Όταν το «Βάλε ένα φύλακα» (Go Get a Watchman) κυκλοφόρησε το 2015, παρουσιάστηκε ως ένα λογοτεχνικό θαύμα. Το μυθιστόρημα της Χάρπερ Λι, της ιδιαίτερα εσωστρεφούς συγγραφέα του «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» (To Kill a Mockingbird), ήταν μόλις το δεύτερο βιβλίο που βρέθηκε στα ράφια των βιβλιοπωλείων ύστερα από μισό αιώνα σιωπής.
Οι αντιδράσεις ήταν πολλές και διαφορετικές – κυρίως αρνητικές. Η Λι, 88 ετών τότε, σχεδόν τυφλή και με προβλήματα ακοής, ζούσε σε μονάδα φροντίδας στη γενέτειρά της, το Μονροβίλ της Αλαμπάμα. Η αγαπημένη της αδελφή και προστάτιδά της, η δικηγόρος Άλις Λι, είχε πεθάνει λίγους μήνες νωρίτερα. Και ξαφνικά, «ως εκ θαύματος», βρέθηκε ένα «χαμένο χειρόγραφο» σε μια θυρίδα.
Η ανακάλυψη έγινε από τη νέα δικηγόρο της, Τόνζα Κάρτερ, η οποία ισχυρίστηκε ότι βρήκε το «Βάλε ένα φύλακα» θαμμένο κάτω από μια στοίβα εγγράφων. Σύμφωνα με την ίδια, το χειρόγραφο προϋπήρχε του «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» με τον εκδοτικό οίκο HarperCollins να αναλαμβάνει δράση. Η αποτραβηγμένη από τα φώτα της δημοσιότητας, Λι, που όλοι πίστευαν πως είχε αποσυρθεί, βρέθηκε ξανά στις λίστες των μπεστ σέλερ.
View this post on Instagram
Η Πολιτεία της Αλαμπάμα άνοιξε έρευνα για πιθανή κακοποίηση ηλικιωμένου. Τελικά, οι αρχές δήλωσαν ότι η Λι φαινόταν «διαυγής και χαρούμενη» με την έκδοση του βιβλίου, αλλά οι αμφιβολίες συνέχιζαν να αναβοσβήνουν πάνω από το «Βάλε ένα φύλακα) .
Η χρονική συγκυρία, για πολλούς, ήταν απλώς υπερβολικά βολική καθώς αμφέβαλαν ότι η Λι είχε την ικανότητα ή τη βούληση, να εγκρίνει τη δημοσίευση. Εκείνη την περίοδο, μάλιστα, είχε υποστεί εγκεφαλικό. Πέθανε ένα χρόνο αργότερα.
Ηθικά, το ζήτημα της δημοσίευσης του «Βάλε έναν φύλακα» περιστρέφεται γύρω από μία λέξη: συναίνεση. Και στην συγκεκριμένη περίπτωση, η συναίνεση παραμένει θολή. Έχει σημασία; Καμία. Στις 21 Οκτωβρίου 2025, θα κυκλοφορήσει με τις ευλογίες της οικογένειάς της ένα νέο βιβλίο από τη Χάρπερ Λι με τον τίτλο «The Land of Sweet Forever» το οποίο αποτελείται από αδημοσίευτες ιστορίες που βρέθηκαν στο διαμέρισμά της.
Ηθική εναντίον κέρδους
Το 1986, ο σπουδαίος συγγραφέας, ποιητής και κριτικός Τζον Άπνταϊκ έγραψε: «Η ορθότητα του να εκδίδεις, ως εμπορική επιχείρηση, κάτι που ένας νεκρός συγγραφέας αρνήθηκε να δει δημοσιευμένο, είναι, φυσικά, αμφίβολη». Γι’ αυτό, άλλωστε, όταν φεύγουν οι άνθρωποι, μένουν πίσω οι διαθήκες. Τι γίνεται, όμως, όταν κινδυνεύει η «σπουδαία λογοτεχνία» να χαθεί για πάντα; Τηρούμε ή όχι τις συμφωνίες;
Η λίστα με τα βιβλία – σπουδαία και μη – που κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατο των δημιουργών τους, είναι πραγματικά μεγάλη – από Φραντς Κάφκα μέχρι Χέρμαν Μέλβιλ. Ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα, όμως, είναι το «Τα λέμε τον Αύγουστο», του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
«Μερικά βιβλία χρειάζονται να τα αφήνεις να ξεκουραστούν» είχε πει στη μακροχρόνια βοηθό του, Μόνικα Αλόνσο. Ο διάσημος συγγραφέας είχε επίσης δηλώσει στους γιους του, Ροδρίγο και Γκονσάλο Γκαρσία Μπάρτσα: «Αυτό το βιβλίο δεν λειτουργεί. Πρέπει να καταστραφεί». Κυκλοφόρησε.
