Η μουσική πορεία του Νιλ Γιανγκ είναι ταυτόσημη με την εξέλιξη του αμερικανικού ροκ από τη δεκαετία του ’60 ως τις ημέρες μας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι μπορεί να σταθεί δίπλα στον Μπομπ Ντίλαν δίνοντας και αυτός συνεχείς ωθήσεις στη μουσική παράδοση της χώρας του, σπέρνοντας φολκ σπόρους στη ροκ διαδρομή του. Οταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το γκραντζ ξεκινούσε από το Σιάτλ για να κατακτήσει τον κόσμο και να επαναφέρει το ροκ σε κυρίαρχη θέση, ο Νιλ Γιανγκ ήταν ένας από τους ελάχιστους μουσικούς του παρελθόντος ο οποίος γινόταν αποδεκτός από τη νέα γενιά και η αποδοχή αυτή κατέληξε σε μια συνεργασία με τους Pearl Jam και αργότερα στη δημιουργία μουσικής για την ταινία του Τζιμ Τζάρμους «Ο νεκρός».


Για να φθάσει όμως σε αυτή την αποδοχή από τη νέα γενιά δημιουργών και ακροατών έχουν προηγηθεί 40 χρόνια συνεπούς μουσικής διαδρομής και δημιουργικής ανησυχίας που τον έκανε να δοκιμάσει μουσικά είδη έξω από τους βασικούς στόχους του.


Γεννήθηκε τον Νοέμβριο του ’45 στον Καναδά και μετά την εφηβική μουσική δράση του και τα πρώτα συγκροτήματα δημιούργησε τους θρυλικούς Buffalo Springfield, ένα μουσικό σχήμα που πάντρεψε την κάντρι, τη φολκ και το ροκ στους τρεις δίσκους που κυκλοφόρησε ως το 1968, οπότε και διαλύθηκαν. Η σόλο καριέρα του ξεκίνησε σχεδόν παράλληλα με την πρόσκαιρη συνεργασία του με τους Crosby, Stills & Nash για την κυκλοφορία του περίφημου άλμπουμ «Deja Vu».


Η συνεργασία του με τους τρεις γρήγορα διαλύθηκε (αν και κράτησε χαλαρούς μουσικούς δεσμούς με μερικούς από αυτούς) αλλά πέρυσι συναντήθηκαν πάλι για την κυκλοφορία ενός νέου δίσκου και για μια περιοδεία στις ΗΠΑ.


Το 1972 ξεκίνησε μια τριλογία με τον δίσκο «Harvest» που συνεχίστηκε με το «Harvest Moon» το 1992 και ολοκληρώθηκε με το «Silver and Gold» που κυκλοφόρησε πρόσφατα.


Κοινός παρονομαστής των τριών δίσκων, η ακουστική πλευρά της μουσικής δημιουργίας του, το προσωπικό στοιχείο, οι ελεγειακοί στίχοι για τους φίλους που χάθηκαν στη σκληρή ροκ διαδρομή από ναρκωτικά, τα συναισθήματα και η σκοτεινή διάσταση της έμπνευσης.


Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που το «Harvest» θεωρείται ένα από τα κλασικά ροκ άλμπουμ όλων των εποχών.


Στη δισκογραφία του, που ξεπερνά τους 40 δίσκους, υπάρχουν αρκετές «παρεκτροπές» από το βασικό ύφος. Εκανε δίσκους απολύτως κάντρι μουσικής, όπως το «Hawks and Doves» το 1980 και το «Old Ways» το 1985, πειραματίστηκε με τους ηλεκτρονικούς ήχους στα «Trans» (1982) και «Landing on Water» (1986), στράφηκε στο ροκ-εν-ρολ της δεκαετίας του ’50 αλλά και στην παράδοση του μπλουζ και κυκλοφόρησε αρκετά ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ και ανάμεσά τους το κλασικό και ανεπανάληπτο «Rust Never Sleeps» και το συμπληρωματικό του «Live Rust».


Με την κυκλοφορία του καινούργιου δίσκου του «Silver and Gold» κλείνει ένας κύκλος που ξεκίνησε το 1972 και στα 30 χρόνια που μεσολάβησαν συνέβησαν πολλά για τον ίδιο και για την εξέλιξη της μουσικής. Παραμένει όμως μία σταθερή αξία που ο χρόνος, αντί να τον φθείρει, τον τροφοδοτεί με έμπνευση και ενέργεια.