Το κλίμα ήταν πολύ καλό στη λεγόμενη άτυπη πενταμερή για το Κυπριακό, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην καλή διάθεση του τούρκου υπουργού Εξωτερικών, μου έλεγε κυβερνητικός αξιωματούχος λίγο καιρό μετά τη συνάντηση των πέντε πλευρών στη Γενεύη.

Θυμάμαι τα λόγια του ακριβώς: «Συμφώνησαν μάλιστα για κάποια μικρής σημασίας ζητήματα, που αφορούν την καθημερινότητα και την καλή γειτονία», σύντομη παύση, και πρόσθεσε: «Αν και δεν νομίζω ότι θα πραγματοποιηθούν». Και είχε δίκιο, παρά τα λόγια, στην πράξη δεν υπάρχει διάθεση από την άλλη πλευρά για να πραγματοποιηθούν.

Στην πρόσφατη συνάντηση που είχαν ο Πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Χριστοδουλίδης με τον ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Ερσίν Τατάρ, στα τρία σημαντικότερα σημεία η πλευρά του Τατάρ αρνήθηκε να συνεργαστεί. Αν κατάλαβα καλά, μόνο για τον καθαρισμό κοιμητηρίων συμφώνησαν. Οχι ότι είναι ασήμαντο. Κάθε ψηφίδα που προστίθεται στην προσπάθεια για την εξεύρεση λύσης έχει την αξία της. Πρόοδο, πάντως, δεν το λες.

Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πρόοδος, αφού μόλις πριν από λίγες ημέρες είχε προηγηθεί η ομιλία του Ερντογάν από τα Κατεχόμενα, με την οποία επιβεβαίωσε αυτό που ξέραμε πάντα, δηλαδή ότι η Τουρκία επιμένει στη λύση των δύο κρατών. Εμείς, είτε εδώ είτε κάτω στη Λευκωσία, κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε και συνεχίζουμε κανονικά, σαν να μην άλλαξε τίποτα.

Αλλωστε, ποιος ξέρει; Μπορεί να ήταν περαστικό αυτό που έπαθε ο Ερντογάν στα Κατεχόμενα και ίσως επανέλθει στα συγκαλά του. (Μήπως δεν ένιωθε άνετα με το απαίσιο κόκκινο μπουφανάκι; Ποιος μπορεί να πει…) Οπότε λειτουργούμε στην ταχύτητα «business as usual». Απτόητος από τις δηλώσεις Ερντογάν, ο κ. Χριστοδουλίδης δήλωσε σε άψογη γραφειοκρατική: «Εργαζόμαστε έτσι ώστε να υπάρξουν εξελίξεις προς την κατεύθυνση επίλυσης του Κυπριακού».

Προσοχή: Οχι απλής λύσης, αλλά επίλυσης! Κάτι, υποθέτω, ανώτερο. Προς το παρόν, πάντως, είμαστε στην παράλυση.

Και εμείς στην Αθήνα όμως, με τον τρόπο μας, συμμετέχουμε σε αυτή την απομίμηση κανονικότητας. Παθαίνουμε σοκ, λ.χ., με την αδιαλλαξία του Ερντογάν. «Επιμένει να προκαλεί ο Ερντογάν» ήταν ο χαρακτηριστικός τίτλος στα ΜΜΕ με έναν αέρα δυσάρεστης έκπληξης. Λογικό δεν είναι; Την Αθήνα και τη Λευκωσία έχουν απέναντί τους και μόνο. Κανείς άλλος δεν δαπανά διπλωματικό κεφάλαιο για το Κυπριακό, ιδίως με τη ρευστότητα στην οποία έχει περάσει πια το διεθνές σύστημα.

Η περιλάλητη διεθνής κοινότητα, βέβαια, στηρίζει και θα ήταν αδικία αν το παρέλειπα. Ομως στηρίζει ηθικά ή μέσω διεθνών οργανισμών χωρίς πραγματική ισχύ. Επομένως, γιατί μας σοκάρει ότι ο Ερντογάν μάς γράφει; Στον Λευκό Οίκο, ξέρετε, μένει πλέον ο Τραμπ και εμείς πασχίζουμε με κάθε τρόπο να αποκτήσουμε πρόσβαση – δεν μιλώ για κατανόηση.

