Από τα δύο πιο σημαντικά πολιτικά δημιουργήματα της Μεταπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, η ΝΔ που έχει αυτές τις μέρες το Συνέδριό της είναι εκείνη που κατάφερε να γεράσει καλύτερα.

Τα δύο κόμματα μοιράστηκαν σχεδόν ισότιμα τον χρόνο διακυβέρνησης στην πεντηκονταετία της δημοκρατίας.

Το ΠΑΣΟΚ μετράει 21 χρόνια εξουσίας παρά κάτι. Η ΝΔ έχει 20 χρόνια και κάτι. Ενώ δυόμισι χρόνια κράτησε η από κοινού συμμετοχή τους στην κυβέρνηση Σαμαρά.

Και οι δύο έζησαν μεγάλες επιτυχίες και αποτυχίες.

Και οι δύο έβγαλαν καλούς και λιγότερο καλούς πρωθυπουργούς. Εξι η ΝΔ (δύο Καραμανλήδες, δύο Μητσοτάκηδες, Ράλλη, Σαμαρά). Τρεις το ΠΑΣΟΚ (δύο Παπανδρέου, Σημίτη).

Και οι δύο έχασαν και κέρδισαν στην κάλπη και σε πολλές κάλπες αναρίθμητες φορές.

Μόνο που σήμερα η ΝΔ βρίσκεται στην εξουσία και συνεχίζει. Ενώ το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται πάνω από δέκα χρόνια εκτός εξουσίας και ελπίζει απλώς να ανακάμψει.

Επιπροσθέτως η ΝΔ χαίρει μιας σχεδόν απροσδόκητης αλλά αδιαμφισβήτητης πολιτικής κυριαρχίας.

Βουλή, κυβέρνηση, δήμοι, περιφέρειες, επαγγελματικές και επιστημονικές ενώσεις, επιμελητήρια, μεγάλο μέρος των συνδικάτων, όλα μετέχουν σε ένα ευρύ σύστημα διαχείρισης που μπορεί ίσως να συγκριθεί μόνο με την κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο και σε βάθος χρόνου η ΝΔ παραπέμπει παραδόξως περισσότερο στη διάρκεια και την αντοχή της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας παρά στα σχήματα της ευρύτερης Κεντροδεξιάς ακόμη και του ευρωπαϊκού Νότου.

Στο ερώτημα λοιπόν «τι είναι αυτό που το λένε ΝΔ» δεν υπάρχει εύκολη ή προφανής απάντηση.

Ισως μερικές παρατηρήσεις.

Είναι προφανώς ένα μαζικό και λαϊκό κόμμα. Με την έννοια ότι εκπροσωπεί ευρέα λαϊκά στρώματα και όχι απαραιτήτως μια λαϊκότητα του τύπου παϊδάκια στα Μεσόγεια ή σκυλάδικα στην Εθνική οδό.

Είναι ένα κόμμα «νοικοκυραίων» (όπως έλεγε ο Ευάγγελος Αβέρωφ) το οποίο απευθύνεται στον μέσο πολίτη ή στη μέση οικογένεια με τα όνειρα και τις φιλοδοξίες τους, στα μεσαία αλλά και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα με τα συμφέροντά τους.

Είναι ένα κόμμα συντηρητικών αστών ιδιοκτητών αλλά και αγροτών, κυρίως στις πιο δεξιές περιοχές της χώρας.

Αν δούμε το σύνολο της πορείας της, δεν αποτελεί σίγουρα μια μεταρρυθμιστική ή εκσυγχρονιστική χιονοστιβάδα. Δεν έχει συνδέσει δηλαδή το όνομά της με μεγάλες αλλαγές.

Αποκατέστησε πλήρως τη δημοκρατία το 1974, διαμόρφωσε το πλαίσιο της λειτουργίας της και μετά σαν να πέρασε τη σκυτάλη στους επόμενους.

Αναντίρρητα όμως η ΝΔ είναι και παραμένει διαχρονικά μια δύναμη σταθερότητας.

Διαθέτει μάλιστα ένα μεγάλο προσόν στην πολιτική: μια ανεξάντλητη προσαρμοστικότητα. Ενα μέτρο ρεαλισμού, ίσως διευκρίνιζε κάποιος.

Ας αναλογιστούμε μόνο την τελευταία δεκαπενταετία.

