Η Καταγγελία της Ενότητας χάριν της Πολυφωνίας
Η ιδέα της ενότητας έχει πολύ συκοφαντηθεί, και όχι μόνο τα τελευταία χρόνια. Ομνύοντας πολλοί στην ποικιλότητα και την πολυφωνία των αρχαίων χρόνων, των συνδεόμενων με τον πολυθεϊσμό, θρηνούν την απώλεια όλων αυτών, όπως θεωρούν στη μονωδία του χριστιανικού κόσμου. Όμως, ήδη από τα χρόνια του Δεκίου η ιδέα της ενότητας γύρω από το πρόσωπο του αυτοκράτορα είχε προηγηθεί για λόγους καθαρά διοικητικούς, καθώς οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες των πόλεων-κρατών της αρχαιότητας με τον χαλαρό μεταξύ τους σύνδεσμο, δεν αρκούσαν για να αναπτύξουν έναν χώρο ενότητας και ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας όπως αυτός της Ρώμης, ή και νωρίτερα, των ελληνιστικών χρόνων του Μ. Αλεξάνδρου. Εντούτοις, και σε πείσμα της ιστορικής αλήθειας και των αλληλοσυναρτώμενων εξελίξεων που γεννά η ιστορία, συχνά συνδέεται ο μονοθεϊσμός με μια μονολιθική απολυταρχία.
Αν και ο Μ. Κωνσταντίνος δεν καινοτόμησε στο θέμα της αυτοκρατορικής ενότητας γύρω από το πρόσωπο του αυτοκράτορα, και παρότι το διάταγμα των Μεδιολάνων ήταν ένα διάταγμα ανεξιθρησκείας, δηλαδή διεύρυνσης της συμπερίληψης, εντούτοις συγκεντρώνει τα πυρά πολλών. Πέρα από το διάταγμα και τα συνοδευτικά του μέτρα, ένας λόγος είναι η μεταφορά της πρωτεύουσας, που άφησε μακροϊστορικά έκθετη τη Ρώμη στις βαρβαρικές επιδρομές. Αλλά ο άλλος λόγος είναι παραδόξως οι συνοδικές προσπάθειές του για την ενότητα της εκκλησίας. Αυτές ακριβώς, παρά το συζητητικό και διαλογικό των διαδικασιών τους, θεωρήθηκαν ιδίως από τους θιασώτες μιας πολυθεϊστικού και σχετικιστικού τύπου πολυφωνίας ως επιβολή μιας μοναδιαίας αντίληψης, και συνεπακόλουθων διώξεων των αιρετικών.
Την άποψη αυτή συνεπικούρησε κάθε διαμαρτυρόμενη ή παραπονούμενη θρησκευτική ή άλλη ομάδα που ήθελε να πάρει αποστάσεις από το αυτοκρατορικό κέντρο, αλλά ήδη κατά το τέλος της (μακράς) Ύστερης Αρχαιότητας και το Ισλάμ, επικαλούμενο την παραχάραξη της βιβλικής παράδοσης μέσω αυτοκρατορικών παρεμβάσεων. Όμως, η κύρια κριτική συντελέστηκε στο πλαίσιο της νεωτερικότητας και με βάση τις αρχές του ανθρωπισμού ή του διαφωτισμού αργότερα, της ανθρωποκεντρικότητας και κατ’ επέκταση πολυκεντρικότητας της αλήθειας. Βήμα το βήμα, το Βυζάντιο άρχισε να θεωρείται, όπως και ο δυτικός μεσαίωνας, μια σκοτεινή περίοδος. Ιδίως η μεσαιωνική Δύση συχνά θεωρήθηκε συνώνυμη της ιεράς εξέτασης και του κυνηγιού των μαγισσών μολονότι στην πραγματικότητα όλα αυτά βρήκαν λαμπρότατη εφαρμογή στους νεώτερους κατεξοχήν χρόνους.
