Λίγα έργα μπορούν να συγκριθούν με τα «Αιθιοπικά» του Ηλιοδώρου στην ένταση και στο βάθος της επίδρασής τους: από τον 5ο μ.Χ. αιώνα το έργο μνημονεύεται από τη λογοτεχνική κριτική, οι Βυζαντινοί αρέσκονται στην ανάγνωση και στη μελέτη του, οι Δυτικοί το μεταφράζουν στα λατινικά και σε όλες τις νεογέννητες ευρωπαϊκές γλώσσες, ο Θερβάντες το έχει ως πρότυπο για το τελευταίο και πιο ώριμο μυθιστόρημά του, ο Σαίξπηρ παραθέτει ένα απόσπασμα στη «Δωδεκάτη νύχτα», ο Ρακίνας αντλεί έμπνευση από μεμονωμένα επεισόδια, ο Ραμπελέ το αναφέρει στον «Γαργαντούα» του και πλήθος δραματουργοί επιχειρούν να το δραματοποιήσουν ολόκληρο ή ανά επεισόδια. Ειδικά τον 17ο αιώνα μόνο στη Γερμανία είδαν το φως έξι «αιθιοπικά» δράματα, στη Γαλλία και στην Αγγλία ανέβηκαν θεατρικές διασκευές και στην Ισπανία έγινε δημοφιλές ένα τρίπρακτο δράμα βασισμένο στην ίδια ιστορία. Επόμενο ήταν ένα τέτοιο έργο να προσελκύσει τους συνθέτες της όπερας, με χρονολογικά τελευταίο τον Τζιουζέπε Βέρντι. Πεζογραφία, δράμα και όπερα, καθώς και οι εικαστικές τέχνες, εκμεταλλεύτηκαν τα «Αιθιοπικά». «Δεν μένει πια», έγραφε ο Hagg, ο ιστορικός του αρχαίου μυθιστορήματος, με έκδηλο θαυμασμό, «παρά να ανακαλύψει και ο κινηματογράφος αυτή την περιπετειώδη ιστορία με τις εντυπωσιακές σκηνές πλήθους και τα οπτικά εφέ».


Και όμως σήμερα ελάχιστοι γνωρίζουν τον Ηλιόδωρο. «Ποιος είναι αυτός ο Ηλιόδωρος;», είναι το πρώτο ερώτημα που έρχεται στα χείλη του σύγχρονου αναγνώστη. Λογικό είναι να αισθάνεται υπερήφανος ο συντάκτης της σημείωσης στην παρούσα έκδοση: «Ο Κοραής είναι ο μόνος Ελληνας που δημοσίευσε μια παράφραση όλου του έργου το 1804 στο Παρίσι και το 1813 στη Σμύρνη.





Το έργο για πρώτη
φορά εκδίδεται ολόκληρο στα νέα ελληνικά». Σε αυτή την πρώτη ολοκληρωμένη έκδοσή του στα νέα ελληνικά τη μετάφραση υπογράφει η Αλόη Σιδέρη, ενώ ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης σε μια εισαγωγή 80 σελίδων εξετάζει το κοινωνικό και το λογοτεχνικό υπόβαθρο του έργου, καθώς και την υποδοχή που του επιφυλάχθηκε στους επόμενους αιώνες.


Το ωραιότερο αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα: έτσι έμειναν στην ιστορία τα «Αιθιοπικά». Θεωρούνται το πιο τεχνικό και άρτιο δείγμα του νέου λογοτεχνικού είδους που έκανε την εμφάνισή του στην ελληνιστική εποχή και οδήγησε στη δημιουργία του σύγχρονου μυθιστορήματος στη Βρετανία του 18ου αιώνα. Και όχι άδικα. Ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα τα «Αιθιοπικά» έχουν όλα τα χαρακτηριστικά ενός μπεστ σέλερ: πλοκή, σασπένς, ανατροπές, συγκρούσεις και χάπι εντ. Είναι μια κοσμοπολίτικη ιστορία που εκτυλίσσεται την εποχή του ύστερου ελληνιστικού κόσμου στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, περιλαμβανομένης της Αιθιοπίας. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τον θεσσαλό πρωταγωνιστή και την αγαπημένη του, πριγκίπισσα της Αιθιοπίας, αθώους και ανυπεράσπιστους, να έρχονται αντιμέτωποι με ληστές, πειρατές, μάγους και κακούργους κάθε λογής ώσπου να κατορθώσουν, μετά από ποικίλες περιπέτειες και φαινομενικά αδιέξοδες καταστάσεις, να καταλήξουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.


