Η Τζόντι Φόστερ έχει ζήσει μέχρι σήμερα πολλές ζωές στη μεγάλη και στη μικρή οθόνη, στον δημόσιο και τον ιδιωτικό της βίο. Και έχει αποκτήσει πολλά πρόσωπα. Το διαπεραστικό γαλάζιο βλέμμα της παραμένει αναλοίωτο, παρά το γεγονός ότι οι γωνίες του προσώπου της έχουν σκληρύνει. Η τέταρτη σεζόν της δημοφιλούς σειράς «True Detective» του HBO της χαρίζει πλέον άλλο ένα προφίλ, χρίζοντας την πρωταγωνίστρια σε ένα μέχρι πρότινος ανδροκρατούμενο αστυνομικό σουξέ της αμερικανικής τηλεόρασης, το οποίο επανέρχεται στις 14 Ιανουαρίου 2024 μετά από απουσία πέντε ολόκληρων χρόνων.

Μυστήριο και δράση

Με τον υπότιτλο «Night Country» να προσδιορίζει τη θεματική της σεζόν, η σειρά τοποθετεί την 61χρονη Φόστερ ως βετεράνο αστυνομικό στο παγωμένο περιβάλλον μιας πόλης της Αλάσκας. Ο χαρακτήρας της αναλαμβάνει μαζί με μία συνάδελφο της (την υποδύεται η Κέλι Ράις) την εξιχνίαση της εξαφάνισης οκτώ ανδρών από ένα ερευνητικό κέντρο.

Ένας ‘’βαρύς’’ ρόλος που φέρει κοινωνικές αναφορές, κοντράρει στερεότυπα ρόλων, φύλων και πολλαπλών σινεφίλ συνειρμών. Ωστόσο η Τζόντι Φόστερ που αρκετές φορές ενδύθηκε την σκληροτράχηλη πλευρά της θηλυκής της ταυτότητας άλλοτε διστακτικά («Panic Room», 2002) ή ψυχωτικά («Flight Plan», 2005), ενίοτε αναπάντεχα ως θηλυκός Τσαρλς Μπρόνσον («The Brave One», 2007, αλλά και με περίσσεια τρέλα («Hotel Artemis», 2018), μοιάζει να ταιριάζει γάντι στο αφιλόξενο λευκό τοπίο του «True Detective» με όλα τα σημάδια του χρόνου φανερά στο παρουσιαστικό της.

Άλλωστε η ίδια μοιάζει πια απελευθερωμένη από τα στεγανά της θηλυκότητας που υπαγορεύουν οι χολιγουντιανοί κανόνες: στο βασισμένο σε αληθινή ιστορία «The Mauritian» (2021), την πρώτη της ταινία μετά το «The Artemis Hotel» (2018), τα λευκά της μαλλιά φανερώνουν δυναμισμό και εμπειρία, το ίδιο και το γυμνασμένο σώμα της στο «Nyad» του Netflix που φέτος την κατέστεισε υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα β΄ γυναικείου ρόλου.

Ενώνοντας τις γραμμές μπρος και πίσω, ανάμεσα σε πολλαπλά πορτρέτα, ως την αρχετυπική φιγούρα της ευφυούς και γενναίας πράκτορα Κλαρίς Στέρλινγκ στη «Σιωπή των αμνών» που της χάρισε το δεύτερο Όσκαρ της καριέρας της το 1992 (ακριβώς μετά την ενσάρκωση της Σάρα Τομπάιας στους «Κατηγορουμένους» του 1988, που βασίστηκαν σε πραγματικό περιστατικό ομαδικού βιασμού στις αρχές της δεκαετίας του ’80), η Φόστερ οριοθετεί και διευρύνει έναν δικό της κύκλο ηρωίδων με αγωνιστικό ανάστημα.

Πάντα αυτό έκανε εξάλλου στην καριέρα της στη διάρκεια της οποίας βρήκε τον χρόνο να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και ταυτόχρονα να πλάσει δεκάδες χαρακτήρες σε ένα δικό της πλαίσιο κοινωνικού ακτιβισμού. Το τρυφερό σκηνοθετικό ντεμπούτο της «Ο μικρός κύριος Τέιτ» (1991) δεν ξεστράτισε από αυτή τη γραμμή, φανερώντας μια καλλιτέχνη με κοινωνική ενσυναίσθηση και ροπή στις δύσβατες οικογενειακές ιστορίες («The Beaver», 2011).

