Οπως κάθε χρόνο, την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου δύο σημαντικά πολιτικά γεγονότα λαμβάνουν χώρα, η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, όπου η άμυνα είναι ψηλά και στην ατζέντα της ΕΕ, αυτή η εβδομάδα του χρόνου είναι έναυσμα για περαιτέρω δράση στα θέματα της άμυνας αλλά και προσεκτικής ανάγνωσης των αποτελεσμάτων των δύο σημαντικών γεγονότων σε ό,τι αφορά τα σημεία που οι δύο οργανισμοί, ΕΕ και ΝΑΤΟ, συγκλίνουν ή αποκλίνουν.
Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη ήταν ιστορική ως προς τη φιλοδοξία της και επιμελώς σκηνοθετημένη για πολιτικούς λόγους – ωστόσο, η συντομία της και οι παραλείψεις εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη ενότητα και στρατηγική της Συμμαχίας.
Το κεντρικό σημείο της Συνόδου Κορυφής ήταν η πρωτοφανής δέσμευση των συμμάχων να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035. Το 3,5% αυτού προορίζεται για παραδοσιακές στρατιωτικές δαπάνες: προσωπικό, εξοπλισμούς, επιχειρήσεις και εκπαίδευση. Επιπλέον, οι σύμμαχοι θα πρέπει να δαπανούν ετησίως 1,5% του ΑΕΠ για την προστασία κρίσιμων υποδομών και κυβερνοδικτύων, την πολιτική ετοιμότητα και ανθεκτικότητα, την καινοτομία και την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανικής βάσης της Συμμαχίας. Η αοριστία αυτής της υπολειπόμενης δαπάνης του 1,5% έχει ήδη προκαλέσει απορίες: τι ακριβώς περιλαμβάνεται και ποιος αποφασίζει;
Πιο συγκεκριμένα, πώς θα εφαρμοστεί αυτή η δέσμευση; Η προηγούμενη εμπειρία του ΝΑΤΟ με τον στόχο του 2% από τη Σύνοδο της Ουαλίας το 2014 είναι διαφωτιστική. Πολλοί σύμμαχοι απέτυχαν να τον επιτύχουν για χρόνια, και είναι αληθές ότι η Συμμαχία δεν διαθέτει πραγματικά εργαλεία επιβολής πέρα από την πίεση των εταίρων και τη δημόσια κριτική. Με τον πήχη στο 5% – υψηλότερο ακόμη και από τις δαπάνες των ΗΠΑ (3,4% του ΑΕΠ το 2023) – η συμμόρφωση θα είναι ακόμη πιο δύσκολη. Ο κίνδυνος είναι αυτός ο νέος στόχος να μετατραπεί σε συμβολική επίδειξη: ένα επιχείρημα για ηγέτες που θέλουν να κατευνάσουν την Ουάσιγκτον (στο κάτω-κάτω δεν θα είναι ο ίδιος ένοικος στον Λευκό Οίκο μέχρι το 2035) και όχι ένα αξιόπιστο σχέδιο για την ενίσχυση της προστασίας της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Παρά τις προσπάθειες της ΕΕ για ρυθμιστικές μεταρρυθμίσεις, επανεξοπλισμό της Ευρώπης και πρωτοβουλίες όπως το EDIP (European Defence Industry Programme), το SAFE και το ReArm για ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, οι αποφάσεις αυτές της ΕΕ δεν αναδείχτηκαν στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ ως συνεισφορά των Ευρωπαίων στην ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων και του ΝΑΤΟ.
Η πρόσφατη σύνοδος, αν και φιλόδοξη σε ύφος και στόχους δαπανών, αποκάλυψε βαθιές εσωτερικές διαιρέσεις. Η Ισπανία απέρριψε τη συμφωνία εντελώς, με μία νέας μορφής απειλή από τον πρόεδρο Τραμπ για την επιβολή της, ενώ η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο και η Σλοβακία εξέφρασαν αμφιβολίες ως προς τη σκοπιμότητα λόγω δημοσιονομικών και πολιτικών περιορισμών. Πιο κρίσιμο είναι πως η εστίαση στις δαπάνες αγνοεί τις βαθύτερες αναποτελεσματικότητες – η άμυνα της Ευρώπης παραμένει κατακερματισμένη, με εθνικές βιομηχανίες να παράγουν ασύμβατα συστήματα και στρατούς να λειτουργούν με πολλαπλές εκδόσεις βασικού εξοπλισμού. Αυτά τα προβλήματα απορρέουν τόσο από την υποεπένδυση του παρελθόντος όσο και από την επίμονη απροθυμία για διακρατική ενοποίηση των προμηθειών.
