Επειγόντως θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η απειλή ενός νέου προσφυγικού κύματος, που αναμένεται να προκύψει εξαιτίας του φρικτού σεισμού στην Τουρκία, μέσω απευθείας και άμεσης επαφής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την τουρκική κυβέρνηση, συστήνει κατηγορηματικά ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα».

Ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν αμφισβητεί τη χρησιμότητα των φρακτών για την αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού, προκρίνοντας την αλληλεγγύη και τη δίκαιη κατανομή τους ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη. Για την Ουκρανία λέει ότι θα πρέπει να ανακτήσει τα εδάφη που βρίσκονται υπό ρωσική κατοχή από την αρχή του πολέμου, αλλά και την Κριμαία, αλλά επισημαίνει ότι δεν χρειάζεται να νικήσουμε τη Ρωσία.

«Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να νικήσουμε τη Ρωσία. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι τα σύνορα που είχαμε μέχρι το 2014 θα γίνουν σεβαστά»

Τα κατεχόμενα εδάφη να επιστρέψουν στην Ουκρανία

«Ο πόλεμος συνεχίζεται, είναι λυπηρό, και δεν νομίζω ότι υπάρχει ρεαλιστική πιθανότητα να δούμε τις δύο χώρες να εισέρχονται σε διαπραγματεύσεις. Ο Πούτιν είναι ο επιτιθέμενος, και πιστεύω ότι αν γίνονταν διαπραγματεύσεις η βάση τους θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρη. Να μην τεθεί θέμα να ζητηθεί από την Ουκρανία να αποδεχτεί την κατοχή εδαφών από τη Ρωσία, οπότε οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να αρχίσουν από το σημείο όπου ήταν οι σχέσεις Ρωσίας – Ουκρανίας πριν από τις 24 Φεβρουαρίου πέρυσι. Αλλά και η κατοχή της Κριμαίας είναι μη αποδεκτή διότι αποτελεί παραβίαση του διεθνούς δικαίου, οπότε θα πρέπει να επιλυθεί. Ολα τα εδάφη που βρίσκονται υπό κατοχή και η Κριμαία πρέπει να περιέλθουν στην Ουκρανία» δηλώνει ο κ. Γιούνκερ, καθώς ξεκινάμε τη συνομιλία μας από το μείζον θέμα του πολέμου. Για τη Ρωσία η άποψη, πάντως, του Μακρόν τον βρίσκει σύμφωνο.

«Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να νικήσουμε τη Ρωσία. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι τα σύνορα που είχαμε μέχρι το 2014 θα γίνουν σεβαστά». Ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν δεν εκτιμά ότι ο πόλεμος θα περάσει σε ευρωπαϊκό έδαφος. «Δεν νομίζω ότι η Ρωσία θα εισβάλει στις βαλτικές χώρες και στην Πολωνία ή σε άλλες γειτονικές χώρες. Αλλά κατανοώ την ανησυχία των χωρών αυτών, διότι μας προειδοποιούσαν επί χρόνια για τη ρωσική δύναμη εισβολής. Δεν τους πιστέψαμε. Είχαν δίκιο, ενώ εμείς δεν είχαμε και πρέπει τώρα να πάρουμε τα κατάλληλα μαθήματα».

Γιατί η ΕΕ δεν προσπάθησε νωρίτερα να απομακρυνθεί από τη Ρωσία και δη την ενεργειακή εξάρτηση, τον ρωτάμε. «Αν είχαμε διακόψει τις σχέσεις στην ενέργεια με τη Ρωσία πριν από περίπου δέκα χρόνια ή αν είχαμε αποφασίσει τότε να ενισχύσουμε τις αμυντικές δυνατότητες της ΕΕ η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη θα αντιδρούσε αρνητικά. Κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι εισερχόμασταν σε ένα είδος ψυχροπολεμικής σχέσης με τη Ρωσία. Η κοινή γνώμη στην ΕΕ δεν ήταν έτοιμη. Εκπλήσσομαι με αυτούς που λένε ότι ήμασταν αφελείς, διότι τότε η ατμόσφαιρα δεν ήταν ψυχροπολεμική, αλλά μια ατμόσφαιρα προσπάθειας να έχουμε κατανόηση με τη Ρωσία. Είναι πάντα εύκολο εκ των υστέρων να κατηγορείται η ΕΕ για αφέλεια αλλά αν είχαμε κάνει το αντίθετο δεν θα είχε γίνει αποδεκτό από τους Ευρωπαίους».

