Ανακυκλώνοντας τα θραύσματα του παρελθόντος

Του Μάρκου Καρασαρίνη

Ο συνδυασμός του νόστου και του άλγους, της επιστροφής και του πόνου, στον αρχαιοελληνικό πυρήνα της νοσταλγίας εκφράζει την επιθυμία της επανόδου.

Της μνημονικής αναβίωσης ενός παρελθόντος το οποίο, σε αντίθεση με την (εξίσου εύστοχη από διαφορετική οπτική γωνία) επισήμανση του Γουίλιαμ Φόκνερ, γνωρίζουμε ότι έχει ανεπίστρεπτα παρέλθει και ο μόνος τρόπος να το προσεγγίσουμε πλέον είναι μερικός, αποσπασματικός, ανολοκλήρωτος. Νοσταλγούμε και ξαναζούμε στιγμές γιατί δεν έχουμε, όπως ο «Φούνες, ο μνήμων» του Χόρχε Λούις Μπόρχες, την ικανότητα να ανασυστήσουμε τα περασμένα στην ολότητά τους – αλλά και αν την είχαμε, σαν εκείνον, το βάρος της Ιστορίας θα μας συνέτριβε.

Ως συναίσθημα και βίωμα, ατομικό και συλλογικό, η νοσταλγία είναι ευεργετικά επιλεκτική.

Κάθε γενιά αναμετριέται με τη νοσταλγία. Με τη δική της, αλλά και με των προηγούμενων. Στο ευρύ πεδίο της κουλτούρας οι μνήμες του παρελθόντος είναι παρούσες ταυτόχρονα. Οι μύθοι της μιας γενιάς σχηματίζονται για να μνημειώσουν τις κοινές της αναμνήσεις και επιβιώνουν για να ασκήσουν τη βαρυτική τους έλξη στα όνειρα της άλλης.

Το Big Bang των 60s, χαρακτηριστικό παράδειγμα, άφησε πίσω του έναν τόσο πυκνό λογοτεχνικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό απόηχο ώστε τα απομεινάρια του να αποικίσουν το σύμπαν της Generation X στη δεκαετία του ’80: κινηματογράφος, τηλεόραση, Τύπος, μυθοπλασία συγκροτούσαν μια σφαίρα νοσταλγίας που περιέκλειε όχι μόνο όσους ήταν παρόντες στη δημιουργία του αλλά και εκείνους που ζούσαν τον δεύτερο βίο του.

Το να βλέπει κανείς τους σημερινούς νέους να παίζουν «μπλιμπλίκια» ή να εντρυφούν στα ακούσματα της Generation X (πλάι στα δικά τους φρέσκα αντίστοιχα) δεν είναι πρωτόγνωρο. Αν υπάρχει μια διαφορά, αυτή έχει να κάνει με την ένταση του φαινομένου.

Ο βρετανός μουσικοκριτικός Σάιμον Ρέινολντς σημείωνε από το 2011 την ανάδυση μιας «ρετρομανίας» εμφανούς στην ποπ και ροκ ηχητική επανάληψη, τα remake κινηματογραφικών blockbuster ή τηλεοπτικών σειρών, την ανακύκλωση πρότερων μορφών παιχνιδιών, μόδας, αρχιτεκτονικής, διακόσμησης εσωτερικών χώρων – ακόμη και πορνογραφίας.

Ο φιλόσοφος και κριτικός της κουλτούρας Μαρκ Φίσερ συνδέει, με τη σειρά του, την επιμονή στα κατά Ρέινολντς «πολιτισμικά τεχνουργήματα του άμεσου παρελθόντος» με την έννοια του «καπιταλιστικού ρεαλισμού» και της «αργής ακύρωσης του μέλλοντος» ως πολιτικής και πολιτισμικής αφετηρίας. Παρόμοιες προσεγγίσεις εκφράζουν απτούς φόβους για την υποχώρηση της δημιουργικότητας εν μέσω ενός άμεσα προσβάσιμου ψηφιακού ωκεανού θραυσμάτων των περασμένων.