Η Κατάφαση της Ενότητας στο Πλαίσιο της Δημοκρατίας
Εντούτοις, παρά τη βροντόφωνη καταδίκη της μονοδοξίας στο όνομα της πολυφωνίας, της ενότητας στο όνομα της ελευθερίας των επιλογών, η ιδέα της ενότητας δεν χάνεται. Αλλά παραμένει ουσιαστική πηγή έμπνευσης για την κατακερματισμένη ανθρωπότητα. « Ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (Ιω 17,22), λέει ο Χριστός για τους μαθητές του, στην αρχιερατική του προσευχή. Στη θεολογική γλώσσα η ενότητα αποτυπώνεται ως μια κοινωνία αγάπης κατά το πρότυπο της σχέσης Πατρός και Υιού. Ψήγματα αυτών των ιδεών παρουσιάζονται μεταπλασμένα σε κοσμικές ιδέες που αφορούν ευρύτερα την κοινωνική συνοχή, όπως η ιδέα της αδελφοσύνης της Γαλλικής Επανάστασης, το περίφημο τρίπτυχο Liberté, égalité, fraternité ή σε μεταγενέστερες ιδέες κοινωνικής αλληλεγγύης. Άρα μήπως η ενότητα δεν έρχεται σε τόσο δομική αντίθεση με την ελευθερία; Και μήπως τα ποικίλα ερμηνευτικά σχήματα διαφόρων ερευνητών (με πρώτο τον Γίββωνα) ξαστοχούν πλήρως στις απόπειρες μονοδιάστατης ερμηνευτικής της ιστορίας;
Για να επιστρέψουμε στο πεδίο της θεολογίας και της εκκλησιαστικής ζωής, ιδίως το πεδίο των οικουμενικών σχέσεων, και εδώ δοκιμάζεται πολύ η ιδέα της ενότητας και είναι σύνθετος ο διάλογος που την υπηρετεί. Για την ακρίβεια, ο διάλογος παρουσιάζεται ως η πηγή και η οδός για αυτή την ενότητα, και μάλιστα κατά το συνοδικό πρότυπο, όπως θεμελιώθηκε στην Αποστολική Σύνοδο και αναπτύχθηκε κατά την Α΄ Οικουμενική σύνοδο, δείχνοντας μια οδό για την ενότητα που όχι μόνο δεν αφίσταται της δημοκρατίας αλλά την προϋποθέτει.
Ως πιστοί αλλά και ως πολίτες, καθώς μήτε από τον διάλογο μπορούμε να παραιτηθούμε, μήτε από τη δημοκρατία και την παρεπόμενη πολυφωνία στη σύγχρονη κοινωνία, μήτε από την ανάγκη ενότητας, τόσο ανθρωπολογικά όσο και θεολογικά νοουμένης.
Τρόποι Ενότητας
Το ζήτημα της διασφάλισης της ενότητας εν ποικιλία έχει απασχολήσει πολύ και την εκκλησιαστική πρακτική. Αν απομακρυνθούμε λίγο από την εξέταση εξουσιαστικών τρόπων επιβολής της ενότητας, τέτοιους που προσιδιάζουν περισσότερο σε μια αυτοκρατορία ή μια πολιτική επικράτεια θα παρατηρήσουμε ασφαλιστικές δικλείδες και τρόπους οργάνωσης που προάγουν την ειρήνη και τη διασφαλίζουν, αφήνοντας συνάμα χώρο για μια πολυμορφία.
- Ένας τρόπος είναι η επικέντρωση στη λατρευτική ζωή. Παρά τις διαφορές του εορτολογίου μεταξύ των εκκλησιών είναι σημαντικό ότι ενυπάρχει σε όλες μια ανάλογη δομή που γίνεται το κέντρο της πνευματικής ζωής. Η σημασία αυτού του ζητήματος αναδεικνύεται και από τη συζήτηση για κοινό εορτασμό του Πάσχα, ενώ κατά καιρούς στοιχεία όπως η γλώσσα ή η επακριβής τήρηση του τυπικού, ο τρόπος των αμφίων, των εκκλησιαστικών σκευών κλπ. παίζουν σημαντικό ρόλο, με θετικές και αρνητικές συνδηλώσεις. Για παράδειγμα η περιοριστική και προβληματική διδασκαλία περί ιερών γλωσσών στη Δύση των μέσων χρόνων έδωσε με την πάροδο του χρόνου τη θέση της στην ποικιλία των γλωσσών, ενώ στην Ανατολή η αρχαιόθεν κατάφαση της πολυγλωσσίας δυσκολεύεται σήμερα με το ζήτημα των μετεξελίξεων των γλωσσών στο διάβα του χρόνου. Η λατρεία είναι παράγων ενότητας, καθόσον διαμορφώνει κοινή κουλτούρα, ακόμα και παρά τους περιορισμούς της κοινωνίας μεταξύ των εκκλησιών. Αν όμως η επικέντρωση στη λατρεία έτεινε να οδηγήσει σε πλήρη λατρευτική ομοιομορφία, οι κίνδυνοι θα ήταν περισσότεροι από τα οφέλη. Τότε θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για προτεραιότητα του τελετουργικού, για ριτουαλιστική γλώσσα που διασφαλίζει ένα κέλυφος σε βάρος της ουσίας αλλά και της κατάφασης των πολιτισμών.