Ομως, πώς θα πρέπει να διαχειριστεί σήμερα η Ευρώπη σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο προκλήσεις, όπως της Κίνας, η οποία είναι στραμμένη προς τη Ρωσία, τον ρωτάμε. «Η Κίνα εξαρτάται από εμάς και η ΕΕ είναι σε έναν βαθμό εξαρτημένη από τις εμπορικές ανταλλαγές με την Κίνα. Δεν θα υποστήριζα να διακοπούν οι εμπορικές σχέσεις ΕΕ –  Κίνας, αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, να μην είμαστε αφελείς. Πρέπει να μειώσουμε όσο είναι δυνατόν την εξάρτηση των ευρωπαϊκών αγορών από τις κινεζικές, αλλά είμαι αντίθετος με την άποψη ότι πρέπει να διακόψουμε τις σχέσεις μας».

Η συζήτησή μας περνά στις συνέπειες από τους σεισμούς στην Τουρκία και δη στον φόβο ενός νέου μεταναστευτικού κύματος. «Η κατάσταση στην Τουρκία είναι φρικτή και θα πρέπει επειγόντως με απευθείας και άμεσες επαφές μεταξύ της Κομισιόν και της Τουρκίας να αντιμετωπιστεί αυτή η απειλή, το να δούμε περισσότερους μετανάστες να έρχονται από την Τουρκία στην Ευρώπη. Η ΕΕ πρέπει να αναπτύξει μια ανθρωπιστική απάντηση σε αυτό που αναμένουμε ότι θα συμβεί στην Ελλάδα με τους πρόσφυγες του σεισμού στην Τουρκία. Δεν πρέπει να αφήσουμε την Ελλάδα μόνη της όπως έχουμε κάνει πολλές φορές και πρέπει να απαντήσουμε ως Ευρώπη. Ελπίζω η Τουρκία να καθίσει στο τραπέζι με την ΕΕ διότι το κύμα προσφύγων που αναμένεται από την Τουρκία δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα αλλά είναι ευρωπαϊκό. Πρέπει να υπάρξει αλληλεγγύη» τονίζει.

Επιστροφή στην αλληλεγγύη

Τι πιστεύει για τη σκληρότερη στάση της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ σήμερα σε σχέση με το 2015, όταν ως πρόεδρος της Κομισιόν αντιμετώπισε την τότε κρίση. «Δεν πιστεύω στη χρησιμότητα των φρακτών στα σύνορα με τον τρόπο που ορισμένες χώρες ζητούν. Θεωρώ ότι οι προτάσεις της Κομισιόν το φθινόπωρο του 2015 που έλεγαν ότι οι πρόσφυγες πρέπει να κατανέμονται δίκαια ανάμεσα στα κράτη-μέλη είναι ο δρόμος που πρέπει να παρθεί, είναι ο καλύτερος τρόπος να λυθεί το πρόβλημα. Δεν είμαι αισιόδοξος για αυτό, αλλά θα πρέπει να επιστρέψουμε στην ουσία, στην ύπαρξη αλληλεγγύης ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Δεν μπορούμε να αφήσουμε την Ελλάδα, την Ιταλία και άλλες χώρες μόνες όταν πρόκειται για το Μεταναστευτικό. Μετανάστες πρέπει να γίνονται δεκτοί σε όλη την Ευρώπη. Πρέπει να προστατέψουμε τα εξωτερικά μας σύνορα, αλλά να μην υψώνουμε φράχτες μεταξύ της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου. Είμαι υπέρ μιας μορφής νόμιμης μετανάστευσης στην Ευρώπη και κατά της παράνομης μετανάστευσης, αλλά είναι μια υπόθεση αλληλεγγύης».

Αναπόφευκτα, δεν μπορέσαμε να μην αναφερθούμε έστω και σύντομα στην άλλη μεγάλη κρίση που αντιμετώπισε, την ελληνική κρίση του 2015, αλλά και στην τωρινή πορεία της ελληνικής οικονομίας. «Η Ελλάδα έχει πάει καλά, έχει τελειώσει με τα προγράμματα που της επιβλήθηκαν. Ακόμη θαυμάζω την ανθεκτικότητα των Ελλήνων. Διατηρώ την εντύπωση ότι η κυβέρνηση Τσίπρα στην αρχή δεν συμπεριφερόταν με τον τρόπο που ήθελε η ΕΕ, αλλά μετά το δημοψήφισμα δέχθηκε τους σημαντικούς όρους των συμφωνιών που επιτεύχθηκαν μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ. Ημουν βέβαιος ότι η Ελλάδα θα προχωρούσε σε οικονομική εξυγίανση, όπως και έγινε. Σήμερα έχει ανακτήσει διεθνή αξιοπιστία. Δεν έγιναν λοιπόν σημαντικά λάθη όταν έγιναν οι διευθετήσεις μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ και είμαι σίγουρος ότι βρίσκεται στο σωστό μονοπάτι».