Δεν θα υπήρχε σχεδόν κανένας απτός ή έστω αρκετά θελκτικός λόγος να γράψει κανείς ένα κείμενο για το Ελθιέγο, πόσω μάλλον να διαβάσει για αυτό ή να μπει στη φασαρία να ταξιδέψει 120 χιλιόμετρα νότια του Μπιλμπάο για να επισκεφθεί το μικρό ισπανικό χωριό με τις χαρακτηριστικές κεραμιδένιες στέγες και τους ατελείωτους αμπελώνες – από εκείνα που γίνονται συχνά-πυκνά ιδανικό σκηνικό για τηλεοπτικές ιστορίες μυστηρίου οι οποίες κατακλύζουν τον κατάλογο του Netflix –, εάν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 μια ιδέα που ακουγόταν τρελή, σίγουρα εικονοκλαστική και άλλο τόσο αταίριαστη με τη φυσιογνωμία της περιοχής δεν είχε πέσει στο τραπέζι.
Μπορεί το παγκοσμίως άγνωστο έως τότε χωριό να φιλοξενούσε ήδη από το 1858 την έδρα του Marqués de Riscal, δηλαδή ενός από τα παλαιότερα, τα πλέον ιστορικά και πιο εξωστρεφή οινοποιεία της Ισπανίας, όμως η μοίρα του θα ήταν εντελώς διαφορετική εάν ο Φρανκ Γκέρι, ο για πολλούς σπουδαιότερος και αναντίρρητα τολμηρός και οραματιστής αρχιτέκτονας του 20ού αιώνα, δεν είχε αποδεχθεί την πρόκληση να δημιουργήσει ένα τοπόσημο σε πρώτη ματιά δυσανάλογο ως προς το μέγεθος, τη φυσιογνωμία και τη μορφολογία της περιοχής.
Αυτό που το 2006, όταν εγκαινιάστηκε, άλλους τους ξάφνιασε, άλλους τους δίχασε και άλλους τους ενθουσίασε, πλέον μοιάζει όχι απλώς οργανικά ενταγμένο στο περιβάλλον, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι του Ελθιέγο και πυλώνας της οινικής εμπειρίας που προσφέρει σήμερα στους δεκάδες χιλιάδες ευζωιστές, οι οποίοι με θρησκευτική ευλάβεια και αμείωτη σπουδή το επισκέπτονται κάθε χρόνο.
Στο Hall of Fame του κρασιού
Αλλωστε μόλις πέρυσι το ισπανικό οινοποιείο ψηφίστηκε από τον θεσμό The World’s 50 Best Vineyards ως το κορυφαίο στον κόσμο και έλαβε τη θέση του στο Hall of Fame, πλάι σε μόλις τρία ακόμα οινοποιεία που απολαμβάνουν το σχετικό προνόμιο. Ναι, κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει πως η παράδοση, η τεχνογνωσία, η καινοτομία και τελικά η ποιότητα του κρασιού καθοδήγησαν την κορυφαία διάκριση.
Oπως κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει πως η «φωτογένεια» που προσέδωσε το κτίριο του Φρανκ Γκέρι, στο οποίο στεγάζεται ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο με 43 σουίτες – διακοσμημένες μάλιστα από τον ίδιο τον καναδό αρχιτέκτονα –, πρόσθεσε αίγλη και λάμψη και έγινε η αφορμή ώστε το Marqués de Riscal να αναβαθμιστεί από ιστορικό οινοποιείο – με διακριτή και σημαντική δράση στην περιοχή επί σχεδόν ενάμιση αιώνα – σε προορισμό για aficionados του οίνου αλλά όχι μόνο.

Αρκεί μια ματιά στο μνημειακών διαστάσεων δημιούργημα του Γκέρι για να αντιληφθεί κανείς τις συνάφειες, τις συγγένειες και τις αναφορές σε άλλα εμβληματικά αρχιτεκτονήματά του, όπως το Walt Disney Concert Hall του Λος Αντζελες που εγκαινιάστηκε το 2003, μα κυρίως το Μουσείο Guggenheim του Μπιλμπάο, που υποδέχθηκε τους πρώτους του επισκέπτες λίγα χρόνια νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1997, αλλάζοντας θεμελιωδώς τη ζωή, την καθημερινότητα, τελικά τον χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία της μεγαλύτερης πόλης της Χώρας των Βάσκων.
