Ησασταν ένα ήσυχο παιδί;
«Oι γονείς μου μού λένε κάτι χαρακτηριστικό: «Δεν καταλάβαμε πότε μεγάλωσες». Hμουν ένα παιδί ήσυχο. Το βασικό μου χαρακτηριστικό ήταν ότι καθόμουν και ονειροπολούσα – όταν δεν έπαιζα με τους φίλους μου στον δρόμο. Οταν πάλι βρισκόμασταν, στήναμε ολόκληρες ιστορίες σαν μικρά θεατρικά και παίζαμε. Στην εφηβεία αυτό άλλαξε. Εγινα περισσότερο εσωστρεφής. Ημουν από τα παιδιά που κατάλαβαν τι σημαίνει εφηβεία, χωρίς όμως να το εξωτερικεύσω ιδιαίτερα».
 
Πώς είναι μια τυπική σας ημέρα;
«Αυτό που συμβαίνει είναι ότι απασχολώ πολύ τον εγκέφαλό μου με τον παράλληλο κόσμο που προσπαθώ να χτίσω στο θέατρο και έτσι όλα τα πρακτικά θέματα, όπως το να πληρώσω, για παράδειγμα, έναν λογαριασμό, μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα».
 
Δεν χάνετε όμως έτσι την πραγματική ζωή;
«Ισως. Και τα όμορφα και τα φρικιαστικά που συμβαίνουν. Πολλές φορές δεν προλαβαίνω τα πράγματα. Είναι αλήθεια. Αλλά προτιμώ να ζω έτσι, γιατί αυτή η διαδικασία είναι δημιουργική και σε έναν βαθμό θεραπευτική απέναντι στη σκληρότητα της ζωής. Γιατί η ζωή είναι σκληρή. Αλλωστε, αυτό που περιγράφω δεν κρατάει όλον τον χρόνο. Αφορά κυρίως την περίοδο των προβών. Και οι περισσότερες παραστάσεις πλέον κρατούν δύο-τρεις μήνες. Οπότε, όταν βγαίνεις από αυτό εκτιμάς πάλι τα μικρά, καθημερινά πράγματα: να βγεις για ένα φαγητό, να πας ένα σινεμά».
 
Είναι δύσκολο να είσαι ηθοποιός στην Ελλάδα τού 2018;
«Είναι δύσκολο πολύ το πρακτικό κομμάτι. Πέρα όμως από τις δικές μας αμοιβές, αυτή η κατάσταση έχει ουσιαστικά επηρεάσει την τέχνη. Οταν οι δουλειές γίνονται με γνώμονα το κέρδος και το ταμείο, δεν μπορούμε να είμαστε τολμηροί καλλιτεχνικά. Παλαιότερα δεν μας ένοιαζε αν είχαμε δέκα άτομα στην αίθουσα. Δεν εννοώ να μην υπολογίζουμε το κοινό. Αλλά αν δεν τολμήσουμε δεν θα πάμε παρακάτω».
 
Εφέτος συναντιέστε για δεύτερη χρονιά με τον ρόλο της Οφηλίας στον «Αμλετ» σε σκηνοθεσία Λεβάν Τσουλάτζε, ενώ αναμετριέστε και με την Τζόσι Χόγκαν του Ευγένιου Ο’Νιλ στο έργο «Ενα φεγγάρι για τους καταραμένους» σε σκηνοθεσία Μαριλίτας Λαμπροπούλου. Ποια είναι αυτή η νέα ηρωίδα;
«Ενα κορίτσι του αμερικανικού Νότου. Ζει μια δύσκολη ζωή σε ένα κτήμα που δεν της ανήκει. Εχει μεγαλώσει με τα τρία αδέλφια της και τον πατέρα της έχοντας χάσει τη μητέρα της πολύ νωρίς. Εχει σκληραγωγηθεί, έχει αποποιηθεί τον ρόλο του κοριτσιού για να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις. Και σε ένα δύσκολο, συντηρητικό περιβάλλον παριστάνει τη χειραφετημένη, την απελευθερωμένη, για να κρύψει το βαθύτερό της μυστικό, ότι είναι ακόμη παρθένα. Ταυτόχρονα είναι ερωτευμένη με τον Τζιμ, έναν ξεπεσμένο, αλκοολικό ηθοποιό που κουβαλά τα δικά του φαντάσματα».
 
