Επιστροφή στην κορυφή


Τι είναι τελικά πιο σημαντικό για έναν καλλιτέχνη: να τον θυμούνται για κάποια συγκεκριμένη περίοδο της καριέρας του ή κάθε γενιά να έχει κάποιο σημείο αναφοράς σε αυτόν; Αν είναι για το δεύτερο, τότε σίγουρα η Σερ συγκαταλέγεται ανάμεσα σε αυτούς τους καλλιτέχνες. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι οι 55άρηδες θυμούνται μία Σερ που παρέα με τον άντρα της Σόνι Μπόνο τραγουδούσε τη Νο 1 επιτυχία «Ι Got You Babe», οι 30άρηδες την ερμηνευτική δεινότητά της στην ταινία «Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού», ενώ οι 15χρονοι την πρόσφατη Νο 1 επιτυχία της «Believe» και όλοι την έχουν συσχετίσει με τις πιο εκρηκτικές εμφανίσεις που έχει κάνει ποτέ αστέρας της σόουμπιζ;



Η Σέριλιν Σαρκασιάν Λα Πιερ, όπως είναι το πραγματικό όνομά της, καταφέρνει με το τέλος του αιώνα αυτό που λίγοι συνάδελφοί της στη σόουμπιζ έχουν καταφέρει: μετά από μια σύντομη περίοδο ύφεσης, επανέρχεται στο προσκήνιο δυνατότερη και ακόμη πιο επιτυχημένη. Γιατί δεν ήταν λίγοι αυτοί που, αν τους ρωτούσες πέρυσι τι να κάνει άραγε η Σερ, θα σου απαντούσαν ειρωνικά: «Ποια Σερ;». Και όμως όχι μόνο επανήλθε αλλά γνώρισε και τη μεγαλύτερη ίσως επιτυχία στην καριέρα της με τον τελευταίο δίσκο της.


Η Σερ μεγάλωσε στο Λος Αντζελες, εκεί όπου η μητέρα της Τζόρτζια Χολτ είχε περισσότερες πιθανότητες να βρει δουλειά σε ταινίες ή τηλεοπτικές παραγωγές που χρειάζονταν μικρούς γυναικείους ρόλους. Μία από αυτές μάλιστα ήταν το γνωστό «Ι Love Lucy» με τη Λουσίλ Μπολ. Μεγαλωμένη στον χώρο του θεάματος, δεν είναι παράξενο που από πολύ μικρή εμπλέχθηκε σε αυτόν. Το ίνδαλμά της ήταν η Οντρεϊ Χέπμπορν για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ήταν ξανθιά. Αλλωστε, λόγω του αρμένικου αίματος που κυλούσε στις φλέβες της και της εξωτικής εμφάνισής της, πάντα ένιωθε αουτσάιντερ, έστω και αν ζούσε στη χώρα που χαρακτηρίζεται για την πολυφυλετικότητά της. Σε μικρή όμως ηλικία τίποτε δεν έδειχνε ότι η μικρή Σέριλιν θα μεταμορφωνόταν σε αστέρι πρώτου μεγέθους. Στο σχολείο δεν τα πήγαινε καλά και ο κυριότερος λόγος γι’ αυτό ήταν η δυσλεξία της, κάτι που έμαθε σε ηλικία 30 χρόνων, όταν αντιμετώπισε και η κόρη της το ίδιο πρόβλημα. Η ζωή της άρχισε να έχει ενδιαφέρον, σύμφωνα με την ίδια, στην ηλικία των 16 χρόνων, όταν δηλαδή συνάντησε για πρώτη φορά τον Σόνι Μπόνο, σε ένα καφέ του Hollywood Boulevard, ο οποίος ήδη είχε μία μικρή, πλην όμως σημαντική πείρα στον χώρο της ποπ. Η Σερ θυμάται για την πρώτη συνάντησή τους στην αυτοβιογραφία της «The First Time» (1998): «Σκέφτηκα: «Αυτός είναι ο πιο παράξενος άντρας που έχω γνωρίσει» όταν τον είδα να περπατά. Ταυτόχρονα σκέφτηκα ότι κάτι διαφορετικό συνέβαινε εκείνη τη στιγμή· ότι τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο ξανά». Δεν πέρασαν δύο εβδομάδες και αποφάσισε να μείνει στο σπίτι του, στην αρχή με την πρόφαση ότι θα του καθαρίζει το σπίτι αντί του ενοικίου, χωρίς όμως να προβλέψει ότι στη συνέχεια θα τον ερωτευόταν. Ηταν ο Σόνι Μπόνο αυτός που της έριξε για πρώτη φορά την ιδέα να τραγουδήσει, η ίδια όμως ήταν τόσο ντροπαλή που δεν μπορούσε καν να διανοηθεί ότι θα βρισκόταν στη σκηνή μόνη της με το οποιοδήποτε κοινό. Ο Σόνι Μπόνο μάλιστα σε συνέντευξή του στο «Time» είπε ότι αυτός ήταν και ο μόνος λόγος που τη συνόδευε στα φωνητικά. Μάλιστα στις πρώτες εμφανίσεις τους κοίταζε τον σύζυγό της στα μάτια, με γυρισμένη σχεδόν την πλάτη στον κόσμο, ακριβώς επειδή ντρεπόταν. Ο γάμος τους ανακοινώθηκε εντελώς ξαφνικά ότι θα πραγματοποιηθεί στην Τιχουάνα μόλις η Σερ έκλεισε τα 18 της χρόνια και ήδη το ντουέτο, έστω και με την προσωρινή ονομασία Caesar and Cleo, είχε στα σκαριά τις πρώτες ηχογραφήσεις του. Η πρώτη δισκογραφική προσπάθειά της ήταν η συμμετοχή στα φωνητικά ενός εκ των σημαντικότερων ποπ τραγουδιών, κατά τον Μπράιαν Γουίλσον των Beach Boys, του σπουδαιότερου στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής, του «Be My Baby» των Ronnettes, σε παραγωγή του Φιλ Σπέκτορ.


