Οι υποσχέσεις του πεδίου της Αναγεννητικής Ιατρικής, η οποία στοχεύει στη θεραπεία ασθενειών με τη χρήση βλαστοκυττάρων, φαίνεται πως αρχίζουν να υλοποιούνται. Αυτό ήταν το αβίαστο συμπέρασμα που προέκυψε από τις εργασίες του Διεθνούς Συμποσίου για την Ερευνα στα Βλαστοκύτταρα.

Το Συμπόσιο διοργανώθηκε από την Ελληνική Εταιρεία Γονιδιακής Θεραπείας και Αναγεννητικής Ιατρικής στις αρχές Απριλίου και προσέλκυσε στην Αθήνα μια πλειάδα επιστημόνων από όλο τον κόσμο, των οποίων το ενδιαφέρον εστιάζεται στην αντιμετώπιση νευροεκφυλιστικών ασθενειών (φυσικά, με τη χρήση βλαστοκυττάρων).

Με τον όρο «βλαστοκύτταρα» ή «βλαστικά κύτταρα» περιγράφονται τα κύτταρα που δεν έχουν ακόμη αποκτήσει ταυτότητα (δηλαδή, δεν έχουν γίνει ακόμη μυϊκά, νευρικά, ηπατικά…) και τα οποία οι επιστήμονες προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν ως «πρώτη ύλη» για την αντιμετώπιση ασθενειών που χαρακτηρίζονται από καταστροφή κυττάρων. Προσπαθούν, δηλαδή, να τα οδηγήσουν προς την απόκτηση της ταυτότητας που είναι επιθυμητή για τη θεραπεία μιας νόσου.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων προσπαθειών είναι η ανάπτυξη στο εργαστήριο καρδιακών κυττάρων προς επούλωση των τραυμάτων που αφήνει ένα ισχαιμικό επεισόδιο στον καρδιακό μυ, η χορήγηση βλαστοκυττάρων προς αντικατάσταση των εγκεφαλικών κυττάρων που καταστρέφονται σε ασθενείς με νόσο Πάρκινσον ή ακόμη η χρήση βλαστοκυττάρων για την αποκατάσταση τραυμάτων του νωτιαίου μυελού που οδηγούν σε παράλυση των άκρων.

Το πεδίο της Αναγεννητικής Ιατρικής γεννήθηκε με την απομόνωση ανθρώπινων βλαστικών κυττάρων (και τη μετέπειτα διεξοδική μελέτη τους) λίγο πριν από την αλλαγή της χιλιετίας, ενώ στις αρχές του 21ου αιώνα οι προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί γύρω από αυτό ήταν μεγάλες.

Τώρα οι προσδοκίες αρχίζουν να παίρνουν «σάρκα και οστά», αλλά συμβαίνει και κάτι ακόμη: οι επιστήμονες που ασχολούνται με την Αναγεννητική Ιατρική έγιναν πολύ σοφότεροι, καθώς ο αρχικός τους ενθουσιασμός κάμφθηκε από τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν. Βλέπετε, με βάση τα αρχικά χρονοδιαγράμματα οι θεραπείες που μόλις τώρα δοκιμάζονται κλινικά θα έπρεπε ήδη να είναι μέρος της κλινικής πράξης.

Αλλά το σπεύδε βραδέως έχει τα πλεονεκτήματά του! Αφενός, δόθηκε ο απαιτούμενος χρόνος να διερευνηθούν θέματα ασφάλειας των βλαστικών κυττάρων. Να εξασφαλισθεί, παραδείγματος χάριν, ότι αυτά δεν θα έπαιρναν τον δρόμο της καρκινογένεσης όταν μεταμοσχεύονταν σε ασθενείς.

Επιπροσθέτως, εξετάστηκαν και τα βιοηθικά θέματα που ανακύπτουν από τη χρήση ανθρώπινων κυττάρων. Ετσι, παραδείγματος χάριν, στην πλειονότητα των περιπτώσεων φαίνεται να εγκαταλείπεται η αρχική ιδέα της χρήσης βλαστοκυττάρων προερχόμενων από τους ίδιους τους ασθενείς καθώς αυτή η προσέγγιση – αν και φαντάζει ιδανική καθώς εξασφαλίζει την ιστοσυμβατότητα – θα ήταν χρονοβόρα και ακριβή και ως εκ τούτου θα δημιουργούσε θεραπείες για τους λίγους που θα μπορούσαν να αντέξουν το κόστος.

Ολα δείχνουν ότι το πεδίο της Αναγεννητικής Ιατρικής έχει περάσει σε φάση ωριμότητας και τα οφέλη αναμένονται μεγάλα.