Είναι κρίσιμο για την ατομική μας ζωή, καθώς και για τη συλλογική μας πορεία, αν επιλέγουμε τη δημοκρατία, ως μέθοδο επίτευξης της ευημερίας μας, με βάση την αξία που αυτή έχει για τη βελτίωση της ζωής σε όλα τα επίπεδα.
Και εφόσον την επιλέγουμε, υπάρχει το άμεσο ερώτημα αν αυτή αφορά τη διαχείριση της συγκυρίας ή τη συνολική διακυβέρνηση, με μια έννοια ιστορικότητας της κάθε περιόδου. Δηλαδή, αν στην άσκηση εξουσίας και διοίκησης κυριαρχεί η διαχείριση της τρέχουσας κατάστασης ή τίθεται μία προοπτική που να οδηγεί σε μεσομακροπρόθεσμους στόχους, για το ποια κοινωνία έχουμε και πως μπορούμε να τη βελτιώσουμε σε βάθος ετών.
Η διαφοροποίηση αυτή εμπεριέχει μέσα της διαφορετικές απαιτήσεις και προσδοκίες προς τους εκάστοτε ασκούντες την εξουσία, δια των δημοκρατικών θεσμών, δηλαδή μέσα από τις εκλογές και τη λειτουργία του συντάγματος και των νόμων.
Κι εδώ έρχεται το ερώτημα, αν η ανάγκη διαχείρισης των τρεχουσών αναγκών μπορεί να καταστεί τελικά η κυρίαρχη ατζέντα, μακριά από την ανάγκη μιας συνολικής διακυβέρνησης, που θέτει οράματα και στόχους για την κοινωνία και κατ’ επέκταση για την πορεία του ατόμου μέσα σε αυτή.
Κι ενώ το θέμα ίσως ακούγεται φιλοσοφικό, έχει απόλυτη πρακτική σημασία, κατά την εξέταση της ανάπτυξης, των ανισοτήτων και την εν γένει λειτουργία της οικονομίας και της παραγωγής, ακόμα και στο βασικό θέμα της δημιουργίας οικογένειας, της επιλογής καριέρας και εξέλιξης, πολύ απλά, για όλα όσα καθιερώθηκε η σύγχρονη συνταγματική δημοκρατία, ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και για τη χώρα μας, ιδίως μετά το 1974.
Αν όμως η διαχείριση των εκάστοτε συγκυριών καθίσταται η μόνη ή η βασική άσκηση εξουσίας, τότε πολύ απλά διαιωνίζονται και τα προβλήματα και μάλιστα κάποια εξ αυτών μεγαλώνουν τόσο, με αποτέλεσμα να χειροτερεύει η κατάσταση. Κλασικά παραδείγματα για την Ελλάδα αποτελούν τα ζητήματα του Κτηματολογίου, των φορολογικών τεκμηρίων, το ασφαλιστικό, η αποκέντρωση εξουσιών προς την τοπική αυτοδιοίκηση, οι σχέσεις κράτους-εκκλησίας και ακόμα πολλά τα οποία γνωρίζουμε και διαχρονικά παρατηρούμε ότι δε βελτιώνονται ουσιαστικά, αλλά κατά καιρούς επιτυγχάνονται επιμέρους λύσεις.
Όμως, η ουσία της έννοιας της διακυβέρνησης βρίσκεται στην καλλιέργεια και θέσπιση οραμάτων για το πού θέλουμε να πάμε, τι θέλουμε να πετύχουμε και πώς μπορούμε να βρούμε λύσεις – συχνά και έξω από το κουτί – για όλα τα θέματα που αφορούν την ατομική και συλλογική μας πορεία. Η ενασχόληση με τα ερωτήματα της διακυβέρνησης είναι υψίστης σημασίας για κάθε πολιτικό κόμμα που επιδιώκει την άσκηση εξουσίας, αλλά η αποτύπωση συγκεκριμένων προτάσεων μοιάζει δύσκολη, όχι μόνο για τα κόμματα, αλλά και για ερευνητικούς φορείς.
Παρότι φορείς, όπως ο Κύκλος Ιδεών, υπό τη διεύθυνση του Βαγγέλη Βενιζέλου, έχουν ως αντικείμενο τη διοργάνωση εκδηλώσεων για πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά θέματα, συνήθως με τρέχοντα ερωτήματα για σχολιασμό και παρατηρήσεις για επιμέρους ζητήματα, σπάνια προχωρούν σε εκδηλώσεις που θίγουν τον πυρήνα ή την ουσία της διακυβέρνησης.
Κι όμως αυτό ήταν το θέμα πρόσφατης εκδήλωσης, στις 23/10/2025, που έθεσε στον δημόσιο διάλογο, υπό τη μορφή του αιωρούμενου αδιεξόδου πάνω από τη χώρα, το ερώτημα αν τελικά υπάρχει διακυβέρνηση με την συνείδηση της ιστορικότητας κατά την άσκηση εξουσίας ή αν τελικά κυριαρχεί η διαχείριση της συγκυρίας.