Η εκλογή Σαμαρά και η αναδίπλωση της ΝΔ σε έναν δεξιό πυρήνα το 2009 είχε μια σαφή λογική επιβίωσης, μετά την παταγώδη αποτυχία της διακυβέρνησης Καραμανλή.

Ακριβώς όπως την ίδια λογική επιβίωσης υπηρέτησε το 2016 η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και την «καλόβολη αντιπολίτευση» που έμοιαζε να προκρίνει ο άξονας Παυλόπουλου, Καραμανλή και Μεϊμαράκη.

Και στις δύο περιπτώσεις η ΝΔ περισσότερο προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις παρά διαμόρφωσε τα δεδομένα. Αλλά προσαρμόστηκε με επιτυχία.

Δεν είναι τυχαίο ότι επιβίωσε πολύ καλύτερα από το ΠΑΣΟΚ στην κρίση της περασμένης δεκαετίας. Και ότι κατάφερε να καρπωθεί ή ακόμα και να εκφράσει «την επιστροφή στην κανονικότητα».

Με άλλα λόγια, η προσαρμοστικότητα είναι ίσως το μυστικό της αντοχής της.

Μια προσαρμοστικότητα όμως χωρίς ιδεολογικά χαρακτηριστικά από το λιγότερο «ιδεολογικό» κόμμα της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Κάτι που φυσικά διευκολύνει τη συνύπαρξη των πιο ετερόκλητων στοιχείων στους κόλπους του αλλά και την πολυσυλλεκτικότητά του.

Μετά την προσαρμοστικότητα λοιπόν έχουμε τη «μη ιδεολογία».

Προφανώς η υποχώρηση του ιδεολογικού στοιχείου είναι χαρακτηριστικό όλων των κομμάτων εξουσίας σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Ούτε το ΠΑΣΟΚ υπήρξε ποτέ άλλωστε καμία δεξαμενή «σοσιαλιστικής σκέψης και θεωρίας».

Το ιδιαίτερο όμως με τη ΝΔ είναι πως πέτυχε με τον Μητσοτάκη ένα γενικό rebranding, το οποίο η «μη ιδεολογία» διευκόλυνε να μετατραπεί σε ένα πολύχρωμο και πολυδαίδαλο σύστημα εξουσίας.

Με άλλα λόγια, η ΝΔ σήμερα πολιτεύεται περισσότερο ως σύστημα εξουσίας παρά με τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός πολιτικού κόμματος. Δεν ξέρουμε καν αν υπάρχουν όργανα σε αυτό κόμμα, πότε συνεδριάζουν και τι κάνουν.

Με την ίδια ευκολία περνάει από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και τον γάμο των ομοφύλων στο «Εχω μια αδελφούλα, κουκλίτσα αληθινή» με τον Μπελέρη. Ατζέντα της είναι η ατζέντα του Πρωθυπουργού της.

Την ίδια στιγμή μάλιστα που έχει επιβάλει στο σύνολο του πολιτικού συστήματος μια «τριγωνοποίηση» τόσο αποτελεσματική ώστε η αντιπολίτευση έχει αποσυρθεί από την κυβερνησιμότητα και σχεδόν μονοπωλείται από δυστυχήματα, μανάδες και θρήνους. «Κλάψε με, μάνα, κλάψε με».

Ενδεχομένως άθελά του, ο Μητσοτάκης επιβεβαιώνει τη γνωστή ρήση του Τζούλιο Αντρεότι ότι «η εξουσία φθείρει εκείνον που δεν την έχει».

Μπορεί όμως αυτό το μοντέλο να διαρκέσει; Με τα σημερινά δεδομένα κανείς δεν έχει φυσικά τη δυνατότητα να πει ή να προεξοφλήσει το παραμικρό. Η πολιτική έχει πάντα μια δόση απροσδιοριστίας ή απροβλεψίας, στοιχείο που είναι και η γοητεία της.

Αλλά σίγουρα η ΝΔ πολύ δύσκολα θα αμφισβητηθεί επί της ουσίας αν δεν οικοδομηθεί απέναντί της ένα ανταγωνιστικό σύστημα εξουσίας που θα βάλει εκ νέου την προσαρμοστικότητά της σε δοκιμασία.

Και έως τώρα δεν βλέπω πολλούς να ασχολούνται να το οικοδομήσουν.