Η νοσταλγία, όμως, ακόμη και για εποχές που δεν έχουμε ζήσει, δεν συνεπάγεται απαραίτητα την αέναη μίμηση. Ενίοτε οι τομές, πολιτισμικές και πολιτικές, προκύπτουν από τη χωρίς κωδωνοκρουσίες επεξεργασία του παρελθόντος – και την απρόσμενη μετατροπή του.

Αναπόληση χωρίς μνήμη

Του Δημήτρη Αγγελή

Στην Απόδειξη της αθωότητάς μου του Τζόναθαν Κόου οι δύο νεαρές πρωταγωνίστριες παρακολουθούν μανιωδώς στο Διαδίκτυο τη γνωστή τηλεοπτική σειρά «Φιλαράκια» και σχολιάζουν ότι σε κανένα επεισόδιο των 10 κύκλων δεν στέλνει κάποιος μήνυμα με το κινητό: «Διάβασα ένα άρθρο κάποιου που έλεγε ότι αυτός είναι ο λόγος που αρέσει σε ανθρώπους της ηλικίας μας. Η νοσταλγία για μια εποχή πριν από τη γέννησή μας». Εχουμε ακούσει για επιλεκτική μνήμη ή για προγραμματική λήθη (εξάλειψη ενός ενοχλητικού μνημονικού ίχνους), αλλά μπορεί να υπάρχει ένα είδος προμνησίας ή νοσταλγίας, μια αναπόληση για κάτι που δεν έχουμε οι ίδιοι βιώσει;

Το 2021 ο συγγραφέας Τζον Κένιγκ παρουσίασε στο πρωτότυπο Λεξικό των ασαφών θλίψεων μία δικής του έμπνευσης λέξη για αυτό το μελαγχολικό συναίσθημα απωλεσμένης οικειότητας που μόλις περιγράψαμε: τον όρο «ανεμόια» [anemoia], ο οποίος μάλιστα έχει ελληνική ρίζα. Προέρχεται από τον άνεμο και τον νου, όμως ο επινοητής της τη σχετίζει και με τη λέξη ανέμωση, κυρίως με την παραμόρφωση ενός δέντρου από τον ισχυρό άνεμο.

Ποιος άνεμος επιθυμίας είναι αυτός που παρασέρνει τον νου διαγράφοντας την αξίωση της μνήμης για πιστότητα ως προς το παρελθόν; Η νοσταλγία του καθησυχαστικού κόσμου της τηλεοπτικής σειράς «Φιλαράκια» είναι τόσο κοινότοπη, που φαίνεται να καταργεί την εγωλογική πλευρά της μνημονικής εμπειρίας, να μην αποτελεί μια ιδιωτική «διαταραχή» αλλά μέρος της κουλτούρας μιας ολόκληρης γενιάς.

Ο Σωκράτης λέει στον πλατωνικό Φίληβο (38e) ότι η ψυχή μοιάζει με βιβλίο στο οποίο γράφει λόγια η μνήμη. Στο διήγημα επιστημονικής φαντασίας του Φίλιπ Κ. Ντικ «Οχι από το εξώφυλλό του», έργα της κλασικής λογοτεχνίας αλλάζουν περιεχόμενο όταν βιβλιοδετούνται με δέρμα από το αρειανό ζώο γουμπ, έναν οργανισμό που δεν πεθαίνει, οπότε μεταβάλλει το νόημα των βιβλίων αν κρίνει πως η πλοκή τους δεν υπηρετεί τη μεταφυσική της αιωνιότητας.

Κάτι ανάλογο φαίνεται να συμβαίνει στην εποχή του Διαδικτύου: η πλασματική αιωνιότητα του ψηφιακού μας ίχνους και η διαμεσολαβημένη βίωση του παρόντος διαταράσσουν το χρονικό συνεχές, την υπαρξιακή επίγνωση του χρόνου∙ το τι εγγράφεται στην ψυχή μας.