- Ένας άλλος τρόπος είναι η οργανωτική και διοικητική ενότητα, η οποία συγκροτείται γύρω από διαχειριστικά σχήματα, αναγκαία σε ιστορικούς χρόνους, και ως προς τον χαρακτήρα της ποικίλλει με τρόπο περισσότερο ή λιγότερο στενό. Για παράδειγμα, η ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας γύρω από το πρόσωπο του πρώτου, του πάπα, επιτρέπει ταυτόχρονα μια ποικιλία τυπικών και δικαιοδοσιών που όλα όμως συνδέονται με ένα κέντρο: αυτό της Ρώμης. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει μια πολύ πιο χαλαρή συνδεσιμότητα στο οργανωτικό πεδίο, που κάποιες φορές δίνει την εικόνα της αναρχίας, ή παγιδεύεται και εγκλωβίζεται σε σαφώς εθνικές προτεραιότητες. Παρά τη δυσκολία που γεννιέται στη λήψη της παραμικρής διοικητικής απόφασης μεταξύ των Ορθοδόξων, μια δυσκολία που έγινε φανερή και κατά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο στην Κρήτη το 2016, η ιστορία προχωράει —μέσα από μια άναρχη ιστορική διαδικασία—, ενώ παράλληλα τηρείται στα ουσιώδη η ενότητα πίστεως. Αυτό με έναν τρόπο αρκετά παράδοξο αφορά και τη συναντίληψη με τις [αντιχαλκηδόνιες] Ορθόδοξες ανατολικές Εκκλησίες.
- Η ψυχική και νοητή ενότητα, που παράγεται από την ενότητα πίστεως είναι ζήτημα σημαντικό αλλά όχι δεδομένο. Εδώ οφείλουμε να αναρωτηθούμε και με ποιον τρόπο ή σε ποιον βαθμό συντελείται αυτό. Απορρέει ένα ήθος από το δόγμα, μια νοοτροπία, μια συναντίληψη; Και αν η πίστη μεταφράζεται σε ποικιλώνυμα ιδεολογήματα που συχνά εξυπηρετούν εξωθεολογικές προτεραιότητες, και αποτελούν κίνδυνο και έκπτωση από το θεολογικό ήθος, μήπως εντούτοις υπάρχει κάτι στον πυρήνα του χριστιανικού κόσμου που είναι στοιχείο της ιδιοπροσωπίας του; Ένα στοιχείο που φαίνεται στον τρόπο του ζην και του πολιτεύεσθαι; Μια σύνδεση δόγματος και ήθους; Στη σύγχρονη πραγματικότητα το ήθος είναι περισσότερο ενοποιός παράγων από το ίδιο το δόγμα που το γεννά. Ας αναφέρω, για παράδειγμα, την κοινή (ρηματική έστω) παραδοχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είναι καρπός της χριστιανικής διδασκαλίας αλλά εμπνέει τον σύγχρονο κόσμο και πέραν αυτής ή την πάνδημη εκτίμηση έργων διακονίας που ανακουφίζουν και στηρίζουν την κοινωνία.
Τριαδολογία
Το επόμενό μας βήμα θα είναι να μιλήσουμε καθαρώς για θεολογία. Μιλώντας για θεολογία εκκινούμε από την τριαδολογία, την απαρχή πριν την αρχή των χρόνων. Εν χρόνω, και μάλιστα στα 1700 χρόνια από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια, διαπιστώνουμε στην τριαδολογία την απαρχή της ανάπτυξης του χριστιανικού δόγματος, και την αναγνωρίζουμε ως ελάχιστη κοινή βάση όλων των χριστιανικών εκκλησιών, την οποία ακολουθεί χρονικά η συνοδική ανάπτυξη της χριστολογίας ως συνέχειας και ολοκλήρωσης.
