Στα μέσα του περασμένου Σεπτεμβρίου και ενώ ο κ. Πρωθυπουργός ετοιμαζόταν να ανέβει στην Εκθεση της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να εκφωνήσει τον καθιερωμένο λόγο, από τη στήλη αυτή είχα προσπαθήσει να προβλέψω τι περίπου θα συμβεί με τον προϋπολογισμό που πρόκειται να κατατεθεί για το 1998. Ιδού τι έγραφα: «Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, με κάποιες μικρές παραλλαγές για να υπάρχει ποικιλία, παίζεται το ίδιο σενάριο. Από κάποιο κέντρο της κυβερνητικής εξουσίας αφήνεται να διαρρεύσουν διάφορες ειδήσεις για παρεκκλίσεις στην εκτέλεση του προϋπολογισμού. Στη συνέχεια, αφού γίνει αρκετός θόρυβος στις εφημερίδες και στα άλλα μέσα ενημέρωσης και το ενδιαφέρον του κοινού προετοιμαστεί κατάλληλα, βγαίνει ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και διαβεβαιώνει ότι όλα πηγαίνουν όπως ακριβώς έχουν προβλεφθεί. Κατόπιν, με την ευκαιρία της ετήσιας Εκθεσης που γίνεται στη Θεσσαλονίκη, παρουσιάζεται ο Πρωθυπουργός, ο οποίος σε βαρυσήμαντη ομιλία του μας διαβεβαιώνει για την καλή πορεία της οικονομίας και αναγγέλλει τη μερική χαλάρωση της λιτότητας. Και, τέλος, δύο μήνες αργότερα, όταν κατατεθεί ο προϋπολογισμός για το επόμενος έτος, οι προαναφερθέντες πρωταγωνιστές εμφανίζονται στη Βουλή για να μας πληροφορήσουν για τους νέους φόρους και τα βάρη που είναι υποχρεωμένοι να επιβάλουν στους πολίτες για να μη μείνει η χώρα μας έξω από την ευρωπαϊκή ενοποίηση». Προφανώς, με βάση τις ειδήσεις που δημοσιεύθηκαν τις τελευταίες ημέρες για τους νέους φόρους που πρόκειται να επιβληθούν, τώρα παίζεται η τελευταία πράξη του έργου και αυτό που απομένει να γίνει είναι ένας απολογισμός για την υποκριτική ικανότητα των πρωταγωνιστών.


Η κυβέρνηση διά στόματος του κ. υπουργού Εθνικής Οικονομίας είχε αναγγείλει πριν από την Εκθεση της Θεσσαλονίκης ότι κατά το ερχόμενο έτος δεν θα επιβληθούν νέοι φόροι αλλά ότι θα γίνει προσπάθεια να αξιοποιηθούν αυτοί που ισχύουν με αποτελεσματικότερη οργάνωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών του κράτους. Αυτή η δέσμευση δεν ισχύει πλέον, γιατί στις τελευταίες του δηλώσεις προς τα ΜΜΕ ο ίδιος υπουργός είπε ότι «… ακόμη δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί τα νέα φορολογικά μέτρα, τα οποία θα γίνουν γνωστά με την κατάθεση του προϋπολογισμού». Με άλλα λόγια, για δεύτερη συνεχή χρονιά παρατηρούμε πλήρη απόκλιση της κυβέρνησης από τις προεκλογικές και τις τρέχουσες δεσμεύσεις της. Αυτό αποτελεί ρελάνς αναξιοπιστίας.


Στην παρούσα συγκυρία όμως η συστηματική αναξιοπιστία της κυβέρνησης συνοδεύεται επίσης και από μια μεγάλη αντίφαση. Αυτή συνίσταται στο ότι ενώ από τη μια μεριά απευθύνει συνεχώς εκκλήσεις προς τους πολίτες να αναλάβουν επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και να συμβάλουν στην αύξηση των επενδύσεων που τόσο έχει ανάγκη η χώρα, από την άλλη δεν χάνει ευκαιρία να τιμωρεί όσους κάνουν το λάθος και ανταποκριθούν στις εκκλήσεις της. Και τούτο γιατί με τη συνεχή επιβάρυνση των επιχειρήσεων, είτε μέσω αύξησης των συντελεστών φορολογίας είτε μέσω των αντικειμενικών κριτηρίων είτε μέσω του ΙΚΑ, του ΟΤΕ, της ΔΕΗ και των άλλων φοροεισπρακτικών μηχανισμών, θα πρέπει κάποιος να έχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας για να του μείνει κάποιο κέρδος από οποιαδήποτε σοβαρή επένδυση. Εξάλλου, αυτός είναι και ο κύριος λόγος που εξαπατημένοι επενδυτές καταλήγουν να γίνονται στο τέλος φοροκλέπτες για να επιβιώσουν. Αυτή η πρακτική αποτελεί ρελάνς αντιφατικότητας.


Συμπερασματικά, η άποψή μου είναι ότι η κυβέρνηση μπορεί με τη βοήθεια των χρηματοδοτήσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης να αλλάξει τη δομή του κοινωνικού κεφαλαίου και να προκαλέσει και μια πρόσκαιρη άνθηση στην οικονομία. Ελάχιστα όμως θα επηρεάσει τη συμπεριφορά και τα κίνητρα της δραστηριότητας των πολιτών, γιατί με την επιμονή της σε επιλογές οι οποίες είναι αναξιόπιστες και αντιφατικές δηλητηριάζει το επιχειρηματικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Ετσι, όσοι είχαν πιστέψει ότι αυτή η κυβέρνηση μπορεί να εκσυγχρονίσει τη χώρα θα πρέπει να ετοιμάζονται να απογοητευθούν.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.