Ποιος άνεμος επιθυμίας είναι αυτός που παρασέρνει τον νου διαγράφοντας την αξίωση της μνήμης για πιστότητα ως προς το παρελθόν;

Την ίδια στιγμή, οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και η συνεπαγόμενη ανασφάλεια μας στρέφουν στη θαλπωρή της ονειροπόλησης, στη νοσταλγία εποχών που δεν έχουμε ζήσει, μέσω της επιστροφής σε μια πραγματικότητα χωρίς τα σημερινά τεχνολογικά μέσα, χωρίς διακινδύνευση (στα «Φιλαράκια», π.χ., δεν βλέπουμε κανέναν πρωταγωνιστή να εργάζεται σε υπολογιστή, αντιθέτως ο δερμάτινος καναπές όπου καταλήγουν για να σχολιάσουν παρεΐστικα τα όποια προβλήματα είναι το απάνεμο, αποπολιτικοποιημένο αγκυροβόλι της καθημερινότητάς τους). Πρόκειται ουσιαστικά για μια κουλτούρα της υποκατάστασης: προσπαθούμε να υποκαταστήσουμε τη ζωή που δεν ζούμε.

Η νοσταλγία του μη βιωμένου φαίνεται μάλιστα να αφορά πρωτίστως την Generation Z, τους γεννημένους δηλαδή μεταξύ 1997-2012. Δεν μπορούμε ακόμα να πούμε αν το φαινόμενο καταγράφει μια συνειδητή κριτική ένσταση απέναντι σε μια καταθλίβουσα πραγματικότητα ή δηλώνει μια τάση φυγής διά της παθητικής ονειροπόλησης – πιθανότατα ισχύουν και τα δύο. Το πρόβλημα είναι ότι μία αναξιόπιστη ανάμνηση δεν οδηγεί σε μία συνεκτική αφήγηση του εαυτού μας.

Αν κατά τη μυθολογία η Μνημοσύνη είναι μητέρα των εννέα Μουσών, αυτή η εξ αντανακλάσεως ψευδής μνήμη του μη βιωμένου προκαλεί τη «ρετρομανία» (Σάιμον Ρέινολντς) στη σύγχρονη τέχνη, ειδικά στη μουσική: η αντίληψη του ιστορικού χρόνου χάνεται και μαζί το σοκ του καινούργιου, παράγουμε πολιτιστικά προϊόντα που η επιτυχία τους έγκειται στο ότι θυμίζουν τα επιτυχημένα παλιά πρότυπα, κοινώς βρισκόμαστε ακόμη αναχρονιστικά παγιδευμένοι στον 20ό αιώνα.

Αν μας αρέσουν σήμερα οι Arctic Monkeys, λέει ο Μαρκ Φίσερ, αυτό οφείλεται σε μια συναισθηματική προσομοίωση, στη μορφική προσκόλλησή μας στο παρελθόν, σε ένα νοσταλγικό απόθεμα από ψυχοβιογραφικά déjà vu.

Στο τελευταίο κεφάλαιο της Νοσταλγίας του απόλυτου, που επιγράφεται «Εχει μέλλον η αλήθεια;», ο Τζορτζ Στάινερ παρατηρεί ότι «η αλήθεια είναι πιο σύνθετη από τις ανάγκες του ανθρώπου, […] στην πραγματικότητα ενδέχεται να είναι εντελώς ξένη, ίσως και αντίθετη με τις ανάγκες του». Σήμερα δεν μιλάμε μόνο για ήττα της αλήθειας αλλά και της μνήμης. Το βιβλίο του Στάινερ συγκεντρώνει πέντε ραδιοφωνικές διαλέξεις του 1974 – τότε δεν υπήρχε ακόμα Διαδίκτυο και πολύ περισσότερο η τεχνητή νοημοσύνη. Αν ζούσε σήμερα, έχω την εντύπωση πως το κείμενό του θα ήταν πολύ διαφορετικό.

Ο κύριος Δημήτρης Αγγελής είναι ποιητής, διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ». Εργάζεται στα Εκπαιδευτήρια Γείτονα.