Λέγεται μάλιστα πως όταν ο Γκέρι ολοκλήρωσε το 24.000 τ.μ. μνημειακό έργο και το αντίκρισε από απόσταση, μονολόγησε: «Τι στην ευχή έκανα σε αυτούς τους ανθρώπους;». Ποιος μπορεί να αμφιβάλλει, σχεδόν 30 χρόνια μετά, πως κατάφερε να διαιρέσει τη σύγχρονη ιστορία της πόλης σε ένα αβέβαιο και συννεφιασμένο «πριν» και ένα αστραφτερό «μετά», τοποθετώντας το Μπιλμπάο σε περίοπτη θέση στον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη;
Κάν’ το όπως το Guggenheim
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, ήταν τη βραδιά των εγκαινίων του Guggenheim Bilbao που έπεσε για πρώτη φορά στο έδαφος ο σπόρος της ιδέας για τη δημιουργία ενός ανάλογου εκτοπίσματος και επιδραστικότητας κτιρίου στο Ελθιέγο.
Ανάμεσα σε μια χειραψία που θα μπορούσε να είναι τυπική, αλλά τελικά αποδείχθηκε βαθιά και ουσιαστική, ο τότε επικεφαλής του Marqués de Riscal έθεσε στον καναδό αρχιτέκτονα την επόμενη μεγάλη πρόκληση της καριέρας του.
Τι θα γινόταν εάν αποδεχόταν να αντλήσει αναφορές από την ιστορία και την οινοπαραγωγική παράδοση του Ελθιέγο για να προσφέρει σε ένα χωριό με λιγότερους από 1.000 μόνιμους κατοίκους έναν νέο «καθεδρικό» ναό; Οχι για την ενατένιση του θείου, αλλά για την αποθέωση του κρασιού. Του προϊόντος, με άλλα λόγια, για το οποίο και από το οποίο ζουν οι αυτόχθονες της περιοχής από τα μέσα του 19ου αιώνα.

Γι’ αυτό και το κτίριο του Γκέρι, που εγκαινιάστηκε εννέα χρόνια αργότερα, παρουσία μάλιστα του τότε βασιλιά Χουάν Κάρλος, «διαβάζεται» σαν αλληγορία του κρασιού και του κύκλου της οινοποίησης.
Κατασκευαστικά, στηρίζεται σε μια χαμηλή μάζα από τοπικό ψαμμίτη – μια συνειδητή αναφορά του αρχιτέκτονα στο ταπεινό υλικό της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της περιοχής –, από την οποία αναδύεται ένα σύμπλεγμα μεταλλικών κορδελών που «απελευθερώνονται» στον περιβάλλοντα χώρο και είναι επενδεδυμένες με ροζ, χρυσό και ασημί τιτάνιο, χρώματα επιλεγμένα για να παραπέμπουν στο σταφύλι, στο χρυσό πλέγμα που περιβάλλει τις φιάλες του Marqués de Riscal και στο ασημένιο καψούλι τους.
Από μακριά, οι κορδέλες δημιουργούν μια καλειδοσκοπική ψευδαίσθηση, μοιάζουν να αλλάζουν χρώμα και ένταση με τον καιρό και τον ήλιο, σαν ένα ρευστό σώμα που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Ο ίδιος ο καναδός αρχιτέκτονας το είχε περιγράψει σαν «ένα υπέροχο πλάσμα, με τα μαλλιά του να ανεμίζουν παντού». Και πράγματι, το κτίριο μοιάζει ζωντανό, μια σχεδόν αυθάδης αλλά ευφυής αποδόμηση του συντηρητικού αρχιτεκτονικού χαρακτήρα της περιοχής.
Το κρασί ως εμπειρία
Ναι, η θεατρικότητα είναι εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της δημιουργίας του Γκέρι. Αλλωστε, δεν μιλάμε απλώς για ένα ξενοδοχείο, αλλά για ένα αρχιτεκτόνημα που αναθεώρησε τον τρόπο που παρουσιάζεται και «καταναλώνεται» η κουλτούρα του οίνου. Και οφείλει κανείς να ομολογήσει πως είναι άκρως «ινσταγκραμικό», μολονότι δημιουργήθηκε πολύ πριν τα κοινωνικά δίκτυα και η εμμονή με την εικόνα κατακυριεύσουν τον κόσμο.