Οπως και στα άλλα αρχαία ελληνικά μυθιστορήματα, το αίμα τρέχει ποτάμι, ο έρωτας δεσπόζει, αλλά το σεξ απουσιάζει. Η ηρωίδα περιφρουρεί την αγνότητά της, όχι μόνο από ληστές, περιστασιακούς θαυμαστές και επίδοξους εραστές, αλλά και από τον ίδιο τον αγαπημένο της ως την ημέρα του γάμου. Παρ’ όλα αυτά, κινητήρια δύναμη της δράσης είναι πάντα οι γυναίκες, ακόμη και σε δευτερεύοντες ρόλους. Η Αρσάκη, η Δημαινέτη και η Θίσβη, τρεις ερωτοπαθείς και δολοπλόκες γυναίκες των «Αιθιοπικών», γίνονται αίτιες πολλών κακών και εμπνέουν με τη σειρά τους μελλοντικούς δραματουργούς.


Αν σκεφθεί κανείς ότι το έργο γράφηκε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή, τη λεγόμενη «Δεύτερη Σοφιστική», όταν συντελείται μια αναγέννηση του ελληνικού πολιτισμού με κύρια χαρακτηριστικά τον κλασικισμό και τον αττικισμό, δηλαδή την επιστροφή στα ιδεώδη των κλασικών χρόνων, η μετάφρασή του σήμερα στα νέα ελληνικά αποτελεί ένα είδος πρόκλησης, αφού είναι ουσιαστικά ένα ταξίδι μέσα στην ελληνική γλώσσα. Ο συγγραφέας των αυτοκρατορικών χρόνων δεν γράφει στην ομιλουμένη του καιρού του, αλλά προσπαθεί να είναι «ωραία και μουσικά τα ελληνικά». Αν προσθέσει κανείς την πληθώρα των αναφορών του Ηλιοδώρου σε παλαιότερα κείμενα, αφού, όπως παρατήρησε ο Κοραής, «το περισσότερον του δράματος μέρος είναι μίμησις και παρωδία διαφόρων παλαιών συγγραφέων (…), είναι, να είπω ούτως, αληθής κέντρων, ήγουν ένδυμα συρραμμένον από διάφορα κομμάτια, συρραμμένον όμως τόσον επιδέξια ώστε εις ολίγα μέρη βλέπει τις τα ράμματα και τους κλωστήρας, αλλά φαίνεται μονοσώματον υφαντόν άνωθεν έως κάτω λαμπρόν ένδυμα», αντιλαμβάνεται το επικίνδυνον του ταξιδιού αυτού σε παρελθόντες χρόνους της ίδιας γλώσσας. Εν πάση περιπτώσει, η Αλόη Σιδέρη είναι δοκιμασμένη σε παρόμοιους πλόας.


Ενα πρόσθετο ενδιαφέρον της παρούσας έκδοσης είναι ότι παρουσιάζεται μια συνολική αποτίμηση, στην εισαγωγή, της πρόσληψης αυτού του έργου από τους Βυζαντινούς. Οι βυζαντινοί λόγιοι, όπως ο Φώτιος, ο Ψελλός, ο Φίλιππος Φιλάγαθος, ο Ιωάννης Ευγενικός κ.ά., ήταν οι πρώτοι που αναγνώρισαν την αξία αυτού του μυθιστορήματος πολύ προτού το ανακαλύψει η Δύση. Οπως σημειώνει ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «η επιβίωση του ΑΕΜ (Αρχαίου Ελληνικού Μυθιστορήματος) ακολουθεί μια μακρύτατη πορεία, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Η «ανατολική», δηλαδή η ελληνική, γραμμή αυτής της πορείας αρχίζει από πολύ νωρίς ­ για τον Ηλιόδωρο οι πρώτες μαρτυρίες χρονολογούνται ήδη από τον 5ο αι. ­ και φτάνει ως τον 15ο αι., αντίθετα η «δυτική» γραμμή αρχίζει από τον 16ο αι. και φτάνει ως τον 19ο αι.». Συνεχιστής, κατά κάποιον τρόπο, των βυζαντινών λογίων υπήρξε ο Α. Κοραής. Αυτή την παλαιά ελληνική παράδοση, τη σχετική με τα «Αιθιοπικά», ανασυνθέτει στην εισαγωγή του ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, ο οποίος καταδεικνύει, λαμβάνοντας υπόψη και τη σύγχρονη βιβλιογραφία, ότι πολλές από τις γνώμες των Βυζαντινών και του Κοραή παραμένουν ακόμη ενεργές και «καθόλου δεν υστερούν από ορισμένες απόψεις που έχει διατυπώσει η σύγχρονη φιλολογία για τα «Αιθιοπικά», τόσο για την αφηγηματική τεχνική τους και την ποιότητα του λόγου τους όσο και για τη σημασία και την καθόλου ερμηνεία τους».