Η πρώτη μεγάλη επιτυχία τους ήρθε το 1965 με το πολυδιασκευασμένο αργότερα «Ι Got You Baby», το οποίο πούλησε τότε περισσότερο από 1 εκατ. αντίτυπα. Παράλληλα η Σερ έκανε και το πρώτο παιδί της, την κόρη της Τσάστιτι. Οπως ήταν φυσικό, η φήμη τούς ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια, αφού τα χιτς διαδέχονταν το ένα το άλλο. Η λάμψη τους άρχισε να δείχνει τα πρώτα σημάδια κάμψης στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Τότε, προς έκπληξη όλων, το ντουέτο αρχίζει μία από τις πιο επιτυχημένες σειρές στην αμερικανική τηλεόραση, το γνωστό πλέον «The Sonny and Cher Comedy Hour». Το διάστημα 1971-74 την εκπομπή έβλεπαν περισσότεροι από 30 εκατ. θεατές. Είναι όμως και η περίοδος που η σχέση του ντουέτου Sonny and Cher έδειχνε να τελειώνει, με τη Σερ να κάνει τα πρώτα πετυχημένα σόλο βήματά της, με πιο γνωστά τα τραγούδια «Half Breed» και «Gypsies, Tramps and Thieves», και τα δύο Νο 1. Ο σύντομος γάμος της το 1975 με τον Γκρεγκ Αλμαν από τους Allman Brothers είχε ως αποτέλεσμα τον γιο της Ελάιτζα, ενώ λίγο αργότερα συμπλήρωσε την τριάδα των ροκ συζύγων με τον Τζιν Σίμονς από το συγκρότημα Kiss.



Το διάστημα ως το 1982 ήταν η χειρότερη περίοδος που πέρασε ποτέ, με το όνομά της να μην ακούγεται σχεδόν πουθενά και την ίδια να βρίσκεται σε άθλια οικονομική κατάσταση.


Είναι όμως τότε που κάνει την πρώτη ουσιαστική κίνησή της στο σελιλόιντ, που της αποφέρει τα μέγιστα, ξεκινώντας παράλληλα με το τραγούδι μια εξίσου επιτυχημένη καριέρα στον κινηματογράφο. Με την ταινία «Η εξαφάνιση της Κάρεν Σίλκγουντ» του Μάικ Νίκολς, όπου υποδύεται την Ντόλι Πέλικερ, την ομοφυλόφιλη συγκάτοικο της Μέριλ Στριπ, θέτει εαυτόν υποψήφιο για Οσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου δημιουργώντας την αρχή μόνο από μια σειρά βραβεύσεις στον χώρο. Δύο χρόνια αργότερα κερδίζει στις Κάννες το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου για την ταινία «Mask» και το πολυπόθητο Οσκαρ το παίρνει τελικά με τη συγκλονιστική όντως ερμηνεία της στην ταινία «Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού» του Νόρμαν Τζούισον, δίπλα στον Νίκολας Κέιτζ.