View this post on Instagram
«Με μια πράξη προδοσίας», έγραψαν στον πρόλογο οι γιοι του, «αποφασίσαμε να βάλουμε την απόλαυση των αναγνωστών του πάνω απ’ όλες τις άλλες σκέψεις. Αν εκείνοι ευχαριστηθούν, ίσως ο “Γκάμπο” να μας συγχωρέσει. Σε αυτό ελπίζουμε».
Είναι αρκετή η μεταθανάτια συγχώρεση – αν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε έτσι κάτι υποθετικό – ώστε ένα βιβλίο να κυκλοφορήσει στο όνομα της καλής λογοτεχνίας; Προφανώς και όχι, ειδικά όταν το κέρδος των εκδοτικών, άρα και των ανθρώπων που προωθούν τα αδημοσίευτα έργα, έρχεται πρώτο ιεραρχικά.
Κι αυτό, βέβαια, είναι αρκετά υποκειμενικό. Το έργο του Κάφκα, για παράδειγμα, αν και ο ίδιος δεν ήθελε να δημοσιευτεί αλλά να καεί, έφερε – και συνεχίζει να φέρνει – χρήματα. Την ίδια στιγμή, όμως, τα βιβλία του είναι τρομερά σημαντικά καθώς μέσα από αυτά η ίδια η λογοτεχνία εξελίχθηκε.
Το πρόσφατο παράδειγμα της Τζόαν Ντίντιον
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Υπάρχουν και μεταθανάτιες κυκλοφορίες, βέβαια, που η συζήτηση για το εάν έπρεπε να βγουν στην αγορά ή όχι, μπορεί να λήξει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Το βιβλίο «Notes to John» από τη δημοσιογράφο και συγγραφέα Τζόαν Ντίντιον, ανήκει σίγουρα σε αυτή την κατηγορία. Πρόκειται για βιβλίο του 2025 και σε αυτό διαβάζουμε το προσωπικό της ημερολόγιο, που αποτελείται από 46 καταγραφές τις οποίες έγραψε μετά την έναρξη των συνεδριών της με ψυχίατρο, το 1999.
Η Ντίντιον ποτέ δεν είχε προορίσει τις καταγραφές του ημερολογίου της για επιμέλεια ή δημοσίευση ενώ η ίδια ήταν αντίθετη στο «να εκδίδουν και το παραμικρό ίχνος από το έργο ενός διάσημου συγγραφέα». Άλλωστε, είχε επικρίνει τη μεταθανάτια δημοσίευση ενός μυθιστορήματος του Χέμινγουεϊ. Τι προσφέρει, λοιπόν, αυτή η κυκλοφορία εκτός από κουτσομπολιά για την προσωπική της ζωή; Τίποτα.
Όσο για τη γενικότερη ηθική των μεταθανάτιων εκδόσεων, πρέπει να παραδεχτούμε ότι τις βλέπουμε ξεχωριστά και υπό διαφορετικό πρίσμα ανάλογα με το αποτέλεσμα. Οι προθέσεις του συγγραφέα πρέπει να τιμώνται, αλλά όταν αυτό δεν συμβαίνει, οφείλουμε να εξετάζουμε και το αποτύπωμα της μεταθανάτιας έκδοσης. Αν αυτό είναι ισχυρό, ακόμα και η αδίστακτη εκμετάλλευση μοιάζει στα μάτια μας πιο ήπια από τη στιγμή που μας ικανοποιεί.
Οι συγγραφείς «κλέβουν» από τη ζωή για να γράψουν, κάποιες φορές, όμως, η ζωή κλέβει από τους συγγραφείς.