Όσκαρ και προσωπική ζωή

Παιδί χωρισμένων γονιών, ντεμπιτάντ στη σόουμπιζ με το περίφημο διαφημιστικό του αντηλιακού Coppertone, όταν ήταν μόλις 3 ετών, η μικρή Τζόντι Φόστερ πήρε το βάπτισμα του πυρός με τηλεοπτικές σειρές και ταινίες της Disney, απογειώθηκε πρώιμα μόλις στα 13 της χρόνια στον ρόλο της ανήλικης πόρνης που της έδωσε υποψηφιότητα για Όσκαρ β΄ γυναικείου ρόλου δίπλα στον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στον «Ταξιτζή» του Μάρτιν Σκορσέζε, κατόπιν εδραιώθηκε με δύο Όσκαρ – σημεία αναφοράς στο πάνθεον των κινηματογραφικών γυναικείων χαρακτήρων των ’80s και των ’90s και μία ακόμη οσκαρική υποψηφιότητα α΄ γυναικείου ρόλου (Νελ, 1994).

Χρυσές Σφαίρες 2013. Τιμητικό Βραβείο Σεσίλ Μπ. ΝτεΜίλ

Είναι αλήθεια ότι η εικόνα της πληγώθηκε από όσους δεν της συγχώρεσαν την άρνηση της να αναγνωρίσει δημοσίως την ομοφυλοφιλία της ενώ βρισκόταν στο απόγειο της φήμης της και να στηρίξει τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, αλλά εν τέλει ισορρόπησε χάρη πάντα στη σεμνότητα της και τις επιλεκτικές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές της εμφανίσεις.

Η επόμενη επαγγελματική ‘’άνοιξη’’ της Τζόντι Φόστερ προβάλλει σήμερα ως εφικτός στόχος. Και είναι δυνατή γιατί η απελευθέρωση που φαίνεται να τη διακατέχει πια ανιχνεύεται από την στιγμή που η ίδια περπάτησε για τα καλά στη μέση ηλικία, αναγνωρίζοντας δημοσίως, στις Χρυσές Σφαίρες το 2013, την συμβολή της πρώην συντρόφου της,  παραγωγού Σίντι Μπερνάρντ, στην ανατροφή των παιδιών τους. Σήμερα, υπερήφανη μητέρα δύο αγοριών, άνω των 20 ετών, παντρεμένη επί μία δεκαετία με τη φωτογράφο Αλεξάντρα Χέντισον, η Αμερικανίδα σταρ δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα. Μιλάει για τους γιους της, αγκαλιάζει την αυθεντικότητα των νέων, την τόλμη της σημερινής νεαρής χολιγουντιανής κοινότητας που προτάσσει την ρευστότητα της σεξουαλικότητας.

«Οι νέοι να μάθουν να χαλαρώνουν…»

Από την άλλη δεν κρύβει λόγια για τις νεότερες γενιές ηθοποιών με τους οποίους συνεργάζεται. Η generation Z είναι «πραγματικά ενοχλητική» λόγω των επαγγελματικών της συνηθειών ή της…γραμματικής της, παρατηρεί η ηθοποιός σε μια συνέντευξη της στον Guardian, αλλά πλέον, όπως σημειώνεται και στο άρθρο, έχει κερδίσει κάθε δικαίωμα να λέει τα πράγματα όπως είναι, μετά από αμέτρητα χιλιόμετρα κοπιώδους επαγγελματικής πορείας.

«Πρέπει να μάθουν να χαλαρώνουν, να μην σκέφτονται τόσο πολύ, να εφεύρουν κάτι που είναι δικό τους», σημειώνει σε άλλο σημείο της συνέντευξης για τα νέα αστέρια της χολιγουντιανής βιομηχανίας. «Μπορώ να τους βοηθήσω να το βρουν, το οποίο είναι απείρως πιο διασκεδαστικό, από το να είναι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, με όλη την πίεση που εμπεριέχει αυτό», προσθέτει. Ναι, επιτέλους, η Τζόντι Φόστερ λέει τα πράγματα σταράτα. Οι καιροί, βλέπετε, έχουν αλλάξει. Το κοριτσάκι του Coppertone μεγάλωσε και κατέκτησε ένα μεγάλο μερίδιο φήμης που τώρα πλέον πρέπει να αποτελέσει παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

Η 4η σεζόν της σειράς «True Detective» θα μεταδοθεί στην Ελλάδα αποκλειστικά από τη Nova από την Τρίτη 16 Ιανουαρίου στις 22.00 και κάθε Τρίτη την ίδια ώρα, στο Novacinema4, 48 ώρες μετά την προβολή στην Αμερική.