Δεκάδες διαφορετικές περσόνες και ακόμη περισσότεροι μανδύες που κάλυψαν αχνά το πραγματικό του πρόσωπο, το οποίο κανένας δεν γνώρισε ποτέ (ίσως ούτε και ο ίδιος). Η σαγηνευτική θηλυκότητα συνάντησε το «εξωγήινο» φρικιό και ο ηδυπαθής δανδής και bon viveur βρισκόταν στο ίδιο σώμα με τον σκληρό ρόκερ και τον ξέφρενο διασκεδαστή. Ο ταξιδευτής του Διαστήματος έγινε ένα με το αγόρι της flower power και το τρελαμένο τζάνκι πήρε τη θέση τού καθώς πρέπει κοσμοπολίτη. Ο νεαρός που προσπαθούσε χρόνια να μπει στη μουσική κοινότητα χωρίς επιτυχία, ο άνθρωπος που είχε ένα από τα πιο δύσκολα και αποτυχημένα ξεκινήματα με πολλά σινγκλάκια και τρεις δίσκους που κανένας δεν πρόσεξε, κατόρθωσε να γίνει το σημείο αναφοράς αλλάζοντας πρόσωπα και διαθέσεις με ρυθμό πολυβόλου, μετατρέποντας τη ζωή του και την καριέρα του σε τέχνη αλλά και καταναλωτικό προϊόν.
Πίστεψε ότι «το πιο σπουδαίο δώρο που έχει ο άνθρωπος είναι ο πειραματισμός» και δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια: χρησιμοποίησε κάθε μουσικό ιδίωμα, το «αλλοίωσε» και το τροποποίησε, αναζήτησε συνεργασίες με σπουδαίους μουσικούς και με ισχυρές περσόνες, μετέτρεψε τους ρόκερ σε drag queens, συναντήθηκε με τον Λου Ριντ και τον Μπράιαν Ινο, έκανε χώρο σε ιδανικούς αυτόχειρες και μακιγιαρισμένους τραβεστί. Και αν όλα αυτά δεν φαίνεται να έχουν σχέση με τη μουσική δημιουργία, να πούμε ότι έκανε πραγματικά σπουδαίους δίσκους και υπέροχα, μοναδικά τραγούδια.
Και αν οι ρόκερ της γενιάς του υποστήριζαν στα νιάτα τους ότι το ροκ είναι μια νεανική τρέλα και δεν μπορούσαν να φανταστούν τον εαυτό τους να κάνει το ίδιο ύστερα από πολλά χρόνια (αν και συνεχίζουν να το κάνουν φυσικά), ο ίδιος είχε άλλη άποψη: «Εχω σκοπό να καλωσορίσω τις ρυτίδες μου όταν φθάσω στα 50. Ενας μεσήλικος ρόκερ δεν έχει κανένα λόγο να αποτραβηχθεί από τη δράση. Οταν θα φθάσω σε αυτή την ηλικία, θα το αποδείξω».
Εφθασε σε αυτή την ηλικία, την ξεπέρασε και όντως μας το αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο.
Ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς γεννήθηκε το πρωί τής 8.1.1947 στο Μπρίξτον την ίδια ημέρα που ο Ελβις Πρίσλεϊ ετοιμαζόταν για το παιδικό πάρτι των δωδέκατων γενεθλίων του. Η μαμή που τον ξεγέννησε είπε στη μητέρα του όταν της τον παρέδιδε: «Τα μάτια του λένε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται στη Γη».
Ο Ντέιβιντ Μπάουι θα περάσει όλη τη δεκαετία του ’60 προσπαθώντας να βρει τον μουσικό του δρόμο, συμμετέχοντας σε σχολικά και νεανικά συγκροτήματα και ηχογραφώντας τραγούδια που δεν είχαν καμία επιτυχία. Η γνωριμία του με τον θεατράνθρωπο Λίντσεϊ Κεμπ θα τον φέρει σε επαφή με τον κόσμο του θεάτρου και της παντομίμας και θα πάρει μέρος σε διάφορες παραστάσεις που θα τον εφοδιάσουν με ό,τι θα χρειαζόταν λίγα χρόνια αργότερα για να λανσάρει τις πάμπολλες διαφορετικές προσωπικότητες και τις δεκάδες μεταμφιέσεις του. Η δεκαετία του ’70 του ανήκει ολοκληρωτικά αφού θα κατορθώσει να αναστατώσει τη μουσική πραγματικότητα, να κυκλοφορήσει τους πιο σπουδαίους δίσκους του, να καθιερώσει μερικές από τις πιο προκλητικές περσόνες του και να δώσει στο ροκ στυλ ένα τελείως διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο.
Ο βουδισμός, ο Νίτσε, η δήλωσή του ότι είναι ομοφυλόφιλος, ο δημόσιος ερωτικός ασπασμός του με τον Λου Ριντ , το ανδρόγυνο στυλ, τα σκανδαλιστικά εξώφυλλα των δίσκων του που απαγορεύονται στις ΗΠΑ, οι δηλώσεις του για τον Χίτλερ, το glam rock, η περσόνα τού Ziggy Stardust και όσες θα ακολουθήσουν, οι δημόσιες δηλώσεις του ότι σταματά τις εμφανίσεις, τα ναρκωτικά αλλά και δίσκοι όπως τα «The man who sold the world» (1970), «Hunky Dory» (1971), «The rise and fall of Ziggy Stardust and the Spiders from Mars» (1972), «Aladdin Sane» (1973) και «Diamond Dogs» (1974) δίνουν ένα, μικρό μόνο, πλαίσιο της δράσης του κατά τη δεκαετία του ’70. Λίγο αργότερα θα δηλώσει στους «Sunday Times» του Λονδίνου: «Εγώ και το ροκ πήραμε διαζύγιο. Μην ανησυχείτε, θα συνεχίσω να κάνω δίσκους με αγάπη και καλή διάθεση, αλλά η επίδρασή μου τελείωσε. Είμαι πολύ ευχαριστημένος. Νομίζω ότι κατόρθωσα να προκαλέσω αρκετή ταραχή και αυτό με ικανοποιεί, αν σκεφθείτε πως δεν είμαι καν πεπεισμένος ότι είμαι καλός μουσικός».
Οσα ακολούθησαν από τη δεκαετία του ’80 ως τις ημέρες μας είναι τα σκαμπανεβάσματα ενός μύθου: τεράστια εμπορική επιτυχία, δίσκοι καλοί αλλά και καλλιτεχνικές αποτυχίες, συνεργασίες με εξίσου πετυχημένους μουσικούς, συμμετοχή σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες, ενασχόληση με τη ζωγραφική, το θέατρο, τον σχεδιασμό ρούχων, ακόμη και σχέδια για ταπετσαρίες. Εχασε τον προσανατολισμό του, όπως άλλωστε συνέβη με πολλούς μουσικούς της γενιάς του, αλλά τον ξαναβρήκε, και συνέχισε να αλλάζει στυλ και να ισχυροποιεί τη θέση του στη μυθολογία της σόου μπίζνες. Τα τελευταία χρόνια που ένα κύμα νοσταλγίας έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον για το παρελθόν ο Ντέιβιντ Μπάουι γίνεται πάλι σημείο αναφοράς και η ανεκτίμητη προσφορά του στη διαμόρφωση της ποπ κουλτούρας επισημαίνεται με δεκάδες άρθρα και αναλύσεις προσφέροντάς του τον φωτοστέφανο του ζωντανού μύθου.