Το κτίριο του Φρανκ Γκέρι κατάφερε να επαναπροσδιορίσει το Marqués de Riscal ως σύγχρονο luxury brand που πουλά όχι απλώς κρασί, αλλά μια εμπειρία ευ ζην: αρχιτεκτονική, γαστρονομία, θεραπείες spa – βασισμένες στις ευεργετικές ιδιότητες του σταφυλιού –, αλλά και τη σχεδόν κινηματογραφική αίσθηση του να κοιμάσαι κάτω από τις ιριδίζουσες μεταλλικές κορδέλες.
Για πολλούς, αν όχι για τους περισσότερους, επισκέπτες το ίδιο το κτίριο είναι ο λόγος και η αφορμή του ταξιδιού. Μελέτες για τον οινοτουρισμό στην περιοχή της Ριόχα καταδεικνύουν ότι το κτίριο λειτούργησε καταλυτικά στη γενικότερη άνοδο του οινοτουρισμού, προσελκύοντας επισκέπτες που διαφορετικά θα περιόριζαν τη στάση τους στη Λαγουάρδια ή θα πήγαιναν απευθείας στο Μπιλμπάο.

Οχι μόνο περιτύλιγμα
Ιδρυμένο το 1858 από τον Καμίλο Ουρτάδο δε Αμέθαγα, τον 6ο μαρκήσιο του Ρισκάλ, το οινοποιείο υπήρξε από τα πρώτα που μετέφεραν τις τεχνικές του Μπορντό στο ισπανικό έδαφος, εμφιαλώνοντας το πρώτο κρασί της Ριόχα και προωθώντας το στη διεθνή αγορά. Ηδη στα τέλη του 19ου αιώνα το Riscal είχε συγκεντρώσει διακρίσεις και την ιδιαίτερη τιμή για την εποχή να είναι ένα κρασί της Ριόχα γνωστό και αγαπητό πέρα από τα ισπανικά σύνορα.
Το Marqués de Riscal κατάφερε να εκσυγχρονίσει την παραγωγή χωρίς να εγκαταλείψει την παράδοση: επέκτεινε τις εγκαταστάσεις, επένδυσε σε ελεγχόμενη ζύμωση και διεύρυνε την γκάμα του – το 1970 έγινε η πρώτη μονάδα που παρήγε λευκά κρασιά από τους αμπελώνες της Ρουέδα.
Οι ετικέτες του συνεχίζουν να φέρουν ιστορικά σύμβολα – όπως το παράσημο από την Εκθεση του Μπορντό του 1895 – και τα κελάρια παραμένουν ο χώρος όπου ο χρόνος κάνει ανενόχλητος και απερίσπαστος τη δική του δουλειά. Ο συνδυασμός αριστοκρατικής καταγωγής και επιχειρηματικού ενστίκτου γέννησε έναν χαρακτήρα δεκτικό στην επανεφεύρεση και το ρίσκο. Σε αυτή την τελευταία λέξη μάλιστα επέλεξαν να βασίσουν τη βραβευμένη περσινή καμπάνια τους οι υπεύθυνοι του οινοποιείου, παραφράζοντας το Riscal σε «Risk All».

Σήμερα οι επισκέπτες στο Ελθιέγο μπορούν να δοκιμάσουν ένα Riscal Reserva κάτω από τους επιβλητικούς θόλους και στη συνέχεια να βγουν στον περιβάλλοντα χώρο, εκεί όπου ο ουρανός και η γη καθρεφτίζονται στο τιτάνιο – ένας αισθητηριακός κύκλος που ενώνει το χώμα με τον ορίζοντα. Ο διάλογος είναι το δίχως άλλο συναρπαστικός. Το κτίριο του Γκέρι γίνεται πρόσκληση να φανταστούμε ξανά πώς μπορούν οι παλιές βιομηχανίες να ανανεωθούν μέσα από το πολιτιστικό κεφάλαιο.
Για άλλους, η πρόσκληση αυτή είναι πιο περίπλοκη, ανοίγοντας συζητήσεις για την αυθεντικότητα, την πρόσβαση και τις άνισες επιδράσεις της αρχιτεκτονικής παρέμβασης – ειδικά όταν μιλάμε για μια διασημότητα του βεληνεκούς του καναδού αρχιτέκτονα. Σε κάθε περίπτωση, το έργο του Φρανκ Γκέρι έχει πετύχει εκείνο που υπόσχεται συχνά η σπουδαία αρχιτεκτονική: προκαλεί, ελκύει και πυροδοτεί μια συζήτηση για το τι ήταν ένας τόπος, τι είναι σήμερα αλλά και τι μπορεί να γίνει.