Τι σας γοητεύει περισσότερο στο έργο;
«Μιλάει για την ανθρώπινη αδυναμία, για τη συγχώρηση και την ενοχή και κυρίως για το πώς η ανθρώπινη κοινωνία δεν μας επιτρέπει να εκφράσουμε τις αδυναμίες μας. Και οι κοινωνίες δεν αλλάζουν, νομίζω. Και στις ημέρες μας ο συντηρητικός τρόπος σκέψης κυριαρχεί, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποδεχθεί τη διαφορετικότητα, δεν μπορεί να δείξει μεγαλοψυχία σε κάτι που δεν αναγνωρίζει. Εχουμε δει ακραίες αντιδράσεις από ανθρώπους που φέρονται ρατσιστικά ακόμη και πρόσφατα».
 
Αναφέρεστε στον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου;
«Με κλόνισε αυτό που συνέβη… Και νομίζω ότι αν κάτι απέδειξε αυτό το φρικιαστικό συμβάν είναι το πόσο φοβισμένος είναι ο κόσμος και πόσο σπασμωδικά αντιδρά. Είναι μια εποχή δύσκολη, όπου η ψυχραιμία και η καθαρή σκέψη, χαρακτηριστικά του πολιτισμού, έχουν εκλείψει».
 
Αν δει κανείς τον λογαριασμό σας στο Facebook παρατηρεί μια ιδιαίτερη ευαισθησία για τα αδέσποτα…
«Εχω υιοθετήσει συνολικά μαζί με την οικογένειά μου έξι αδέσποτα, γατάκια και σκυλάκια, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος χώρος, μόνο ένα κοινό διαμέρισμα. Νομίζω η κατάσταση είναι ανεξέλεγκτη στην Ελλάδα. Αλλά γενικότερα θεωρώ προβληματική τη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα. Τα αντιμετωπίζουμε σαν ένα κατώτερο είδος. Δεν πιστεύω ότι είναι, ούτε ότι υπάρχουν στον πλανήτη για να εξασφαλίζουν την τροφή μας».
 
Είστε vegan;
«Για επτά χρόνια δεν έτρωγα καθόλου κρέας. Σήμερα τρώω ελάχιστα και δεν κρύβω ότι όταν έρχονται στο μυαλό μου οι φρικιαστικές αυτές εικόνες από τα σφαγεία αισθάνομαι φοβερές τύψεις. Νομίζω ότι το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι δεν έχουμε καθόλου εικόνα πώς φτάνει η τροφή μας στην κατσαρόλα και στο πιάτο μας. Εχουμε ωραιοποιήσει αυτή την κατάσταση και την αντιμετωπίζουμε χωρίς ενοχές. Θεωρώ ότι πρέπει να είμαστε γνώστες όλης αυτής της διαδικασίας και μετά συνειδητά να αποφασίζουμε αν θέλουμε να συνεχίσουμε να τρώμε κρέας ή όχι».
 
Τι είναι τελικά αυτό που σας κινητοποιεί;
«Η ιδέα τού τέλους. Επειδή ο θάνατος με φοβίζει, με ενεργοποιεί».
 
ΙNFO: «Ενα φεγγάρι για τους καταραμένους»: Θέατρο Πορεία (Τρικόρφων 3-5, Βικτώρια), Δευτέρα και Τρίτη.
«Αμλετ»: Θέατρο Αltera Pars (Μεγάλου Αλεξάνδρου 123, Κεραμεικός), Τετάρτη έως Κυριακή.