Στο πλαίσιο της τριαδολογίας εξετάζεται η σχέση ουσίας και προσώπου, ενότητας και διαφορετικότητας, αγάπης και ελευθερίας στην τέλεια κοινωνία των προσώπων της Αγίας Τριάδας, σε πλήρη ενότητα αλλά με διακριτά υποστατικά ιδιώματα.
Σε ένα ιδιαίτερα πυκνό και σύντομο άρθρο του με χαρακτηριστικό τίτλο «Μια Τριαδολογική Παρέμβαση στα Πράγματα του Κόσμου», που έγινε για πολλούς εμβληματικό στη νιότη μας και καθοδηγητικό στη ζωή μας,ο Ηλίας Βουλγαράκης, θεμελιωτής του κλάδου της Ιεραποστολικής σε Ορθόδοξο πλαίσιο και εισηγητής της «αγαπητικής» θεολογίας γράφει: «Οι διαφορετικές πραγματικότητες του κόσμου, κοιταγμένες ως προς την εσωτερική τους υποστατικότητα, δεν μπορούν να διασταλούν μέχρι την αντίθεση. Αποτελούν θετικά μέρη ενός οργανικού λειτουργικού συνόλου που μπορεί να διαφοροποιούνται […] αλλά ποτέ δεν αποκλίνουν από το ένα και ενιαίο κέντρο αναφοράς» (Σημάδια 11 (1984), 34 [33-35]).
Η πρόταση αυτή αναφέρεται στην οντολογία του κακού, κατ’ ακρίβειαν στη μη ύπαρξη του κακού ως ενυπόστατης πραγματικότητας. Αλλά η ανάλυση του Ηλία Βουλγαράκη προχωράει ακολούθως και στην ισόρροπη ανάπτυξη της αξίας τόσο του προσώπου, όσο και της κοινωνίας. Η συνεπαγωγή είναι ότι μήτε το πρόσωπο μπορεί να εκπίπτει σε ατομικότητα μήτε να απορροφάται από την κοινωνία. Το δίπολο πρόσωπο και κοινωνία είναι μια μεταγραφή που μπορεί να θεωρηθεί ως το αντίστοιχο της ελευθερίας με την ενότητα. Όχι μόνο δεν καταλύει το ένα το άλλο, κατά τα συμπεράσματα του Ηλία Βουλγαράκη, αλλά και ενυπάρχει σε αυτό.
Το πρόσωπο υπάρχει εν κοινωνία, και η κοινωνία είναι κοινωνία προσώπων. Αυτή η θεώρηση άπτεται του ζητήματος της αλήθειας όπως την κατανοεί ο Ηλίας Βουλγαράκης αλλά και οι Ιωάννης Περγάμου (Ζηζιούλας), Νίκος Νησιώτης και Χρήστος Γιανναράς, για να αναφερθούμε μόνο σε μια μικρή επιλογή από τους σημαντικούς θεολόγους του 20ού αι.
Η Έννοια της Αλήθειας (και η Αλήθεια ως Χριστός)
Η μοναδικότητα και απολυτότητα της αλήθειας σε συνάρτηση με την έννοια της ενότητας σε σχέση με την ελευθερία είναι το άλλο ζήτημα, που συχνά καταγγέλλεται στις μονοθεϊστικές θρησκείες.
Όμως, η αλήθεια μας δεν είναι αλήθεια που επιβάλλεται, είναι η σταυρική αλήθεια της ελεύθερης εκλογής. Αυτός ο χαρακτήρας της αλήθειας όχι ως αλήθειας επιβολής αλλά ως αλήθειας πίστεως, δηλαδή εκλογής, καταγράφεται στην υμνογραφία και εμπνέει τη σύνολη θεολογική κουλτούρα, ενώ συνιστά υπόμνηση για την οδό που θα έπρεπε να διαβούμε.