Οι φήμες για τις δεκάδες πλαστικές εγχειρήσεις ήδη οργιάζουν σε βαθμό που να μην πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος που βλέπουμε έχει καμία σχέση με την πρωταρχική εικόνα του. Αφαίρεση γομφίων για να αποκτήσει τα απαραίτητα μήλα και «βαθουλώματα» στα μάγουλα και αφαίρεση πλευρών έτσι ώστε η μέση να γίνει μικρότερη είναι μόνο οι πιο ακραίες από τις επεμβάσεις που της καταλογίζουν ότι έχει κάνει προκειμένου να γίνει πιο «εμπορεύσιμη». Μνημειώδεις είναι οι εμφανίσεις της στις τελετές των Οσκαρ, όπου οι ενδυματολογικές προτιμήσεις της σοκάρουν κυριολεκτικά το συντηρητικό Χόλιγουντ, ενώ οι σχέσεις της με πολύ μικρότερους άνδρες τροφοδοτούν μόνιμα τις στήλες όλων των κουτσομπολίστικων περιοδικών. Η Σερ βεβαίως δείχνει να μην καταλαβαίνει τίποτε απολύτως και συνεχίζει ακάθεκτη να έχει τη μία επιτυχία πίσω από την άλλη. Πρόσφατα επανήλθε για άλλη μία φορά στην κορυφή των επιτυχιών με το αναπάντεχο Νο. 1 τραγούδι «Ι Believe», υπαίτιο για την καθιέρωσή της εκ νέου ως νεανικού ποπ ειδώλου. Το ταλέντο της δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, αυτό είναι σίγουρο, γιατί ακόμη και στη μέτρια ταινία του Τζεφιρέλι «Τσάι με τον Μουσολίνι» λάμπει δίπλα σε ιερά τέρατα όπως η Μάγκι Σμιθ, η Τζόαν Πλοουράιτ και η Τζούντι Ντεντς, οι εμφανίσεις της στον χώρο του τραγουδιού συνεχίζουν να θεωρούνται γεγονός και είμαστε σίγουροι ότι τον επόμενο αιώνα πάλι μαζί της θα ασχολούμαστε.


Εχει πει


Για τη σέξι εικόνα της:


«Το να αισθάνεσαι σέξι είναι μια τέχνη που πρέπει να ασχολείσαι συνεχώς μαζί της, όπως όταν παίζεις βιολί. Πρέπει να σου αρέσει και να είσαι όσο καλύτερος γίνεται σε αυτό».


Για το εκκεντρικό ντύσιμό της:


«Η εκκεντρικότητα κατατρύχει την οικογένειά μου. Η γιαγιά μου στα 82α γενέθλιά της εμφανίστηκε με ένα μαύρο εσώρουχο και ένα μαύρο μεταξένιο τοπ και ήταν υπέροχη».


Για τις σεξουαλικές προτιμήσεις της κόρης της:


«Οταν η κόρη μου Τσάστιτι δημοσιοποίησε την ομοφυλοφιλία της, εξεπλάγην. Το ήξερα από καιρό αλλά δεν ήθελα να πιστέψω ότι ήταν αλήθεια. Ηταν λίγο εγωιστική η αντίδρασή μου: ήθελα κατά κάποιον τρόπο να είναι η συνέχειά μου, ξέρετε, η γνωστή άρρωστη σχέση μεταξύ μητέρας και κόρης. Από την άλλη, συνειδητοποίησα ότι δεν θα έχω εγγονάκια και αυτό με στενοχώρησε περισσότερο. Η αντίδρασή μου όμως ήταν τόσο πασέ, τόσο ενάντια στη δημόσια εικόνα μου».


Για το ταλέντο της:


«Μην πιστεύετε ποτέ αυτά που σας λένε οι άλλοι. Κανένας δεν μου είπε ποτέ ότι μπορούσα να τραγουδήσω ή να παίξω ή οτιδήποτε. Και πάντα μου έλεγαν ότι έχω ξοφλήσει κάθε 15 λεπτά. Υπάρχει και ένα ανέκδοτο για εμένα: μετά από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα τα μόνα πλάσματα που θα επιζήσουν θα είναι οι κατσαρίδες και η Σερ. Βεβαίως δεν είναι κομπλιμέντο αλλά εγώ θεωρώ ότι είναι».


Για τη διπλή ταυτότητά της:


«Βλέπω τον εαυτό μου ως περφόρμερ γενικότερα. Υπάρχουν κάποια πράγματα που μπορώ να κάνω ως ηθοποιός τα οποία δεν μπορώ να κάνω ως τραγουδίστρια και το αντίθετο. Το τραγούδι είναι περισσότερο σαν μια δεύτερη φύση μου διότι ανοίγω το στόμα μου και η μουσική βγαίνει από μόνη της. Η υποκριτική είναι περισσότερο ζήτημα σπουδών αλλά πιστεύω ότι είμαι καλύτερη ηθοποιός από ό,τι τραγουδίστρια. Εχω αρκετούς περιορισμούς όταν τραγουδώ, κάτι που δεν αισθάνομαι όταν παίζω».


Για την προσπάθειά της να παραμείνει νέα:


«Βεβαίως ανησυχώ για την ηλικία μου. Είναι η ίδια η κοινωνία που σε απομονώνει λόγω της ηλικίας. Ετσι όταν μεγαλώνεις αρχίζουν να σε καταλαμβάνουν όλες οι γνωστές φοβίες: «Αξίζω πια; Τι μου συμβαίνει; » όταν εσύ δεν αισθάνεσαι ότι η ηλικία σε εμποδίζει να δημιουργείς, πιθανότατα και καλύτερα από το παρελθόν».