Τι εντύπωση έκανε, λοιπόν, ο Ηλιόδωρος στους συγχρόνους του και στους κατοπινούς αναγνώστες του στο Βυζάντιο; Ο πρώτος συγγραφέας που τον αναφέρει είναι ο κωνσταντινουπολίτης νομικός Σωκράτης (c. 380 – c. 450), ο οποίος μας πληροφορεί ότι ο Ηλιόδωρος συνέγραψε τα «Αιθιοπικά» νέος και ύστερα έγινε χριστιανός και μάλιστα επίσκοπος Τρίκκης (των σημερινών Τρικάλων της Θεσσαλίας). Ως επίσκοπος, μάλιστα, εισηγήθηκε ένα νέο «έθος», την αγαμία των κληρικών! Οπως γράφει και ο Κοραής αργότερα, καθώς εξετάζει αν αληθεύει η παράδοση ότι ζητήθηκε από τον Ηλιόδωρο ή να κάψει το νεανικό ερωτικό σύγγραμμά του ή να παραιτηθεί της Επισκοπής, είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς ότι ήθελαν «να εκβάλωσι της επισκοπής άνδρα τόσον σεμνόν τα ήθη, ώστε υπερέβη, να είπω ούτω, και αυτά της σωφροσύνης τα όρια. Διότι, καθώς ομοφώνως λέγουν ο Σωκράτης και ο Νικηφόρος, ο Ηλιόδωρος εχρημάτισεν αρχηγός εις την Θεσσαλίαν του έθους να καθαιρώνται όσοι Κληρικοί εφύλασσον τας γυναίκας με τας οποίας νομίμως ήσαν ενωμένοι. (…) Επειτα, αν ο Ηλιόδωρος εκρίθη ανάξιος της επισκοπής διά το σύγγραμμά του, διά τι τον εχειροτόνησαν επίσκοπον;».


Παρ’ ότι θεοκρατούμενο και συντηρητικό, το Βυζάντιο δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό της ανάγνωσης των «Αιθιοπικών». Ως και φιλολογικοί καβγάδες και αντεγκλήσεις σημειώθηκαν για το αν το έργο ήταν αρκούντως ηθικό ή όχι. Προκειμένου μάλιστα να πραϋνθούν οι σεμνότυφοι αναγνώστες, χρειάστηκε να αναλάβουν πολλοί ­ άνθρωποι υπεράνω υποψίας ­ την υπεράσπιση του έργου. Πάντως, είτε το απέρριπταν είτε το εξυμνούσαν, σημασία έχει ότι το διάβαζαν μετά μανίας. Από νωρίς άρχισαν να κυκλοφορούν και περιλήψεις του, για μια γρήγορη επαφή με την υπόθεση. Ο πρώτος, φέρ’ ειπείν, που συνθέτει «Υπόθεσιν» του μυθιστορήματος είναι ο πατριάρχης Φώτιος, η οποία όμως είναι κατά τη γνώμη του Κοραή «πολλά συγκεχυμένη και αναξία (να είπω την αλήθειαν) τοιούτου κριτικού ανδρός…», οπότε ο Κοραής αναγκάζεται να συντάξει νέα «υπόθεσιν» του έργου, «εάν όχι τεχνικωτέραν, διεξοδικωτέραν όμως παρά τας προτέρας, ίσως δε και σαφεστέραν». Ο τελευταίος που συντάσσει «υπόθεσιν» είναι προφανώς ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, ο οποίος παραφράζει την ­ ομολογουμένως κατατοπιστική ­ παράφραση του Κοραή. Κανένας από τους παραπάνω δεν ακολουθεί τα γενόμενα σύμφωνα με τη σειρά με την οποία τα αφηγείται ο Ηλιόδωρος, αλλά όλοι τα εκθέτουν κατά τη φυσική χρονική τους τάξη. Διότι ο Ηλιόδωρος επιλέγει έναν μάλλον αιφνίδιο τρόπο για να ξεκινήσει το μυθιστόρημά του, in medias res, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους συγγραφείς του ΑΕΜ, ακολουθώντας το πρότυπο της «Οδύσσειας».