Η αλήθεια μας δεν βρίσκεται σε αγκυλωμένα πράγματα, μήτε αυτοτελώς σε διοικητικές ή κανονιστικές διακηρύξεις μήτε καν σε δογματικές διατυπώσεις που και όταν καταγράφονται, πλαισιώνονται τόσο από την αποφατική θεολογία, ιδίως της Ανατολής, όσο και από τη βιωματική εμπειρία της παρουσίας Του σε Ανατολή και Δύση παρά τις επιμέρους διαφορές του Γρηγορίου Παλαμά ή του Ιωάννη του Σταυρού και άλλων μεγάλων μυστικών της Δύσης. Πέραν όλων, ο Θεός γνωρίζεται διά της Αποκαλύψεώς του σε ένα πρόσωπο: το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του ενυπόστατου Θεού Λόγου. Με το πρόσωπο του Χριστού σχετιζόμαστε, ακόμα και αν δι’ εσόπτρου εν αινίγματι στο παρόν, με όλη την ποικιλία διαθέσεων στιγμών και στάσεων μιας διαπροσωπικής επικοινωνίας — ενώ η εσχατολογική ελπίδα μας είναι η πρόσωπο προς πρόσωπο συνάντηση και μετοχή.
Άλλωστε, στο πεδίο της νεωτερικότητας, αφού αναζητήθηκαν πολλοί θεοί με μικρό θ της φιλοσοφίας που θα καταστούν οι κεντρικοί άξονες για το ξεκλείδωμα του νοήματος, γνωρίζουμε πια ότι όλο το παιχνίδι παίζεται στο πεδίο της διυποκειμενικότητας, και όχι μόνο στο πεδίο της επικοινωνίας για την καλύτερη προαγωγή ιδεών ή την καλύτερη τοποθέτηση ενός ή άλλου στοχαστή στο σουπερμάρκετ των ιδεών, αλλά γιατί πραγματικά η αλήθεια που ανακαλύπτουμε, η αλήθεια που ταυτόχρονα μας αποκαλύπτεται αναδύεται στο πεδίο της αλληλεπίδρασης, της διυποκειμενικότητας, γιατί να μην το πούμε θεολογικότερα, το πεδίο της Εκκλησίας;
Έτσι άλλωστε γεννήθηκε αυτός ο ένας λαός, ο λαός του Θεού, εντελώς διαφορετικός από τους νόμους της συγγενείας και του αίματος που πρώτος κατέλυσε ο Χριστός, του οποίου η αλήθεια και η ενότητα διασφαλίζεται από το «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (Ιω 17, 22),της αρχιερατικής προσευχής του Ιησού, αναφορικά με τους μαθητές.Είναι η ενότητα με το κέντρο της ζωής, το αναστημένο σώμα του Χριστού που κοινωνούμε στη Θεία Ευχαριστία, που μας καθιστά όχι μόνο συντρόφους αλλά και όμαιμους αδελφούς, ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, ράτσα, κοινωνική κατάσταση ή οικονομική τάξη.
Η ενότητα στο πεδίο της Ιεραποστολής
Έτσι περνάμε στο διεθνικό και οικουμενικό πεδίο, που είναι κατεξοχήν το πεδίο ενός κλάδου της θεολογίας που ονομάζεται Ιεραποστολική. Με δεδομένη την ανθρώπινη πολυγνωμία και ποικιλότητα, την απέραντη μεγαλοσύνη του κόσμου και το ανεπανάληπτο κάθε πολιτισμού, κάθε ιστορικής στιγμής, κάθε χώρας ή κοινωνίας, το γεμάτο ένταση δίλημμα «ενότητα και ιεραποστολή» έχει απασχολήσει ιδιαιτέρως πολύ τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και ειδικότερα τον Ορθόδοξο κόσμο. Όχι μόνο η πολλαπλότητα εκφραστών ενός μηνύματος μπερδεύει τον δέκτη, αλλά στο πεδίο της παγκόσμιας ιεραποστολής το δίπολο ενότητα και ιεραποστολή ενέχει και άλλες διαστάσεις που αφορούν τη διδασκαλία και το δόγμα, το ήθος, το τυπικό, την εκκλησιαστική τέχνη, την αποδοχή του πολιτισμού (ακριβέστερα των πολιτισμών) στο πλαίσιο των πολλαπλών νεωτερικοτήτων.
