Η κρίση στην ιταλική οικονομία, η αβεβαιότητα με τη διαπραγμάτευση για την περικοπή των συντάξεων και η αδυναμία αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων δημιουργούν ένα επικίνδυνο «κοκτέιλ» αστάθειας
Μείωση-«σοκ» 20%-25% εφέτος – Οι νέες προβλέψεις για «κόκκινα» δάνεια λόγω της εφαρμογής IFRS 9, η πώληση θυγατρικών στο εξωτερικό και η πιστωτική συρρίκνωση οι βασικές αιτίες της πτώσης – Εκτιμάται ότι θα χρειαστεί περαιτέρω μείωση του προσωπικού και του δικτύου
Σημαντικές ανακατατάξεις στις θέσεις εργασίας των τραπεζικών ομίλων αναμένεται να επιφέρει η διαδικασία μετάβασής τους στη νέα ψηφιακή εποχή
Τι φοβούνται οι τράπεζες στην περίπτωση που η κυβέρνηση άρει όλους τους περιορισμούς για το παλαιό χρήμα
Η διατήρηση του πιστωτικού ρίσκου σε υψηλά επίπεδα και οι περιορισμένοι ακόμη πόροι ρευστότητας των τραπεζών κρατούν κλειστές τις στρόφιγγες των δανείων
Κλειδί ο βαθμός ανάκτησης των «κόκκινων» δανείων που πρέπει κατ’ ελάχιστον να φτάσει το 30% έως το 2022
Η ρευστότητα μέσω των αποταμιεύσεων απέχει 30 δισ. ευρώ από την προ ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εποχή, παρά τις καλές επιδόσεις του τελευταίου 15μήνου
Στόχος η μείωσή τους σε ετήσια βάση κατά 15 δισ. ευρώ έως και το 2021
Η κινητικότητα στους υψηλότερους ορόφους των κεντρικών γραφείων διοίκησης των ελληνικών τραπεζών στο κέντρο της Αθήνας τον εφετινό Αύγουστο ήταν ασυνήθιστα υψηλή.
Νέα μείωση σημείωσαν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) στο β΄ τρίμηνο του 2018, ωστόσο οι ροές νέων κόκκινων δανείων, ειδικά στη λιανική τραπεζική, παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, καθιστώντας δύσκολη τη διαχείρισή τους από τις τράπεζες.
Το 13,30% της χρηματιστηριακής τους αξίας σε τέσσερις συνεδριάσεις απώλεσαν οι τραπεζικές μετοχές, διευρύνοντας ακόμη περισσότερο την πτώση σε σχέση με τις τιμές των αυξήσεων κεφαλαίου του 2015 στα επίπεδα του 30%.
Σημαντική βελτίωση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα καταγράφεται μετά την κλείσιμο των τριών τελευταίων αξιολογήσεων, με τις οποίες ολοκληρώθηκε το μνημόνιο.
«Κόκκινος» συναγερμός έχει σημάνει στα ανώτερα διοικητικά κλιμάκια των ελληνικών τραπεζών για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, καθώς οι ρυθμοί μείωσής τους παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, όπως φάνηκε στα αποτελέσματα του β' τριμήνου του 2018 που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα
Την ανάσα του ανταγωνισμού για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης που οδήγησε στη συγκέντρωση του κλάδου σε τέσσερις συστημικούς ομίλους θα αρχίσουν να αισθάνονται σε λίγους μήνες οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες
Με δεμένα τα χέρια είναι οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών στη μάχη που δίνουν με τα «κόκκινα» δάνεια, παρά τους υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας που εμφανίζουν μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση του συστήματος και τις πωλήσεις θυγατρικών τους εταιρειών σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Οι καταστροφικές πυρκαγιές μπορεί να προκαλούν αστάθεια στην κυβέρνηση, ωστόσο οι αγορές βλέπουν άλλους πολιτικούς κινδύνους, εκτιμώντας πως το ρίσκο για την ελληνική οικονομία πηγάζει κατά βάση από τις εξελίξεις στο Μακεδονικό.
Οταν το φθινόπωρο του 2015 ιδιώτες επενδυτές ξόδευαν περισσότερα από 5 δισ. ευρώ για να συμμετάσχουν στην τρίτη, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, «αγόραζαν» ένα συγκεκριμένο στοίχημα: την ανάκαμψη του κλάδου μέσω της αποτελεσματικής διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων.
Τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο χαλάρωσης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και ανατροπής της συνετούς δημοσιονομικής διαχείρισης μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου κρούουν οι ελληνικές τράπεζες.
Επίθεση διαρκείας σε όλα τα μέτωπα ξεκινούν από τον Σεπτέμβριο οι τράπεζες, με στόχο την επιτάχυνση των ρυθμών μείωσης των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων.
Στα προ της κρίσης του 2015 επίπεδα διαμορφώθηκαν οι καταθέσεις των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων τον Ιούνιο, ξεπερνώντας για πρώτη φορά από τον Νοέμβριο του 2014 τα 20 δισ. ευρώ.