Ταρέκ Αζίζ, Κόφι Αναν, Τόνι Μπλερ, Χοσέ Μαρία Αθνάρ, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Γιόσκα Φίσερ – Αγγλοι, Γάλλοι, Ισπανοί, Γερμανοί, Ιρακινοί και Αμερικανοί τους τελευταίους δύο μήνες έχουν αποδυθεί σε έναν αγώνα δρόμου. Αν και όλοι πιστεύουν στην ειρήνη, προβάλλουν διαφορετικούς τρόπους επίτευξης και προσέγγισης του προβλήματος που έχουν να αντιμετωπίσουν. Καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις διαδραματίζει το μικρό σε έκταση αλλά με τεράστια δύναμη στην παγκόσμια κοινή γνώμη Κράτος του Βατικανού. Η Αγία Εδρα αναδεικνύεται για μία ακόμη φορά παγκόσμιος παράγοντας πολιτικών και διπλωματικών εξελίξεων.
Ολα ξεκίνησαν όταν ο αντιπρόεδρος του Ιράκ, χριστιανός – Χαλδαίος – το θρήσκευμα Ταρέκ Αζίζ επισκέφθηκε τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’ και ζήτησε την παρέμβασή του. Λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα, ακολούθησαν οι επισκέψεις του πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου το Στέμμα προστατεύει την Αγγλικανική Εκκλησία, Τόνι Μπλερ, του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας, όπου η διαμάχη προτεσταντών και ρωμαιοκαθολικών μαίνεται επί αιώνες, Γιόσκα Φίσερ, του Κόφι Αναν, αλλά και του υφυπουργού Εξωτερικών της ορθόδοξης Ρωσίας κ. Μεσκόφ. Ο γεφυροποιός σύμφωνα με τον τίτλο του Ποντίφικας παραμένει σταθερός στις θέσεις του και επιδιώκει πάση θυσία την αποφυγή του πολέμου. Την άποψή του αυτή δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν ούτε τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν ενώπιόν του δύο απευθείας έκγονοι του ρωμαιοκαθολικισμού, οι πρωθυπουργοί της Ισπανίας και της Ιταλίας κκ. Αθνάρ και Μπερλουσκόνι.
Στην προσπάθειά του να αποτρέψει το αναπόφευκτο ο Πάπας απέστειλε την Ουάσιγκτον έναν «γερόλυκο» της εκκλησιαστικής διπλωματίας, τον 80χρονο συνταξιούχο καρδινάλιο Πιο Λάγκι. Η επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου δεν ήταν τυχαία: ο κ. Λάγκι έζησε περίπου δέκα χρόνια στις ΗΠΑ, αρχικά ως παρατηρητής της Αγίας Εδρας και όταν το 1984 τα δύο κράτη απέκτησαν και επισήμως διπλωματικές σχέσεις αποτέλεσε τον πρώτο Νούντσιο – πρέσβη – του Βατικανού στην Ουάσιγκτον.
Με την απόφασή του να αποστείλει τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησής του στο Βατικανό ο ιρακινός πρόεδρος φαίνεται ότι προέβη σε μια θεαματική κίνηση, η οποία είναι εκ διαμέτρου αντίθετη προς τη στάση που τήρησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την πολυεθνική δύναμη, μετά την εισβολή στο Κουβέιτ, κήρυξε «τζιχάντ» κατά των απίστων χριστιανών αλλά κανένας σοβαρός μουσουλμάνος δεν τον πίστεψε.
Η νέα κίνηση του μουσουλμάνου το θρήσκευμα Σαντάμ ήταν καλά μελετημένη αφού απευθύνθηκε σε ένα ισχυρό παγκόσμιο κράτος δείχνοντας ταυτόχρονα ότι δεν είναι ισλαμιστής ή ταλιμπάν. Το θρησκευτικό status της χώρας του, η μακρόχρονη πορεία του μπααθικού κόμματος του Ιράκ αλλά και η συμπεριφορά που επέδειξε ο ίδιος επί δεκαετίες δείχνουν ότι ο Σαντάμ υπήρξε ένας από τους αντιπάλους του Ισλάμ, το οποίο προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το 1991 ανεπιτυχώς.
* Το δόγμα του Σαντάμ
Οπως επισημαίνει ο καθηγητής του Ιονίου Πανεπιστημίου κ. Ι. Θ. Μάζης στο βιβλίο του «Η Γεωγραφία του Ισλαμιστικού Κινήματος στη Μέση Ανατολή», το σύνταγμα του Ιράκ προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία των πολιτών, τους οποίους θεωρεί ίσους ενώπιον του νόμου. Από τον Ιούλιο του 1968, οπότε το μπααθικό κόμμα ανέλαβε με πραξικόπημα την εξουσία, οι σουνίτες αναδείχθηκαν κυρίαρχη δύναμη. Ο ίδιος ο Σαντάμ εξελέγη αρχικά αντιπρόεδρος και κατόπιν αρχηγός του Επαναστατικού Συμβουλίου, στο οποίο κυριαρχούσαν οι σουνίτες της Τακρίτ, δηλαδή της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Από την ώρα που ανέλαβε τα ηνία της χώρας του φρόντισε να τηρεί μια απόσταση από τις θρησκευτικές εξελίξεις και δήλωνε μουσουλμάνος αλλά σε καμία περίπτωση ισλαμιστής. Πολλές φορές εξαναγκάστηκε να προβεί σε μια σειρά παραχωρήσεων προς τον σιιτικό κλήρο και τους πιστούς του, ανάλογα με τις εξελίξεις που δρομολογούνταν την ίδια περίοδο στο γειτονικό Ιράν.