Η ιεραποστολή είναι κατεξοχήν το πεδίο όπου δοκιμάζεται η έννοια της ενότητας και η έννοια της παράδοσης. Το δόγμα καλείται να βρει την έκφρασή του σε γλώσσες που καμία σχέση δεν έχουν με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, που δεν προϋποθέτουν τη χρήση της ελληνικής φιλοσοφίας, την οργάνωση της Ρώμης. Οι απόπειρες για τη διατύπωση του δόγματος, για συστηματικές θεολογικές πραγματεύσεις είναι λιγοστές, και τα διαρκή μεταφραστικά εγχειρήματα όχι δίχως σκοπέλους — αλλά με τεράστια σημασία.
Στο πεδίο της ιεραποστολής και σε όλα τα σχετιζόμενα επιμέρους ζητήματα—ήθος, τυπικό, εκκλησιαστική τέχνη, πολιτισμός—, τίθεται ένα μείζον θέμα που συμβολικά θα μπορούσε να διατυπωθεί ως «Παράδοση και παραδόσεις». Τι συνιστά ιερά Παράδοση, στον πυρήνα της οποίας είναι ο προσφέρων και προσφερόμενος Χριστός, και τι παραδόσεις.
Η Ορθόδοξη ιεραποστολή αναπτύχθηκε μετά την υποχώρηση του κινήματος της αποικιοκρατίας, και ομολογουμένως οι Ορθόδοξοι δεν είχαν τη διάθεση, τη δυνατότητα ή την ευκαιρία της αποικιακής εκμετάλλευσης χωρών όπου κηρύχθηκε το Ευαγγέλιο. Εντούτοις, η ιδέα ενός Κέντρου και μιας περιφέρειας, με τις αντίστοιχες συνδηλώσεις και ιεραρχήσεις της παραμένει στο υποσυνείδητο ή και το συνειδητό Ορθοδόξων φορέων της ιεραποστολής, γεννώντας ζητήματα που δεν θα έπρεπε να υφίστανται τον 21ο αι. Ισχύει λοιπόν ότι η πείρα και γνώση των άλλων δεν αρκεί, ή μάλλον δεν μεταλαμπαδεύεται αυτούσια. Φαίνεται ότι και οι Ορθόδοξοι θα μάθουμε μοιραία από τα δικά μας λάθη, και ότι ο οδυνηρός αυτός δρόμος δεν μπορεί εύκολα να παρακαμφθεί.
Επιμένουμε συχνά σε τρόπους βυζαντινούς, εισάγοντας σε ξένους τόπους και αλλότριο χρόνο διττή αλλοτρίωση: και στον χώρο και στον χρόνο. Η αποδοχή άλλων πολιτισμών συχνά λογίζεται ως «παραχώρηση» και το εύρος της συχνά περιορίζεται σε κάποια έθιμα φολκλορικά, όπως τον χορό μετά τη θεία Λειτουργία (και όχι εντός). Η παρουσία της Ορθοδοξίας στη μαύρη Αφρική, για παράδειγμα, ξεκίνησε με πρόσκληση από τον Ρουβήμ Σπάρτας, στην οποία το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ανταποκρίθηκε με περίσκεψη και μετά από κάποιες δεκαετίες, για λόγους που εξηγούνται από ιστορικές δυσκολίες, όπως αναλύεται σε επιστημονική εργογραφία (βλ. περιοδικό Salt: Crossroads of Religion and Culture). Η πρωτοβουλία των αφρικανών δεν περιορίστηκε μόνο στο αίτημα σύνδεσης αλλά και αυτοπραγμάτωσης.
Μέσα από την αλληλεπίδραση έμπειρων ιερέων και πρόθυμων νέων πιστών, οικοδομήθηκε η συνάντηση, σιγά σιγά λάθη διορθώθηκαν, κενά συμπληρώθηκαν, αλλά και η τοπική παράδοση στην τέχνη και τη μουσική βρήκε τη θέση της στη λατρεία. Όσο όμως βάθαινε η σχέση με το Πατριαρχείο και κατ’ επέκταση με φορείς του ελληνισμού, τόσο περισσότερο το βυζαντινό μέλος θεωρήθηκε το κατεξοχήν ορθό, τόσο περισσότερο επιβλήθηκε η βυζαντινή τεχνοτροπία της εικόνας ως μοναδιαία εισαγόμενη «αλήθεια», που συνεπικουρείται από κάθε λογής επαγγελματίες του χώρου αλλά και από ευρύτερες χρηματοδοτικές ανάγκες που οδηγούν τους βοηθούμενους στο πεδίο της ιεραποστολής σε μια μορφή κολακείας των διεθνών φορέων οικονομικής υποστήριξης.
