σύνδεσης είναι ίδια, δηλαδή dial-up με συνδρομή. Το πάγιο μηνιαίο κόστος συνδρομής ISDN ανέρχεται μεσοσταθμικά σε 15 ευρώ για σύνδεση σε ταχύτητα 64 Kbps. H χρονοχρέωση είναι ακριβώς ίδια με την PSTN, δηλαδή 0,352 ευρώ ανά ώρα.
H τέταρτη κατηγορία σύνδεσης είναι η πολυσυζητημένη ADSL. Ο συνδρομητής της υπηρεσίας αυτής δεν έχει χρονοχρέωση, αφού είτε με ένα ADSL modem ή router (δρομολογητή) είναι συνέχεια συνδεδεμένος στο Διαδίκτυο. Το μηνιαίο κόστος είναι διπλό. Το ένα μέρος αφορά το πάγιο μηνιαίο τέλος της χρήσης του κυκλώματος ADSL του ΟΤΕ ενώ το άλλο μέρος αφορά τη μηνιαία συνδρομή στον παροχέα, όπως δηλαδή και με τις PSTN-ISDN συνδέσεις.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της αγοράς, και αφού λάβουμε υπόψη και τις προσφορές όλων των παροχέων, καταλήγουμε σε μια μεσοσταθμική τιμή της τάξεως των 25 ευρώ τον μήνα για σύνδεση σε ταχύτητα 384 Kbps (που περιλαμβάνει και την πάγια χρέωση του ΟΤΕ και του παροχέα). Το μέσο κόστος για γραμμή και σύνδεση ADSL ταχύτητας 512 kbps είναι κατά τι αυξημένo, στα 35 ευρώ τον μήνα. Βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι τιμές του ADSL, μια υπηρεσία που τώρα αρχίζει να ωριμάζει, θα κινηθούν πτωτικά. Αλλά, ακόμη και στην περίπτωση που δεν συμβεί αυτό, η τάση θα είναι αντί να μειώνονται οι τιμές να αυξάνονται οι ταχύτητες. Δεν αποκλείεται, δηλαδή, με το ισχύον τιμολόγιο ταχύτητας 384 Kbps να μπορεί ο χρήστης να αγοράσει πλέον σύνδεση 512 Kbps και με την ισχύουσα τιμή της σύνδεσης 512 Kbps να μπορεί να αγοράσει σύνδεση 1 Mbps.
Σε περίπτωση που ο ΟΤΕ ξεκινήσει να διαθέτει εμπορικά σε οικιακούς χρήστες γραμμές Τ1, ταχύτητας υψηλότερης από 1 Mbps, τότε είναι ευνόητο ότι οι τιμές των συνδέσεων χαμηλότερων ταχυτήτων θα μειωθούν περαιτέρω.
* Οι περιστασιακοί και αραιοί χρήστες
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, προκύπτει ότι η σύνδεση free Internet αφορά αποκλειστικά και μόνον αυτούς που το χρησιμοποιούν εντελώς περιστασιακά. Δηλαδή χρήστες που έχουν στην εργασία τους πρόσβαση στο Διαδίκτυο και θέλουν στο σπίτι να το χρησιμοποιούν επικουρικά, για να λαμβάνουν τα μηνύματα του ηλεκτρονικού τους ταχυδρομείου και συνολικά να μην υπερβαίνουν τις 10 ώρες τον μήνα, κάτι που θα κοστίσει 15,6 ευρώ μηνιαίως.
Στην περίπτωση των αραιών χρηστών, αυτών δηλαδή που έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο περί τις 20 ώρες μηνιαίως, σε απόλυτους αριθμούς συμφέρει η πρόσβαση με γραμμή PSTN ή ISDN. Αν όμως αναλογιστούμε τη διαφορά ταχύτητας μεταξύ ISDN και ADSL (η δεύτερη περίπου εξαπλάσια της πρώτης), αλλά και την ποιότητα της γραμμής ADSL έναντι της ISDN και ταυτόχρονα την οριακή διαφορά μηνιαίου κόστους (από τρία ως οκτώ ευρώ), τότε μάλλον θα συνέφερε, τουλάχιστον ως προς τον χρόνο πρόσβασης, η ADSL.
Φθάνοντας στην κατηγορία της μέσης χρήσης, δηλαδή των 30 ωρών μηνιαίως, η «ψαλίδα» κλείνει περισσότερο. Βλέπουμε ότι το κόστος γραμμής ISDN είναι οριακά ακριβότερο με αυτό της ADSL 384, γεγονός που οι μέσοι χρήστες πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη. Δηλαδή πληρώνουν 0,56 ευρώ παραπάνω τον μήνα για μια υπηρεσία έξι φορές αργότερης ταχύτητας από ό,τι η ADSL.
* Ακριβότερες οι αργές συνδέσεις
Στην κατηγορία των συστηματικών χρηστών, αυτών δηλαδή που χρησιμοποιούν το Internet για ενημέρωση, ψυχαγωγία ακόμη και ως βοήθημα στο σπίτι για την εργασία τους και «μπαίνουν» κατ’ ελάχιστον 50 ώρες τον μήνα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ολες οι «αργές» συνδέσεις είναι ακριβότερες του ADSL 384 και οριακά πλέον φθηνότερες του ADSL 512.
Αν και ο αριθμός των 100 ωρών στο Internet τον μήνα μπορεί να φανεί υπερβολικός για κάποιους, υπάρχει μια κατηγορία χρηστών που το «καταφέρνει». Αν και η κατηγορία αυτή δεν είναι ενδεικτική, εν τούτοις μας δίνει μια προβολή τού κατά πόσο συμφέρει η υπηρεσία με την τιμολόγηση flat-rate έναντι της χρονοχρέωσης. Ετσι για χρήστες που «μπαίνουν» κατά μέσον όρο στο Διαδίκτυο από τρεις ως τρεισήμισι ώρες την ημέρα, η χρέωση για συνδρομή και χρήση PSTN και ISDN είναι σχεδόν διπλάσια από τη χρέωση ADSL, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι πλέον αναγκαία.