Αν ήθελε κανείς να συνοψίσει αντικειμενικά το συμπέρασμα της εκδήλωσης αυτής, είναι ποια κατεύθυνση, ποιες αρχές, με ποια αξιολόγηση και ποιότητα μακροχρόνιας στόχευσης μπορεί να προχωρήσει η Ελλάδα στον 21ο αιώνα, μέσα σε ένα διεθνές μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Το αν τελικά υπάρχει αδιέξοδο διακυβέρνησης, είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να απασχολήσει με ειλικρίνεια, όχι μόνο τα πολιτικά κόμματα και το πολιτικό σύστημα, αλλά και τους πολίτες και τον καθένα μας, για το πόσο θέλουμε να συμμετέχουμε και να ενδιαφερόμαστε πραγματικά για τις εξελίξεις.
Διότι είναι εύκολη η καταδίκη των πολιτικών για όλα τα δεινά, αλλά ταυτόχρονα δύσκολη η απαλλαγή των πολιτών από την ευθύνη που έχουν μέσα από τους θεσμούς της δημοκρατίας.
Από την προσγείωση της κρίσης το 2010, στο αίτημα εξόδου από τα μνημόνια το 2015, ως την προοπτική της κανονικότητας το 2019, η Ελλάδα μοιάζει πλέον να μην μπορεί να χτίσει ένα όραμα που να συνιστά ένα συλλογικό αφήγημα, το οποίο θα αποτελέσει και τη βάση μιας συναίνεσης για το πολιτικό σύστημα, στην κατεύθυνση μιας συλλογικής στρατηγικής, που να υλοποιεί τις βάσεις για τη συνολική πορεία.
Η ανάγκη ειλικρινούς και ουσιαστικού εσωτερικού διαλόγου, του ίδιου του πολιτικού συστήματος, συνδέεται άμεσα με την ανάγκη ειλικρινούς ενδιαφέροντος από πλευράς των πολιτών, μέσα από τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και είναι ίσως αυτή η διασύνδεση που μπορεί να δώσει τη χρυσή τομή μεταξύ της διαχείρισης της συγκυρίας και της θέσπισης στόχων διακυβέρνησης.
Προφανώς, διαφορετικές οι ευθύνες για τους πολίτες και για το πολιτικό σύστημα, αλλά έπειτα από μία μελέτη σειράς ερευνών και δημοσκοπήσεων, χρειαζόμαστε Εντιμότητα και Ελπίδα.
Η Εντιμότητα συναρτάται ως ευθύνη ως προς τη λειτουργία και την αξία της δημοκρατίας, τη στιγμή που μεγάλο μέρος των πολιτών δείχνει να χάνει την εμπιστοσύνη του και η Ελπίδα αφορά το όραμα, τη συνολική πρόταση διακυβέρνησης, που απαντά στις τρέχουσες συγκυρίες, με τρόπο που δίνει την κατεύθυνση της ουσιαστικής εξέλιξης για όλους.
Και η συμπερίληψη όλων και ιδίως των νεότερων και των πιο αδύναμων οικονομικά, είναι αυτή που μπορεί να βελτιώσει την εικόνα της χώρας σε όλους τους δείκτες διακυβέρνησης και όπου το πολιτικό σύστημα θα έρθει να εκφράσει αυτή τη συναίνεση της Ελπίδας, όπου μπορούν να υπάρχουν επιμέρους προτάσεις, αλλά το όραμα και η κατεύθυνση θα πρέπει να εξυπηρετεί όλους.
Κι αυτό δεν αφορά αποκλειστικά την παρούσα κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, αλλά έρχεται και τίθεται ενώπιον όλου του πολιτικού συστήματος, γιατί, ναι μεν εξ αρχής, όλοι να συνεισφέρουν θέλουν, αλλά μάλλον απουσιάζει η συναίνεση.
Όσο για το αν τα ερωτήματα αυτά αφορούν κυρίως εκδηλώσεις φορέων προβληματισμού, όπως ο Κύκλος Ιδεών, ή τα πολιτικά ή κομματικά panels, η απάντηση βρίσκεται μπροστά στα προβλήματα που καλούν σε λύσεις και μπροστά στις προσδοκίες των πολιτών, από τους πιο αδύναμους ως τους πιο ισχυρούς.
Είναι το ότι αυτή την πατρίδα την έχουμε εις το Εμείς και όχι εις το Εγώ, που έθεσε σοφά προ 200 ετών ο Μακρυγιάννης κι από τότε καλούμαστε να το κατανοήσουμε.
Σταύρος Τασιόπουλος, Δικηγόρος Παρ’ Αρείω,
LLM/MSc Δημοσίου Δικαίου/Περιβαλλοντικής Διακυβέρνησης