Τόσο το Μπάαθ όσο και ο ίδιος δέχθηκαν έντονη κριτική από τους σιίτες κληρικούς, που τους κατηγόρησαν για αθεΐα. Χαρακτηριστική ήταν η ανακοίνωση που εξεδόθη προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στην οποία τονιζόταν ότι «το κόμμα δεν είναι ουδέτερο απέναντι στο θρησκευτικό ζήτημα. Είναι ταγμένο πάντα με το μέρος της θρησκείας και εναντίον της αθεΐας, αλλά δεν είναι θρησκευτικό κόμμα και δεν μπορούσε να συμπεριφερθεί διαφορετικά». Η θριαμβευτική είσοδος του αγιατολάχ Χομεϊνί στην Τεχεράνη τον Ιούλιο του 1979 αποτέλεσε την ημερομηνία-ορόσημο για την πραγματοποίηση μιας σειράς αναπτυξιακών έργων στις περιοχές όπου ζούσαν οι σιίτες. Είχε προηγηθεί μια σημαντική κρίση με τους πνευματικούς τους ηγέτες. Τα μέτρα καταστολής ήταν άμεσα και σημειώθηκαν πολλές εκτελέσεις, αλλά ο Σαντάμ εξαναγκάστηκε στον ορισμό της Ημέρας Γέννησης του Ιμάμη Αλί ως εθνικής επετείου.
Από το 1980 ως το 1983 περισσότεροι από 500.000 σιίτες ιρανικής καταγωγής κατέφυγαν στην Τεχεράνη καθώς εκδιώχθηκαν από το καθεστώς, το οποίο εξουδετέρωσε διά των εκτελέσεων ακόμη και ιεροπολεμικές οργανώσεις όπως οι «Μουτζαχεντίν του Ιράκ» με ηγέτη τον Αμπντούλ Αζίζ αλ Χακίμ, του οποίου περισσότεροι από δέκα συγγενείς εκτελέστηκαν.
Μετά την εισβολή όμως στο Κουβέιτ ο Σαντάμ προσπάθησε να κηρύξει τζιχάντ εναντίον «των απίστων και των προδοτών συνεργατών τους». Αλλά δεν κατάφερε να πείσει κανέναν αφού επί χρόνια κατέπνιγε με άμεσο και αμείλικτο τρόπο κάθε θρησκευτική κίνηση.
* Η ιερή πόλη
Στο Ιράκ, όπου κυριαρχούν οι σουνίτες το δόγμα μουσουλμάνοι, υπάρχει η ιερή πόλη των σιιτών, η Νατζάφ. Από εκεί ξεκίνησαν μια σειρά ισλαμιστικά κινήματα, που επεκτάθηκαν στον Λίβανο και στη Συρία, ενώ είχαν άμεσες σχέσεις με τη Λιβύη και με την Αίγυπτο.
Η πόλη όπου βρίσκεται θαμμένος ο χαλίφης Αλί έχει μετατραπεί με την πάροδο των αιώνων σε κέντρο ιερατικών σπουδών στο οποίο συρρέουν για να σπουδάσουν μουσουλμάνοι από όλον τον κόσμο. Το 1957, από τους 1.952 ιεροσπουδαστές οι 324 ήταν Ιρακινοί, οι 896 Ιρανοί, οι 665 Ινδοί, οι 47 Σύριοι και άλλοι 20 από το Μπαχρέιν και τη Σαουδική Αραβία.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η πόλη εξελίχθηκε σε ένα από τα δύο βασικά κέντρα οργάνωσης και εξάπλωσης του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ιράκ, γεγονός που θορύβησε ιδιαίτερα τους Βρετανούς αλλά και τους σιίτες κληρικούς, οι οποίοι έβλεπαν τους γόνους τους να εγκαταλείπουν τα ιεροδιδασκαλεία και να προσχωρούν σε θεωρίες που πρέσβευαν την αθεΐα. Η συνεργασία των δύο πλευρών ήταν άμεση και στόχος τους ο περιορισμός της εξάπλωσης των κομμουνιστών. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, το 1958 ο Muhammad Bakr al-Sadr, γέννημα της ιερής πόλης και γόνος αστικής οικογενείας από τον Λίβανο, ιδρύει έναν επιστημονικό πυρήνα, τον Al-Hauza al-Ilimiyia. Γύρω του συγκεντρώνονται κορυφαίοι διανοούμενοι. Ο ιδρυτής της οργάνωσης συγγράφει για τη φιλοσοφία και την οικονομία και θέτει τις βάσεις για τη δημιουργία μιας ισλαμιστικής διεθνούς. Θα εκτελεσθεί το 1980 από τον Σαντάμ Χουσεΐν, καθώς ο λαός τού έδωσε τον τίτλο τού «Χομεϊνί του Ιράκ».
