Μαζική έξοδος επενδυτών από τις τραπεζικές μετοχές σημειώθηκε και την Τετάρτη στο ελληνικό χρηματιστήριο, με τις ημερήσιες απώλειες να προσεγγίζουν το 9% και να πιέζουν τον κλαδικό τους δείκτη σε χαμηλό 2,5 ετών.

Η ένταση των ρευστοποιήσεων, σύμφωνα με αναλυτές, προεξοφλεί αδυναμία των τραπεζών να επιτύχουν τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων χωρίς να πληγεί η κερδοφορία τους και να χρειαστεί νέα αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου.

Η ανησυχία της αγοράς εντείνεται καθώς έχουμε εισέλθει σε μία περίοδο με ουσιαστικά κλειστές για την Ελλάδα τις αγορές και με το κόστος δανεισμού Δημοσίου και τραπεζών σε απαγορευτικά επίπεδα. Εκτός από το ασταθές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον στην ευρωζώνη, κυρίως λόγω των δημοσιονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει η ιταλική οικονομία, αβεβαιότητα προκαλεί και το εγχώριο πολιτικό περιβάλλον καθώς παραμένει σε εκκρεμότητα το ζήτημα της περικοπής των συντάξεων, για το οποίο η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους θεσμούς.

Οι αγορές φοβούνται πως ενδεχόμενη μονομερής αναβολή του μέτρου από την ελληνική πλευρά θα προκαλέσει πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας και θα θέσει εν αμφιβόλω την επίτευξη των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα των επόμενων ετών.

Ο ίδιος κίνδυνος όμως υπάρχει ακόμη και αν επιτευχθεί με τους εταίρους συμβιβασμός για μη εφαρμογή των μειώσεων από την 1.1.2019, εφόσον μία τέτοια απόφαση ερμηνευτεί από τους επενδυτές ως ακύρωση ενός μέτρου διαρθρωτικού και όχι δημοσιονομικού χαρακτήρα.

Ο γολγοθάς για τα κόκκινα δάνεια

Σύμφωνα με τον επιχειρησιακό σχεδιασμό των τεσσάρων συστημικών ομίλων, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα θα πρέπει να μειωθούν σε επίπεδα κάτω του 20% κατά μέσο όρο μέχρι και το 2021 από 45% περίπου σήμερα.

Πρόκειται για μία προσαρμογή της τάξεως των 53 δισ. ευρώ, η οποία για να επιτευχθεί εντός του χρονοδιαγράμματος που έχουν αποστείλει οι ελληνικές τράπεζες προς έγκριση στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ προϋποθέτει «ήρεμα νερά» εντός και εκτός συνόρων και μεγαλύτερη βελτίωση των μακροοικονομικών προοπτικών της χώρας.

Μόνον έτσι οι τράπεζες έχουν ελπίδες να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους χωρίς να εμφανίσουν ζημιές σε καμία από τις επόμενες τέσσερις οικονομικές χρήσεις. Θα πρέπει δηλαδή τα καθαρά τους έσοδα να επαρκούν για την αναπλήρωση του ετήσιου κόστους εξυγίανσης.

Ωστόσο, η εφαρμογή των νέων λογιστικών προτύπων, οι πωλήσεις θυγατρικών και χαρτοφυλακίων «κόκκινων» δανείων, η μικρή παραγωγή νέων πιστοδοτήσεων, η οποία κρατά τους ρυθμούς πιστωτικής μεταβολής σε αρνητικό έδαφος, αλλά και οι αναδιαρθρώσεις προβληματικών ανοιγμάτων με χαμηλότερα επιτόκια, ασκούν πίεση στα αποτελέσματα.

Μείωση εσόδων

Εκτιμάται ότι εφέτος τα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες θα υποχωρήσουν λίγο πάνω από τα 3 δισ. ευρώ, για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια, περιορίζοντας τις επιλογές των τραπεζικών διοικήσεων για μία εμπροσθοβαρή αντιμετώπιση του προβλήματος των επισφαλειών.

Κι αυτό διότι στην περίπτωση που η οργανική κερδοφορία κάποιας χρονιάς δεν επαρκεί για την κάλυψη των απαραίτητων για το «καθάρισμα» του ενεργητικού των τραπεζών απομειώσεων, τότε όχι μόνο θα μειωθούν οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά θα ενεργοποιηθεί και ο νόμος για την αναβαλλόμενη φορολογία.

Αν μία τράπεζα εμφανίσει ζημιές, θα πρέπει να εκδώσει νέες μετοχές υπέρ του Δημοσίου, ισόποσου ύψους με το αρνητικό αποτέλεσμα, μειώνοντας την περιουσία των ιδιωτών μετόχων.

Εάν δε, απαιτηθεί και μία τέταρτη αναγκαστική ανακεφαλαιοποίηση, η αξία των τραπεζικών μετοχών δεν αποκλείεται να «εξαερωθεί» για δεύτερη φορά μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όπως συνέβη το καλοκαίρι του 2015, και να οδηγήσει ακόμη και σε πλήρη κρατικοποίηση της τράπεζας ή των τραπεζών που δεν θα καταφέρουν να καλύψουν από τον ιδιωτικό τομέα τα κεφαλαιακά τους ελλείμματα.