Οπωσδήποτε η οικονομική εξάρτηση παράγει και «υπαγόρευση» της θεολογίας και πρακτικής από τα πάνω και απ’ έξω, κάτι που οδηγεί σε λαθεμένες επιλογές ως προς την ενότητα. Η επιβολή ενότητας διά της καθυπόταξης, φίμωσης και ακύρωσης των τοπικών πολιτισμών, είναι ζήτημα στο οποίο η θεώρηση του post-colonialism θα είχε ικανά θέματα να επισημάνει.
Εδώ παρεισφρέει και η κρατική πολιτική με την ενίσχυση των πρεσβυγενών Πατριαρχείων διά του Υπουργείου των Εξωτερικών ή άλλων φορέων της κυβέρνησης. Οι κρατικοί φορείς ενδιαφέρονται κυρίαρχα για την ακτινοβολία του ελληνισμού, για την ήπια αξιοποίηση του εκκλησιαστικού έργου σε διεθνές επίπεδο ως προς τις διεθνείς προτεραιότητες και τη διεύρυνση των δυνατοτήτων της ελληνικής διπλωματίας. Θα έπρεπε όμως παράλληλα, με βάση και τη βυζαντινή παράδοση, να διαφυλάσσεται ο σεβασμός των θεολογικών και εκκλησιαστικών προτεραιοτήτων, ο πράγματι διεθνικός χαρακτήρας της πίστης. Οφείλουμε άλλωστε να ομολογήσουμε ότι κάποιες φορές και εκκλησιαστικοί φορείς διχάζονται ως προς τον ρόλο τους, αν είναι οικουμενικοί ταγοί, ή αν είναι ακρίτες και σημαντικοί εκπρόσωποι της ελληνικής διπλωματίας. Τέτοια ζητήματα διαφαίνονται ακόμα περισσότερο σε άλλες γωνιές του κόσμου, όπου η ελληνική παρουσία διχάζεται ανάμεσα στην υποστήριξη των ελληνικών διεθνών δικαίων και διπλωματικών θέσεων, ή την επικοινωνία και απεύθυνση με τις πλατιές μάζες της ευρύτερης κοινωνίας.
Έτσι, η ενότητα στο πεδίο της παγκόσμιας Ορθοδοξίας πάσχει καθώςσυνδέεται πολύ λιγότερο με την αλληλοπεριχώρηση στο σήμερα, όσο με την περιχαράκωση σε εθνικισμούς ή επιμέρους νοσταλγικούς μεγαλοϊδεατισμούς.
Πορεία Ενότητας Σήμερα
Για να επιστρέψουμε στο ζήτημα της συνάντησης και ενότητας Ορθοδοξίας και Καθολικισμού και στις σχέσεις μεταξύ τους, με αφορμή τα 1700 χρόνια από τη Νίκαια, αλλά και ευρύτερα ζητήματα ενότητας, όσο και αν μακραίωνες ιστορικές πληγές πολλών αιώνων δεν επουλώνονται εύκολα στο σώμα της Εκκλησίας, ενώ σύγχρονες γεωπολιτικές κρίσεις μοιάζουν να επιφέρουν νέες πληγές, η Εκκλησία ως ευχαριστιακή κοινότητα έχει τη δική της δυναμική να λειτουργήσει όχι μόνο ως βάλσαμο αλλά και ως ενοποιητικός παράγων.