Η νοσταλγική γοητεία του ύστερου 20ού αιώνα

Του Παναγιώτη Ζεστανάκη

Σε πρόσφατη έρευνά μου στη Μαδρίτη διαπίστωσα ότι υπάρχουν πολλοί χώροι εμπνευσμένοι από τον μαζικό πολιτισμό του ύστερου 20ού αιώνα. Μπαρ με arcades ανοίγουν συνεχώς, ενώ η μποέμ συνοικία Μαλασάνια είναι γεμάτη vintage μαγαζιά. Στο Νext Level Arcade Bar περίμενα να βρω γκριζομάλληδες να χαϊδεύουν τα κουμπιά των arcades για να αγγίξουν την εφηβεία τους, αλλά έσφαλλα. Οι περισσότεροι ήταν νέοι. Επαιξα Street Fighter ΙΙ με έναν νεαρό που βρίσκει τα παλιά γραφικά, τον απλό τρόπο παιχνιδιού και τα μεγάλα κουμπιά ελκυστικά.

Από τον ιδιοκτήτη του θρυλικού Templo De Susu (@templodesusu), μαγαζιού με vintage ροκ ρούχα κυρίως των 1980s, έμαθα ότι οι περισσότεροι πελάτες του έχουν γεννηθεί μετά το 2000. Θυμήθηκα μια παλιότερη συζήτηση με τον ιδρυτή του Ελληνικού Μουσείου Arcade Παιχνιδιών (@greek.arcade.museum): περίπου 40% των επισκεπτών είναι μαθητές και φοιτητές που παίζουν παιχνίδια εποχών που δεν έζησαν.

Η νοσταλγία είναι γλυκόπικρο αλλά κυρίως θετικό συναίσθημα. Προκύπτει από αναμνήσεις που συνδυάζονται με λαχτάρα για το παρελθόν, ιδίως την παιδική ηλικία και τη νεότητα. Είναι συναίσθημα που συνήθως ενισχύει τη θετική εικόνα των νοσταλγικών ατόμων στα μάτια των άλλων και δημιουργεί σχέσεις.

Στο «ελληνικό» Facebook, μεγάλες νοσταλγικές ομάδες όπως οι «Νοσταλγοί ογδόντα ενενήντα» και «80s νοσταλγία» (364.000 και 331.000 ακόλουθοι αντίστοιχα) και άπειρα μικρότερα γκρουπ τοπικού ενδιαφέροντος δημιουργούν μια online νοσταλγική κοινωνικότητα που τροφοδοτείται από οπτικοακουστικά ερεθίσματα (π.χ. παλιές φωτογραφίες και βίντεο) και ενίοτε επεκτείνεται offline μέσω συναντήσεων και πάρτι.

Oταν νοσταλγούμε, ανακατασκευάζουμε αναμνήσεις με βάση συναισθήματα και όχι γεγονότα, υπερβάλλουμε και εξιδανικεύουμε το παρελθόν.

Τα νοσταλγικά podcasts πολλαπλασιάζονται. Oταν νοσταλγούμε, ανακατασκευάζουμε αναμνήσεις με βάση συναισθήματα και όχι γεγονότα, υπερβάλλουμε και εξιδανικεύουμε το παρελθόν. Στο Facebook νοσταλγικοί χρήστες ανεβάζουν φωτογραφίες με δραχμές λέγοντας ότι στο τέλος της δεκαετίας του 1990 περνούσες αρχοντικά ένα Σαββατοκύριακο με ένα πεντοχίλιαρο. Στην πραγματικότητα 5.000 δραχμές κόστιζαν δυο εισιτήρια του κινηματογράφου και το ταξί της επιστροφής.

