Η πρώτη Πέμπτη του Οκτωβρίου εκάστου έτους αποτελεί γεγονός μεγάλου ενδιαφέροντος για τον κόσμο της λογοτεχνίας – ή, για να το πούμε αλλιώς, γεγονός που δεν αφήνει αδιάφορο κανέναν από όσους κινούνται στον χώρο της λογοτεχνίας (από τους απλούς αναγνώστες έως τους δραστήριους μηχανισμούς γύρω από την προώθηση και τη διακίνηση του λογοτεχνικού βιβλίου στην ανταγωνιστική αγορά): η απονομή του βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας αποτελεί ύψιστη τιμή για τον/τη συγγραφέα που επιλέγεται· τιμή που αντανακλάται και στη χώρα από την οποία προέρχεται, καθώς και στο είδος γραφής το οποίο καλλιεργεί ο τιμώμενος και δι’ αυτού διακρίνεται επίσης (ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο κ.λπ.).

Η υπερεκατονταετής ισχύς (από το 1901 κ.ε.) του βραβείου της Σουηδικής Ακαδημίας, ο μακρύς κατάλογος των βραβευθέντων, κατά κανόνα εκλεκτών εκπροσώπων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τα προνόμια – υλικά και άλλα – που εξασφαλίζει ο νικητής, περιβάλλουν με αδιαμφισβήτητο κύρος αυτή την τιμητική χειρονομία.

Δεν παραβλέπεις εύκολα ένα «Νομπέλ», ακόμα κι αν διαφωνείς με το λογοτεχνικό στίγμα του επιλεγόμενου ή θεωρείς ότι παραμερίστηκε κάποιος καλύτερός του. Φτάνουμε, έτσι, στα κριτήρια και τους μηχανισμούς επιλογής, για τα οποία τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα ψιθυρίζονται ή και ρητά γράφονται και ακούγονται – μολονότι δύσκολα αποδεικνύονται, αλλά η έντονη περιαγωγή τους αρκεί για να αμβλύνει κάπως την αίγλη και να ροκανίζει το κύρος της βράβευσης.

Η εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στο τοπικό και το παγκόσμιο (σε ένα micro– και σ’ ένα macro– για να μιλήσουμε με όρους εμβέλειας και προοπτικής) δεν επιτυγχάνεται πάντα ανεπίληπτα και το «ευρωπαϊκό πνεύμα» της επιλογής, παρά τις έμπρακτες περί του αντιθέτου ενδείξεις, ανακυκλώνει κάθε χρόνο ατέρμονες συζητήσεις: το Νομπέλ της λογοτεχνίας παραμένει «ευρωπαϊκή υπόθεση», είναι βραβείο μιας πληθυντικής Ευρώπης (ολοένα διευρυνόμενης) και οι τυχόν «εξωτικοί» διακρινόμενοι, οι εκτός ευρωπαϊκής ηπείρου, επιζητούν και λαμβάνουν ένα πολιτισμικό χρίσμα από τη μεριά της πνευματικής γηραιάς Ευρώπης· είναι εγγύηση ενός ευρωπαϊκού θεσμού, από τους πιο έγκυρους και ανθεκτικούς.

Είναι άραγε έτσι; Στον 21ο αιώνα που διανύουμε, εξακολουθεί το Νομπέλ να αποτελεί «ιερό δισκοπότηρο» στον κόσμο των γραμμάτων; Εκκωφαντικοί τριγμοί, σαν την ηχηρή άρνηση του Σαρτρ (1964), δεν ακούγονται, είναι η αλήθεια. Διαμαρτυρίες για «εξωλογοτεχνικά» κριτήρια επιλογής, όπως στις περιπτώσεις του θεατρανθρώπου Ντάριο Φο (1997) ή του τροβαδούρου Μπομπ Ντίλαν (2016), υπήρξαν αλλά «χωνεύτηκαν», κατά κάποιον τρόπο, στην ευρυχωρία του σκεπτικού που προβάλλει η Σουηδική Ακαδημία. Παρόμοιες κινήσεις, πάντως, πιστοποιούν πως η Ακαδημία τείνει ευήκοα ώτα στους καιρούς, παρακολουθεί τις μετεξελίξεις και τις δυνατότητες της λογοτεχνικότητας στη σύγχρονη εποχή και αλλάζει ακριβώς για να μείνει ίδια: καθιστά πορώδη και όχι στεγανά τα όριά της, σταθμίζει, ισορροπεί, αφομοιώνει και ανασυντάσσεται διαρκώς.

Είναι σημαντικό ότι το πρόσφατο σκάνδαλο (2018) που συντάραξε τους κόλπους της, οδήγησε σε παραιτήσεις μελών, έδειξε φανερά τις ευάλωτες πλευρές του οικοδομήματος, κλόνισε αλλά δεν σάρωσε τον φέροντα οργανισμό. Είναι ορατή η τάση της επιβράβευσης γυναικείων γραφίδων: Αλις Μονρό (2013), Σβετλάνα Αλεξίεβιτς (2015), Oλγα Τοκάρτσουκ (2018), Λουίζ Γκλικ (2020), ακόμα και η περσινή νικήτρια Ανί Ερνό, η οποία διακρίνεται μάλλον για τη φεμινιστικότητα παρά για τη λογοτεχνικότητα του έργου της.

Τείνει το Νομπέλ να γίνει ένα βραβείο όπως πολλά άλλα και να διατηρεί απλώς μια ιστορική αξία, παράσημο στο πέτο ενός βετεράνου για το «σύνολο του έργου του»; Χρειάζονται οι λογής «εθνικές» λογοτεχνίες την επικύρωσή του για να μπουν στο παιχνίδι της παγκόσμιας λογοτεχνίας και να αναδειχθούν; Eχει τη δύναμη να αναστατώνει κάθε Οκτώβριο το λογοτεχνικό κατεστημένο και να αναπροσανατολίζει, έστω και λίγο, τον λογοτεχνικό κανόνα δημιουργώντας συζητήσεις, αντεγκλήσεις, διαφωνίες, κοντολογίς έναν ζωηρό διάλογο; Νομίζω πως εξακολουθεί να το κάνει, μολονότι αισθητά πιο άτονα. Παρά ταύτα είναι θεσμός υπολογίσιμος, με παρελθόν και μέλλον και έχει πολλαπλώς αποδείξει το παροιμιώδες fluctuat nec mergitur.

Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι ομότιμη καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.