Δεν είναι τυχαία η μεγάλη συμπάθεια πολλών Ελλήνων θεολόγων και λαϊκών γενικότερα προς τη Θεολογία της Απελευθέρωσης. Ακόμα και αν τεχνολογήσει κανείς θεολογικές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις, η θεολογία της απελευθέρωσης συνεγείρει συνειδήσεις και συγκινεί, διότι με την αγαθή κοινωνική μεροληψία της υπέρ των φτωχών και το πρόταγμα της κοινωνικής δικαιοσύνης ομοιάζει στον Χριστό και μάλιστα στη βάση της ευαγγελικής παραβολής της Τελικής Κρίσης. Η καρδιά να είναι στη σωστή θέση, και τα άλλα βρίσκονται. Δεν είναι όμως τυχαίο ότι η Θεολογία της Απελευθέρωσης προβλέπει μια εκκλησιολογία και εκκλησιαστική ενότητα εν ελευθερία από τα κάτω. Μακάρι αυτή ακριβώς η εκκλησιαστικότητα, η εν ελευθερία, από τα κάτω, να μπολιάσει και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι εκκλησίες μας πάσχουν από αποξένωση των ανθρώπων μεταξύ τους, του ποιμνίου με την ποιμαίνουσα Εκκλησία, του σώματος με το κεφάλι. Η διαρκώς αυξανόμενη αδιαφορία και κόπωση από τον εκκλησιαστικό λόγο στα ευρωπαϊκά τουλάχιστον δεδομένα έχει να κάνει και με το ότι το εκκλησιολογικό μοντέλο (είτε χριστομονιστικό σε μια άκρως ιεραρχική αντίληψη, είτε πνευματομονιστικό σε μια ατομικιστική και αντιϊστορική αντίληψη που μετατρέπει στην πίστη σε υπόθεση ατομικής σωτηρίας, σε αστοχριστιανισμό δίχως κοινωνικό εσχατολογικό όραμα) δεν μοιάζει να έχει να προσφέρει πολλά στον σύγχρονο άνθρωπο.
Σημασία εδώ έχει το πεδίο της πράξης και όχι η εξιδανίκευση της πραγματικότητας μέσω της θεωρίας. Ο δρόμος της θεωρίας ενίοτε διολισθαίνει σε ‘theory washing’ μια κακή πρακτική, που επιτρέπει τον δυισμό και διχασμό — άλλα να λέει το δόγμα και άλλα το ήθος, άλλα τα χείλη και άλλα η καρδιά.
Δεν θα δοθούν οριστικές λύσεις σε ζητήματα ενότητας, αλλά κάποια βήματα μπορεί να σχεδιαστούν, καλύτερα ακόμα να τα βηματίσουμε. Εξάλλου, συνοδικότητα και σύνοδος σημαίνει κοινή συντροφική πορεία, κοινό βάδισμα. Η Εκκλησία εν τω κόσμω πάντα θα βαρύνεται από τον υφέρποντα πειρασμό (ιδίως της εξουσίας) και τον θάνατο. Η ελπίδα της Αναστάσεως, πυξίδα της πίστης μας και της ζωής μας, περνά από τον τάφο. Ίσως η συσταύρωση με τον Χριστό, και η ελπιζόμενη συνανάσταση, να περνούν και μέσα από το σκοτάδι της άγνοιας και το αίσθημα της ιστορικής αποτυχίας. Ή γνώση μας και η αλήθεια μας είναι κατά κοινή παραδοχή ο Χριστός. Πόσο όμως τον γνωρίζουμε, δεν είναι μόνο θέμα θεωρίας, αλλά και εμπειρίας.
Ποικίλοι ρατσισμοί ταλανίζουν τις κοινωνίες μας με βάση το χρώμα, το φύλο, την κοινωνική θέση, την ηλικία, τη μόρφωση. Δρόμος της καταπολέμησης αυτών αλλά και της εν Χριστώ ενότητας είναι η παραβολή της τελικής κρίσης που ανυψώνει τον κατώτερο κοινωνικά και σε δύσκολη θέση άνθρωπο στη θέση του Χριστού (Μτ 25, 31-46). Μάλλον αυτός θα πρέπει να είναι ο δρόμος της ενότητας, ο Χριστός ως η οδός, αλλά και ο δρόμος για την ιεραποστολική συνάντηση με τον σύγχρονο κόσμο, με τις πολλαπλές νεωτερικότητες και ποικίλες εκδοχές του. Σε αυτή την ενότητα μας καλεί το Άγιο Πνεύμα.
- Η Δρ. Εύη Βουλγαράκη-Πισίνα είναι ΕΔΙΠ στο Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας του ΕΚΠΑ και διευθύντρια σύνταξης του επιστημονικού περιοδικού Salt: Crossroads of Religion and Culture.