Τελικά, παρά τα εμπόδια που ορθώθηκαν ενδιαμέσως, τα «Αιθιοπικά» έγιναν εξαιρετικά δημοφιλή από νωρίς. Το έργο ήταν ό,τι έπρεπε για την ψυχαγωγία των πρώτων χριστιανών: είχε περιπέτεια, εξωτικά ταξίδια, ερωτικές συνευρέσεις και «δραματικά» στοιχεία, με αποτέλεσμα να εκτοπιστεί σχεδόν το ζωντανό θέατρο. «Πόσο η ψυχαγωγία αυτή», γράφει ο Γιατρομανωλάκης, «ανταποκρίνεται στο «γούστο του χριστιανού αναγνώστη» φαίνεται και από το γεγονός ότι τρία από τα μυθιστορηματικά στοιχεία που περιέχονται στα Απόκρυφα Ευαγγέλια και στις Απόκρυφες Πράξεις των Αποστόλων είναι στοιχεία του ΑΕΜ: δηλαδή, η περιπλάνηση, το τερατολογικό και το ερωτικό στοιχείο. Αρκεί να μετατοπισθούν τα μοτίβα αυτά μέσα σε μια θρησκευτική ιστορία και όλα γίνονται αποδεκτά. Οπως χαρακτηριστικά γράφει ο Beck, το Βυζάντιο κατέχει καλά την τέχνη της συγκάλυψης». Ετσι, σύμφωνα με τον πατριάρχη Φώτιο, η κύρια ηθική αξία του έργου είναι η σωφροσύνη, ενώ ο Φίλιππος ο Φιλάγαθος, επίσκοπος Καλαβρίας, γράφει τον 12ο αιώνα: «Η ιστορία βοά (και μόνο που δεν φωνάζουν τα γράμματα) ότι εάν κανείς περιφρονεί τη δικαιοσύνη, δεν σέβεται τον πλούτο των άλλων και ενοχλεί κάποια παρθένα, θα του συμβούν τα δυστυχήματα του Τραχίνου, του Πελώρου και των Βουκόλων…». Σίγουρα, μια τέτοιου είδους ανάγνωση μπορεί να εξιδανικεύσει όλα τα θύραθεν κείμενα.


Αλλά και η τεχνική του έργου επαινέθηκε από τους πρώτους αιώνες στο Βυζάντιο, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι λόγιοι, κυρίως στη Δύση, ήταν εξαιρετικά απρόθυμοι να αναγνωρίσουν στον Ηλιόδωρο τις αρετές ενός συγγραφέα εφάμιλλου των κλασικών. Αυτός που πρώτος εξαίρει την αφηγηματική τεχνική του Ηλιοδώρου είναι ο πολυσχιδής Μιχαήλ Ψελλός, ο οποίος γράφει σε ένα εκτενές δοκίμιό του για το έργο ότι «το ξεκίνημα της συγγραφής μοιάζει με τους κουλουριασμένους όφεις. Τα φίδια κρύβουν συνήθως την κεφαλή τους μέσα στη σπείρα και προβάλλουν προς τα έξω το υπόλοιπο σώμα». Ο Κοραής, αιώνες αργότερα, θα συμφωνήσει με τις υφολογικές παρατηρήσεις του Ψελλού και θα προσθέσει ότι η τέχνη των «Αιθιοπικών» είναι ανάλογη με την κατασκευή των δραματικών ποιημάτων, όπως αυτή ορίζεται από τον Αριστοτέλη.


Κλασικό έργο ή εμπορικό μπεστ σέλερ άλλων εποχών; Το συμπέρασμα είναι, μετά απ’ όλα αυτά, ότι οι Βυζαντινοί το αντιμετώπισαν τόσο ως λογοτεχνία όσο και ως ανάγνωσμα ψυχωφελές και ως κείμενο με αλληγορικές (ηθικές ή θεολογικές) σημασίες. Αντίθετα, η δυτική κριτική άργησε πολύ να αναγνωρίσει το έργο ως αυτοτελές λογοτεχνικό και αισθητικό προϊόν, παρά την αναβίωσή του και την επίδραση που άσκησε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία την εποχή της Αναγέννησης και του μπαρόκ. Σχετικά πρόσφατα το αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα κέρδισε τη θέση που δικαιωματικά του ανήκει μέσα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Σχετικά πρόσφατα ορισμένοι φιλόλογοι παρατήρησαν ότι ίσως ο Ρακίνας να μην είχε διόλου υπόψη του τον Ευριπίδη γράφοντας τη «Φαίδρα», αλλά την παραλλαγή του Ηλιοδώρου στα «Αιθιοπικά».