Το διήμερο συμπόσιο «Καρυωτάκης και καρυωτακισμός» πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 1997, ένα μήνα μήνα αφού παρήλθε η επέτειος των εκατό χρόνων από τη γέννηση (1896) του μεσοπολεμικού ποιητή. Αλλά, αν και το συμπόσιο δεν συνέπεσε με την τύρβη των επετειακών εκδηλώσεων, το γεγονός ότι ο τόμος των Πρακτικών του εκδόθηκε λίγους μήνες (Μάρτιος 1998) πριν από τη συμπλήρωση των 70 χρόνων από την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, μοιάζει να είναι σημαδιακό: και στον βαθμό που η ιστορία της καρυωτακικής πρόσληψης επιβεβαιώνει ότι συνήθως η κριτική και αναγνωστική ματιά στην ποίηση του Καρυωτάκη διεθλάτο μέσα από τον, τουλάχιστον μεγεθυντικό, φακό της αυτοχειρίας του.


Το διώνυμο (καρυωτακική) ποίηση και (εθελούσιος) θάνατος ήταν και εξακολουθεί να είναι η ρίζα του φαινομένου που ως σήμερα μπορούμε να ονομάζουμε, καταχρηστικά έστω, «καρυωτακισμό»· όχι πια, βέβαια, με τη σημασία του πρώτου, ιστορικά μαρτυρημένου «καρυωτακισμού», εκείνου της μιμητικής αντιγραφής της καρυωτακικής ποίησης που ξέσπασε ως βραχύβια μόδα τα χρόνια που ακολούθησαν (1928-1935) την περίφημη πράξη θανάτου. Με την έννοια, όμως, ότι ο ποιητής και άνθρωπος Καρυωτάκης, το ποιητικό πρόσωπο και το μυθοποιημένο προσωπείο, αφεύκτως συνδεδεμένα, παραμένουν παρόντα ή / και δρώντα στο προσκήνιο της φιλολογίας, της κριτικής και της ποίησης, εδώ και εβδομήντα χρόνια και ιδίως τις τρεις τελευταίες δεκαετίες.


Βέβαια ο καρυωτακισμός περιορίστηκε στον παραπάνω χρόνο, λανθανόντως όμως προσέλαβε κοινωνιολογικές προεκτάσεις, οι οποίες και ευνόησαν την ευρεία αναγνωστική απήχηση του ποιητή. Σε τι έγκειται το κοινωνιολογικό στίγμα του καρυωτακισμού; Το κατά καιρούς επαναπροσδιορισμένο ενδιαφέρον για τον Καρυωτάκη εξαρτήθηκε όχι τόσο από το ποιόν της ποίησης, αλλά κυρίως από το ποσόν της ιδιόρρυθμης, αποκλίνουσας από το μέσο όρο ανθρώπινης περίπτωσης (με ποικίλες εκδοχές, από τον δειλό ως τον παράτολμο· με άλλα λόγια, από τον αγοραφοβικό μισάνθρωπο ως τον αηδιασμένο από την εποχή του καταραμένο επαναστάτη – αποστάτη της ζωής). Επίσης το ενδιαφέρον αυτό δεν σήμανε τόσο την αξιοποίηση της (αναμφισβήτητης) γλωσσικής και μορφολογικής δυναμικής αυτού καθεαυτού του ποιητικού έργου, αλλά οδήγησε στη χρήση και παραποίηση του περιεχομένου του, σύμφωνα με τα ερμηνευτικά σχήματα ή τα παρερμηνευτικά προσωπεία με τα οποία ποιητές και κριτικοί το προσεταιρίστηκαν ή το ενέδυσαν, προς «ίδιον όφελος».