Το 1959 ιδρύεται η Al-Daoua Islamiyia, μια «ισλαμιστική διεθνής» ανεξαρτήτου μουσουλμανικού δόγματος. Προστάτης της οργάνωσης ήταν ο Ανώτατος Κληρικός των σιιτών αγιατολάχ Seyyed Mohsen Al-Hakim al-Tabataba’i. Υποστηρικτές της οι Βρετανοί, αλλά και ο Σάχης της Περσίας, ο οποίος διέβλεπε ότι με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να έχει ένα ισχυρό όπλο έναντι του Ιράκ. Η ηγετική ομάδα είχε επαφές με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και δημιούργησε γραφεία της οργάνωσης στη Βηρυτό, στην Τρίπολη της Λιβύης και στη Δαμασκό. Η πιο σημαντική στιγμή της ήταν η δημιουργία κόμματος στον Λίβανο. Σε αυτή την οργάνωση αποδόθηκε και η απόπειρα δολοφονίας που δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ, τον Απρίλιο το 1987, κατά του Σαντάμ.
Στην πόλη έζησε από το 1964 ως τις αρχές του 1970 και ο ίδιος ο αγιοτολάχ Χομεϊνί, ο οποίος βρισκόταν κοντά στον πυρήνα της Al-Daoua. Στα κέντρα λήψης των αποφάσεων προώθησε δύο κορυφαία στελέχη των μετέπειτα ισλαμιστικών κυβερνήσεών του, τον Moustafa Tchamran, που υπηρέτησε ως υπουργός Αμυνας, και τον Abol Hassan Bani Sadr, μετέπειτα πρωθυπουργό.
ΠΟΣΟΣΤΑ Τα σύνορα των θρησκειών
Η πλειονότητα των κατοίκων του Ιράκ είναι μουσουλμάνοι το θρήσκευμα. Οι χριστιανοί αποτελούν μόλις το 5% του πληθυσμού, ενώ στην περιοχή υπάρχουν και λάτρεις του Σατανά. Το 52% του πληθυσμού είναι σιίτες, οι οποίοι αποτελούν το κυρίαρχο δόγμα του γειτονικού Ιράν. Είναι οπαδοί του Αλί, του τέταρτου κατά σειράν χαλίφη, που διαδέχθηκε τον Μωάμεθ στη διοίκηση των πιστών του Κορανίου. Διοίκησε τους πιστούς από το 656 ως το 661, οπότε και δολοφονήθηκε από πρώην οπαδούς του οι οποίοι δημιούργησαν την αίρεση των χαριζιτών. Πρόκειται κυρίως για αγρότες και εργάτες που ζουν στην ύπαιθρο. Μετά το 1970 όμως συσσωρεύθηκαν στα κράσπεδα των αστικών κέντρων και αποτελούν τον βασικό πληθυσμό των τενεκεδουπόλεων. Οι σουνίτες αποτελούν περίπου το 43% του πληθυσμού. Είναι «οι άνθρωποι της παράδοσης και της κοινότητας των πιστών» και εμφανίζονται ως οι εκφραστές της μουσουλμανικής ορθοδοξίας. Παραμένουν πιστοί στα όσα κήρυξε ο Μωάμεθ και στα όσα περιέχει το Κοράνι, αρνούνται δε τις μεταρρυθμιστικές σχολές των μουσουλμάνων στοχαστών του 19ου αιώνα. Κυρίαρχοι στο πολιτικό επίπεδο, είναι μέρος της αστικής και εμπορικής τάξης του Ιράκ. Σουνίτες το δόγμα είναι και η συντριπτική πλειονότητα των Κούρδων που ζουν στον Βορρά. Οι χριστιανοί ζουν κυρίως στον Βορρά και στη Βαγδάτη. Πρόκειται για ορθοδόξους και ρωμαιοκαθολικούς. Ενας μικρός αριθμός χριστιανών είναι κουρδικής καταγωγής και κατοικούν κατά μήκος του οδικού άξονα Ebril – Μοσούλης. Οι ορθόδοξοι υπάγονται στο Πατριαρχείο Αντιοχείας και έχουν δικό τους μητροπολίτη, τον Βαγδάτης κ. Κωνσταντίνο, ο οποίος είναι ελληνικής καταγωγής. Πολλοί χριστιανοί μετά τα γεγονότα στο Κουβέιτ και την αμερικανική επίθεση άρχισαν να μεταναστεύουν στους συγγενείς τους στο εξωτερικό.
Το υπόλοιπο 2%: Στην περιοχή ζει μια ισχυρή μειονότητα Αρμενίων. Η παρουσία τους στη χώρα χρονολογείται από τον 17ο αιώνα. Επίσης υπάρχουν οι τουρκομάνοι, που ζουν στη Μοσούλη και στο Κιρκούκ, και οι γιαζιδίτες, οι οποίοι λατρεύουν τον Σατανά.