Εξίσου εντυπωσιακό με αυτό που περιελάμβανε η διακήρυξη του ΝΑΤΟ στη Χάγη, δηλαδή τη δέσμευση για τις δαπάνες, ήταν και αυτά που δεν περιελάμβανε η ανακοίνωση. Με μόλις πέντε παραγράφους, η φετινή τελική διακήρυξη ήταν αισθητά συντομότερη από τις εκτενείς δηλώσεις που εκδόθηκαν στο Βίλνιους (2023) και στην Ουάσιγκτον (2024).
Απουσίαζε η παραμικρή αναφορά σε ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ή ακόμη και μια μακροπρόθεσμη πολιτική δέσμευση για την ενσωμάτωσή της – παρά τον συνεχιζόμενο πόλεμο και τη συνεχή πίεση από το Κίεβο. Ο πρόεδρος Ζελένσκι παραβρέθηκε μεν στη σύνοδο, αλλά σε μία υποβαθμισμένη συνεδρίαση του Συμβουλίου ΝΑΤΟ – Ουκρανίας και μία σύντομη διμερή συνάντηση με τον πρόεδρο Τραμπ.
Η διακήρυξη υπογραμμίζει επίσης, αν και διστακτικά, τη «μακροπρόθεσμη απειλή που θέτει η Ρωσία για την ευρωατλαντική ασφάλεια» και αναφέρει την «επίμονη απειλή της τρομοκρατίας». Αν και πιο μετρημένη σε σχέση με προηγούμενες διακηρύξεις, η διατύπωση διατηρεί μια ενοποιημένη στάση με την αναγνώριση της Ρωσίας ως του κύριου αντιπάλου της Συμμαχίας – χωρίς όμως ρητή αναφορά στην εισβολή της στην Ουκρανία ή στις συνεργασίες της με συναφή καθεστώτα.
Εντελώς απούσες ήταν οι αναφορές σε Κίνα, Ιράν ή Βόρεια Κορέα – παρά τη σημασία τους σε προηγούμενες διακηρύξεις του ΝΑΤΟ και τη συνεχιζόμενη επίδρασή τους στην παγκόσμια σταθερότητα. Επίσης, δεν υπήρξαν αναφορές στη Μέση Ανατολή ή στον Ινδο-Ειρηνικό, παρότι Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία (μέλη του λεγόμενου IP4) έχουν προσκληθεί σε πρόσφατες συνόδους και η περιοχή θεωρείται στρατηγικά κρίσιμη. Αξιοσημείωτο είναι ότι τόσο το Τόκιο όσο και η Σεούλ ακύρωσαν τη συμμετοχή τους φέτος, ένδειξη αυξανόμενης έντασης με την Ουάσιγκτον σχετικά με το εμπόριο και την αμυντική πολιτική.
Συνολικά, η συντομία και οι παραλείψεις της διακήρυξης υποδηλώνουν μια σύνοδο που σχεδιάστηκε για να αποφύγει τις συγκρούσεις και να παρουσιάσει ενότητα – ιδίως προς όφελος ενός προσώπου: του Ντόναλντ Τραμπ. Η Σύνοδος της Χάγης θεωρήθηκε ευρέως ως μια προσπάθεια κατευνασμού του αμερικανού προέδρου, ο οποίος μέχρι και πριν από το ξεκίνημα της συνόδου είχε εκφράσει αμφιβολίες για το άρθρο 5, δηλώνοντας ότι «έχει πολλές ερμηνείες» και απείλησε να αφήσει τη Ρωσία «να κάνει ό,τι θέλει» σε μέλη του ΝΑΤΟ που δεν πληρώνουν το μερίδιό τους. Οι αρνητικές αναφορές σχετικά με τη δέσμευση των ΗΠΑ στο άρθρο 5 που αρχικά σχεδιάζονταν προφανώς μετριάστηκαν μετά τις τελευταίες εξελίξεις στον Ιράν αλλά και τη συμφωνία των ηγετών στο 5%, παρά ταύτα το μήνυμα πέρασε από τον πρόεδρο Τραμπ για το μέλλον.