Εδώ πρέπει να προσθέσουμε και μία ακόμη διάσταση στο θέμα, που αφορά το περίφημο καλώδιο για την ηλεκτρική διασύνδεση της Κύπρου και του Ισραήλ με την Ελλάδα. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια απόπειρα αναβίωσης του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος, αλλά στον ενεργειακό τομέα. Και επειδή βάζουμε μέσα και το Ισραήλ, πιστεύουμε ότι γίνεται δυσκολότερο για την Τουρκία να εμποδίσει την πραγματοποίηση του Ενιαίου Ενεργειακού Δόγματος.

Λάθος, γιατί το Ισραήλ δεν διακινδυνεύει τίποτα και ωφελείται όποια και αν είναι η έκβαση της υπόθεσης. Οι Κύπριοι επίσης τι περισσότερο να χάσουν, όταν το ένα τρίτο της πατρίδας τους τελεί υπό κατοχή επί μισό αιώνα;

Εμείς είμαστε εκείνοι που διακινδυνεύουμε τα περισσότερα, γιατί μια ακόμη υποχώρηση, και μάλιστα επί του πεδίου, ενισχύει τις τουρκικές αξιώσεις και εξασθενίζει τις δικές μας. Αυταπατώμεθα με το καλώδιο, αλλά τι πειράζει, μήπως θα είναι η πρώτη φορά; Ας ετοιμάσουμε όμως από τώρα μια ευπρεπή δικαιολογία για την ώρα της οπισθοχώρησης. Για τον θερμοσίφωνα είπαμε την προηγούμενη φορά, να βρούμε κάτι καλύτερο τώρα…

Σε αυτόν τον κόσμο, όχι σε κάποιον άλλον ιδεατό, λύση για το Κυπριακό δεν υπάρχει, εκτός από αυτή που θα μας επιβάλει ο χρόνος. Γι’ αυτό και αποσύρομαι στην ουδέτερη ζώνη μεταξύ σοβαρού και αστείου, από την οποία επιτρέπεται να λέμε ό,τι θέλουμε.

Ας μην κρυβόμαστε: Ούτε εμείς μπορούμε να πετύχουμε την επανένωση, αλλά ούτε και οι Κύπριοι τη θέλουν στην πραγματικότητα – θα φρικάρουν μόλις δουν τις ορδές που θα έρχονται για εκδρομή από τα Κατεχόμενα.

Συνεπώς, γιατί να μην πάμε όχι απλώς σε λύση δύο κρατών (όπως το έγραψε το 1989 ο καθηγητής Γιάννης Βαληνάκης, με το περίφημο άρθρο του στην «Καθημερινή»), αλλά σε ένωση των δύο τμημάτων με τις μητέρες πατρίδες, με ταυτόχρονη κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για τις θαλάσσιες ζώνες; Οι προσαρτήσεις είναι άλλωστε στη μόδα αφότου έγινε ξανά πρόεδρος ο Τραμπ…

ΙΔΕΑ!

Αναφέρω παραπάνω την προσπάθεια που καταβάλλει η Αθήνα για πρόσβαση στην κυβέρνηση Τραμπ – όπερ σημαίνει στον ίδιο τον Τραμπ. Λοιπόν, έχω την ιδέα! Οχι εγώ δηλαδή, τη βρήκα στο περίφημο βιβλίο του Μάικλ Γουλφ «Fire and Fury» (2018), ό,τι πιο αποκαλυπτικό και διαφωτιστικό έχει γραφεί ποτέ για τον Τραμπ και τη σχέση του με την πολιτική.

Εκεί, στη σελίδα 226 της πρώτης έκδοσης, διαβάζουμε ότι στην αρχή της μεταβατικής περιόδου, το 2016, προτού ο Ντόναλντ αναλάβει επισήμως τα προεδρικά καθήκοντα, υψηλά ιστάμενος παράγων της τουρκικής κυβέρνησης απευθύνθηκε σε σπουδαίο αμερικανό επιχειρηματία με το εξής ερώτημα: Προκειμένου να αποκτήσουμε πρόσβαση, να πιέσουμε μέσω της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Τουρκία ή να του δώσουμε ένα σούπερ οικόπεδο στον Βόσπορο για να κάνει ξενοδοχείο;