Στον νοσταλγικό πυρετό συμμετέχουν και νέοι που γνωρίζουν τον ύστερο 20ό αιώνα μέσα από αναπαραστάσεις και συζητήσεις με μεγαλύτερους ή μεταμνήμες, μνήμες που δεν βασίζονται στην άμεση εμπειρία αλλά «κληρονομούνται» μέσω αφηγήσεων, εικόνων και συναισθημάτων των ανθρώπων που μας περιβάλλουν. Τέτοιες εικόνες αφθονούν: η επιτυχημένη σειρά Τα καλύτερά μας χρόνια (ΕΡΤ, 2020-2023) ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Ο ύστερος 20ός αιώνας αντιπροσωπεύει μια πιο απλή, αναλογική και διά ζώσης εποχή που ασκεί νοσταλγική γοητεία σήμερα που η ψηφιακή τεχνολογία κυριαρχεί. Παλιές τελετουργίες, όπως η αυθόρμητη κοινωνικότητα των «ουφάδικων» όπου φιλίες χτίζονταν γύρω από λίγες οθόνες και μια μοιρασμένη «πετονιά», το ντροπαλό και αβέβαιο φλερτ στα μπαρ πριν από την ακμή των εφαρμογών γνωριμιών ή το ταξίδι στα νησιά όταν οι κρατήσεις δεν γίνονταν διαδικτυακά και οι ξενοδόχοι περίμεναν τους επισκέπτες με τυπωμένες φωτογραφίες των δωματίων στις μπουκαπόρτες των πλοίων αποτελούν αντικείμενο νοσταλγίας και συναρπάζουν, συχνά και τους νέους.

Διεθνώς, πολλοί νοσταλγικοί χώροι (π.χ. ρετρό καφέ όπου οι θαμώνες μπορούν να ξεφυλλίσουν παλιά περιοδικά, arcade bars) συνδέονται με απτικές εμπειρίες. Η αφή είναι μια ισχυρή μορφή μη λεκτικής επικοινωνίας που μεταδίδει συναισθήματα, νοήματα ή προθέσεις και δημιουργεί δεσμούς που ενισχύουν την οικειότητα με πρόσωπα και αντικείμενα.

Υπό μια έννοια, αντιτίθεται στην κυρίαρχη κουλτούρα της διασυνδεσιμότητας, καθώς είναι αίσθηση που ευδοκιμεί εκ του σύνεγγυς. Καθώς η ύπαρξή μας βιώνεται αυξητικά εξ αποστάσεως μέσω των ψηφιακών επικοινωνιών και αισθανόμαστε τα πράγματα όλο και λιγότερο άμεσα, η αφή μετατρέπεται σε μια «ρετρό» και κόντρα στο ρεύμα αίσθηση ικανή να διεγείρει τον νεανικό αντικομφορμισμό.

Στην Ελλάδα η νοσταλγική αυτή γοητεία συνδέεται και με την εμπειρία της οικονομικής κρίσης. Στο σημαδεμένο από πρόσφατα βιώματα λιτότητας και πόλωσης συλλογικό φαντασιακό, ο ύστερος 20ός αιώνας αντιμετωπίζεται ως εποχή ανεμελιάς και ευδαιμονίας: ένα ατελείωτο «Πάρτι στη Βουλιαγμένη». Στο Facebook πολλοί νοσταλγικοί χρήστες που ενηλικιώθηκαν στα χρόνια της κρίσης αποθεώνουν την καθημερινότητα και τους πρωταγωνιστές των δεκαετιών του 1980 και του 1990.

Χαρακτηριστικά, το 2020 ο Ανδρέας Παπανδρέου θαυμαζόταν συγκριτικά περισσότερο από άτομα που γεννήθηκαν μετά το 1986 (Eρευνα Prorata: «Οι σημαντικότερες προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας», Ιούλιος 2020). Η κρίση δημιούργησε ένα ιστορικό σημείο καμπής και γενιές που αισθάνονται πικρία καθώς έχασαν τις «καλές εποχές»: έφθασαν στο πάρτι όταν ο DJ είχε φύγει.

Συνολικά, η ελληνική νοσταλγία για τον ύστερο 20ό αιώνα εκφράζει τη διεθνή ρετρομανία, την τάση των σύγχρονων κοινωνιών να αναζητούν έμπνευση, ιδέες και αναφορές στο πρόσφατο παρελθόν και να γοητεύονται από τις μνήμες μιας απλούστερης και λιγότερο διαμεσολαβημένης από την τεχνολογία καθημερινότητας, αλλά είναι και ένα πολιτικό φαινόμενο συνδεδεμένο με την πρόσφατη ιστορική εμπειρία.