Ο γενικός γραμματέας Μαρκ Ρούτε, φιλοξενώντας την πρώτη του σύνοδο στη χώρα του, δεν άφησε τίποτα στην τύχη. Η ένθερμη φιλοφρόνησή του προς τον Τραμπ – φθάνοντας στο σημείο να πει ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών στην Ευρώπη είναι κάτι που κανένας άλλος αμερικανός πρόεδρος δεν κατάφερε – ήταν ενδεικτική μιας ευρύτερης στρατηγικής κατευνασμού και ελέγχου. Ο Τραμπ αποχώρησε δηλώνοντας πλήρη υποστήριξη στη ρήτρα συλλογικής άμυνας του ΝΑΤΟ και, σε αντάλλαγμα, εξασφάλισε την αύξηση των στόχων δαπανών και την ήπια ρητορική έναντι των αντιπάλων. Αλλά πόσο ανθεκτική είναι αυτή η συναίνεση; Ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν αμφισβήτησε δημοσίως εάν ο αισιόδοξος τόνος της συνόδου ανταποκρίνεται στις οικονομικές και πολιτικές πραγματικότητες. Οι εμπορικές εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και ευρωπαίων συμμάχων παραμένουν άλυτες και η έλλειψη ουσίας στη διακήρυξη έχει οδηγήσει πολλούς παρατηρητές να αναρωτιούνται πόσο θα διαρκέσει αυτή η εύθραυστη ευθυγράμμιση.
Τελικά, η Σύνοδος της Χάγης πέτυχε να παρουσιάσει μια εικόνα συνοχής και δέσμευσης, αλλά οι επικριτές υποστηρίζουν ότι το έκανε καλύπτοντας κρίσιμες διαφορές και αναβάλλοντας δύσκολες αποφάσεις για το μέλλον. Η δέσμευση για το 5% μπορεί να φαίνεται εντυπωσιακή στα χαρτιά, αλλά χωρίς λογοδοσία, έμφαση στις κοινές δυνατότητες και στρατηγική σαφήνεια κινδυνεύει να γίνει άλλη μία ανεκπλήρωτη υπόσχεση.
Στον αντίποδα της Συνόδου του ΝΑΤΟ στη Χάγη, τις αμέσως επόμενες δύο ημέρες έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, έχοντας στην ατζέντα και τα θέματα της ευρωπαϊκής άμυνας. Σε σχέση με τη λάμψη στη Χάγη λόγω της παρουσίας του Τραμπ (πόσο επίκαιρη παραμένει η συζήτηση για έλλειψη ηγετών στην ΕΕ) και της σημαντικής ανακοίνωσης του στόχου του 5%, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στερείτο λάμψης και σημαντικών αποφάσεων, ίσως μια μέριμνα που θα έπρεπε να έχει προβλεφθεί από τον πρόεδρο Αντόνιο Κόστα ώστε και η ΕΕ να στείλει ένα εξίσου παράλληλο και δυνατό μήνυμα. Αντίθετα, στα αποτελέσματα του Συμβουλίου είδαμε μια ρηχή και περισσότερο γραφειοκρατική προσέγγιση στους «κανονισμούς» που πρέπει τώρα να εγκριθούν από το Ευρωκοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με το EDIP και το SAFE, καθώς οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες περιμένουν δυναμικά το λάκτισμα των κρατών-μελών για να ξεκινήσουν συνεργασίες και παραγωγή και τον χρόνο η ΕΕ να επανεξοπλιστεί έγκαιρα να μετρά ήδη αντίστροφα.
Ο κ. Βασίλης Τσιάμης είναι πρώην ανώτερος λειτουργός της ΕΕ για θέματα ασφάλειας και άμυνας.