Ηδιερεύνηση των εκδηλώσεων και η εξιχνίαση των αιτιών του φαινομένου που περιγράφηκε παραπάνω, ήταν το ουσιαστικό θέμα του συμποσίου «Καρυωτάκης και καρυωτακισμός». Κρινόμενος στο σύνολό του ο ομώνυμος τόμος, που περιλαμβάνει 19 μελέτες, αποτελεί μια ακόμη σημαντική εκδοτική προσφορά της Εταιρείας Σπουδών στη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και εν προκειμένω στη μελέτη του έργου του Καρυωτάκη, του καρυωτακισμού και της αναπόδραστης διαπλοκής τους. Σε άμεση σχέση με το κύριο θέμα, διερευνάται το ιστορικό της κριτικής εκκόλαψης και επικράτησης του όρου «καρυωτακισμός» (Αργυρίου), επανεκτιμάται η χρήση του από τον Καραντώνη προκειμένου να καθιερωθεί η γενιά του 1930 (Αγγελάτος) και αμφισβητείται κρινόμενος σε σχέση με τα κριτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα του τότε και του σήμερα (Τζιόβας). Επίσης επισημαίνονται χαρακτηριστικές όψεις του εβδομηντάχρονου «καρυωτακισμού» της κριτικής, της ποικίλης δηλαδή μυθοποίησης του ανθρώπου (Καστρινάκη). Αρκετές μελέτες εντοπίζουν τα ίχνη και σχολιάζουν το ποιόν της σχέσης που ανέπτυξαν με την ποίηση του Καρυωτάκη και τη μορφή του ποιητικού προγόνου μεταγενέστεροί του ποιητές: από τον Κοτζιούλα (Παπακώστας) και τους υπερρεαλιστές ποιητές της γενιάς του 1930 (Ντουνιά), ως τον Σκαρίμπα (Κοκόλης), τους κύπριους ποιητές της περιόδου 1930-1960 (Βουτουρής) και τους ποιητές της γενιάς του 1970 (Γαραντούδης, Τζιόβας). Σε αρκετές μελέτες η σε βάθος γραμματολογικής εποπτείας και κριτικής προοπτικής εξέταση του καρυωτακικού έργου μέσα από το πρίσμα της συγκριτικής φιλολογίας αναδεικνύει τη διακειμενική επαφή του με την ξένη ποίηση (Baudelaire: Τσιριμώκου, βαλκάνιος υστεροσυμβολισμός: Ιβάνοβιτς) και την ελληνική ποίηση, είτε γενικά τη σύγχρονή του (Αθανασοπούλου), είτε ειδικότερα εκείνην του Μαλακάση (Καρβέλης) και του Φιλύρα (Δάλλας). Σε αρκετά μελετήματα εξετάζεται διεξοδικά ή θίγεται αδρομερώς το παλαιότερο ερώτημα αν ο Καρυωτάκης αποτελεί τέλος μιας ποιητικής περιόδου, αρχή μιας νέας ή το μεταίχμιό τους. Η υποστήριξη της τρίτης άποψης πλειοψηφεί, ενώ η πρώτη απορρίπτεται καθολικά.


Το πιο ενδιαφέρον όμως ζήτημα για τη διακρίβωση της κριτικοφιλολογικής μας ωρίμανσης έναντι του Καρυωτάκη θέτει το δίλημμα το οποίο αναφύεται από τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες οπτικές προσέγγισής του από διάφορους μελετητές. Η πρώτη οπτική συνοψίζεται χαρακτηριστικά στα εξής δύο παραθέματα: «το φαινόμενο του «καρυωατακισμού» με τις κοινωνικές προεκτάσεις του (…) οφείλεται στην πρότυπη ενότητα ποίησης ­ ζωής ­ θανάτου που ενσάρκωσε ο ποιητής με την τραγικά συνεπή αντίδρασή του στην κρίση του καιρού του.» (σ. 27) και «ο Καρυωτάκης (…) κάνει στο επίπεδο του λόγου μια ανάλογα ανατρεπτική πράξη με την αυτοκτονία του» (σ. 33) (Καψωμένος). Η δεύτερη οπτική έγκειται στην ανασκευή της πρώτης: «η ανάμειξη βίου και τέχνης αποτελεί μια από τις ρίζες του κοινωνιολογικού φαινομένου «καρυωτακισμός»· κοινωνιολογικού βέβαια, εφόσον η ανάμειξη συνεπιφέρει, ασυνειδητοποίητα, που σημαίνει θολά, την αμφίδρομη μετακίνηση κριτηρίων και σταθμίσεων από τον ένα χώρο στον άλλο» (σ. 364) (Κοκόλης). Η ανάδειξη ή, ακριβέστερα, η επαναβεβαίωση του παραπάνω διλήμματος, μέσα από τις σελίδες του αφιερωμένου στον Καρυωτάκη τόμου, δείχνουν ότι ο έλεγχος της ιστορίας του καρυωτακισμού και ο καρυωτακισμός, με την έννοια της παραμονής σε εκκρεμότητα του ερωτήματος για τη σχέση ποίησης και βίαιου (θανάτου), παραμένουν αλληλένδετοι.


Ο κ. Ευριπίδης Γαραντούδης είναι ερευνητής του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών και διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Από τις εκδόσεις «Νεφέλη» κυκλοφόρησε με επιμέλεια δική του η «Ανθολογία Νεότερης Ελληνικής Ποίησης, 1980-1997».