Ο κύριος Παναγιώτης Ζεστανάκης είναι ερευνητής στο πεδίο της διεθνικής πολιτισμικής μνήμης, Πανεπιστήμιο Λινναίος, Σουηδία. Επιστημονικές δημοσιεύσεις του για τη νοσταλγία είναι διαθέσιμες δωρεάν στο https://linnaeus.academia.edu/PanayiotisZest.

Κωδικοί για ένα εξιδανικευμένο παρελθόν

Του Θεόδωρου Παπαγγελή

Τα ελληνικά νησιά μελωδούσε ο Λόρδος Μπάιρον, «εκεί που η φλογερή Σαπφώ έζησε και τραγούδησε», και την Αθήνα ακέραια στην κλασική ακμή της φανταζόταν καθώς περιδιάβαινε στον χορταριασμένο ερειπιώνα της. Δεν ήταν ο πρώτος.

Το χαμένο παρελθόν και η εξιδανίκευσή του, η «χημική» φόρμουλα της νοσταλγίας, είχε οιστρηλατήσει κι άλλους τολμητίες περιηγητές από τον ευρωπαϊκό Βορρά, πλην ήταν ένας Αμερικανός που σε τρεις μόλις ποιητικές στροφές απομνημείωσε τη διαβρωτική λαχτάρα για τον χαμένο χωρόχρονο της κλασικής αρχαιότητας μαγνητισμένος από μια φασματική και αινιγματική Ελένη – αυτήν που του χάρισε την παλιννόστηση «στη δόξα που ήταν η Ελλάδα και στο μεγαλείο που ήταν η Ρώμη» (brought me home / to the glory that was Greece / and the grandeur that was Rome).

Παρά το συμπλεκτικό «και», στην πραγματικότητα ο Εντγκαρ Αλαν Πόε κάνει μια διάζευξη που συντομογραφεί δύο διαφορετικές νοσταλγίες. Στο χρονικό της μεταγενέστερης πρόσληψης, η ελληνική «δόξα» είναι μέγεθος πνευματικής και αισθητικής τάξης. Κανείς δεν ξέχασε τον Μαραθώνα και πρόσφατα το Χόλιγουντ παρασημοφόρησε τον Λεωνίδα, μεταφράζοντας το «μολών λαβέ» σε «This is Sparta!», ωστόσο η Ελλάδα που κυρίως και κατά προτίμηση νοσταλγείται είναι αυτή του στοχασμού και της τέχνης, με ειδικότερη εστίαση στον αθηναϊκό 5ο αιώνα, στον οποίο η υψηλή ευρωπαϊκή λογιοσύνη έκανε απλόχερες φαντασιακές επενδύσεις και ξόδεψε αμύθητες ποσότητες νοσταλγικής εξιδανίκευσης.

Εχουμε κάθε λόγο να υποθέσουμε ότι σήμερα οι νοσταλγοί «αισθητικών πολιτειών» υπάρχουν όσο υπάρχουν και εκείνοι οι μάγκες που τους πάτησε το τρένο.

Το αποτέλεσμα ήταν να μεγαλυνθεί η αθηναϊκή πόλη-κράτος ως υπερ-ιστορικός χώρος όπου η «ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών», η αισθητική αντίληψη του βίου ως τέχνης και η θεσμικά εδραιωμένη δημοκρατία συλλειτούργησαν όχι ως άθροισμα αλλά ως αμάλγαμα. Και επειδή η κατασκευή δεν ήταν ακριβώς ιστορική ώστε η επανάληψή της να εγκυμονεί τον κίνδυνο της φάρσας, μακέτα «Νέας Αθήνας» δοκιμάστηκε στη Φλωρεντία της Αναγέννησης και του Μαρσίλιο Φιτσίνο.

Αλλά χρειάστηκαν άλλοι δυόμισι αιώνες, το πυρακτωμένο από νοσταλγία βλέμμα του Βίνκελμαν και η αδυσώπητη γερμανική συστηματικότητα για να κωδικοποιηθεί οριστικά το κλασικό ιδεώδες και για να φιλοτεχνηθεί η άλλη «Νέα Αθήνα», αυτή της Βαϊμάρης, του Γκαίτε και του Σίλερ. Η γερμανική νοσταλγία για την «ελληνική δόξα» ήταν νοσταλγία για ένα «aesthetischer Staat», δηλαδή για μια «αισθητική πολιτεία».

Αλλοι αλλιώς νοστάλγησαν το αλλιώτικο «μεγαλείο της Ρώμης» και το χρονικό της νοσταλγίας τους μας κατεβάζει από την ιονόσφαιρα του λόγου και της φαντασίας στην τροπόσφαιρα της Ιστορίας. Είναι αλήθεια ότι το «εγχειρίδιο» της ρωμαϊκής res publica υπήρξε ασυναγώνιστο στο κεφάλαιο της θεσμικής οργάνωσης και της νομικής σκέψης – μεγαλείο και αυτό αλλά ανέκαθεν ωχρό μπροστά στη φαντασμαγορία της αυτοκρατορικής Ρώμης των καισάρων, και όχι μόνο για την κινηματογραφική σόου μπίζνες.

Η κοσμοκράτειρα, υπερβαίνοντας το ιστορικό της άνυσμα, έγινε διαχρονικό σύμβολο εξουσιαστικής επιβολής και η ίδια η Ρώμη, που δεν πιστώθηκε ποτέ την αίγλη της Kunststadt, δηλαδή της πόλης των τεχνών, όπως η Αθήνα, κλωνοποιήθηκε από διαδοχικούς νοσταλγούς του καισαρικού imperium. Η βυζαντινή Νέα Ρώμη επιβιώνει ακόμα σαν νοσταλγικό sotto voce στον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη, ενώ μετά την Αλωση τη νοσταλγική σκυτάλη άδραξε ο τσάρος (το «τσάρος» από το «καίσαρ») Ιβάν Γ’ με τη Μόσχα ως Τρίτη Ρώμη.

Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο Μέγας Ναπολέων και η Βρετανική Αυτοκρατορία σκηνοθέτησαν με τη σειρά τον δικό τους νόστο στο «μεγαλείο της Ρώμης», ενώ ο Μπενίτο Μουσολίνι στην πιο θεαματική από όλες τις παλιννοστήσεις όχι μόνο ξαναεγκατέστησε την πλάνητα Ρώμη στις όχθες του Τίβερη, όχι μόνο την ανάγκασε να κρεμάσει πάνω της καρναβαλικά τα λάβαρα και τα κοστούμια του παλιού της μεγαλείου, αλλά και έστησε στην είσοδο του θεματικού πάρκου της «Ρωμαιοσύνης» τον κολοσσιαίο ανδριάντα του ακριβώς απέναντι από τον Καίσαρα Αύγουστο.

Εχουμε κάθε λόγο να υποθέσουμε ότι σήμερα οι νοσταλγοί «αισθητικών πολιτειών» υπάρχουν όσο υπάρχουν και εκείνοι οι μάγκες που τους πάτησε το τρένο. Οι άλλοι όμως, παρ’ όλες τις μεταλλάξεις τους, ζουν και ονειρεύονται ξανά μεγαλεία με επικαιροποιημένους κωδικούς νοσταλγίας τις «Γαλάζιες Πατρίδες» και τα «M(ake) A(merica) G(reat) A(gain) – του Πούτιν δεν είναι γνωστός αλλά ένας από τους δεκαπέντε ορισμούς που δίνει για τη νοσταλγία ο Aμερικανός Τζον Ιτρι είναι «να λες Σοβιετική Ενωση τη Ρωσία».

Υπάρχουν, εννοείται, και πιο τερπνές και αθώες νοσταλγίες. Σκεφθείτε, για παράδειγμα, πώς αναπολούν τα ξανθά γένη του Βορρά τις καλοκαιρινές διακοπές τους σε ένα ελληνικό νησί όταν ξημερώνουν συννεφιασμένες οι Κυριακές τους. Αν δεν κάνουμε λάθος, υπήρχε κάποτε και γι’ αυτό κωδικός νοσταλγίας: «SSS» ήτοι, sun, sand, sex.

Ο κύριος Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.